Στη ζωή μας ορίσαμε και θρυλούμε Ολυμπιακό.
-Αγόρι μου, φτιάξε την τσάντα σου με τα μαθήματα της Δευτέρας, θα…
-Θα πάμε Αθήνα να δούμε τον Ολυμπιακό;!
-Να δούμε τα ξαδέρφια σου και τις θείες σου ρε κωλόπαιδο!
-Ναι, αλλά θα πάμε και στον Ολυμπιακό;
-… Αν είσαι καλό παιδί και διαβάσεις τα μαθήματά σου…
Από τις μεγαλύτερες χαρές στην παιδική ψυχή μου, αυτές οι δύο-τρεις φορές μέσα στη χρονιά που ανεβαίναμε από Ηλεία στην πρωτεύουσα, και πάντα τύχαινε να παίζει ο Ολυμπιακός. Στο αυτοκίνητο έκανα παραπάνω από τη μισή μελέτη, για να είμαι σίγουρος! Τα αγαπούσα και τα αγαπάω τα ξαδέρφια μου, δε λέω, αλλά… είναι βάζελοι!
-Και με ποιον παίζουμε μπαμπα;
-Γιατί, έχει σημασία; Τον Ολυμπιακό πάμε να δούμε.
-Έλα ρε μπαμπά…
Ποιος είμαι για να μιλήσω για τον Ολυμπιακό Σύνδεσμο Φιλάθλων Πειραιώς; Τι μπορώ να γράψω παρά μόνο την προσωπική μου σχέση (προειδοποιώ, τέρμα αυτοαναφορικό κείμενο, θα βαρεθείτε) με τον Δαφνοστεφανωμένο; Ένα παιδί, που όπως όλα τα παιδιά έγινε τυχαία μια ομάδα, από μίμηση (ή από αντίδραση) στον πατέρα ή στο ευρύτερο περιβάλλον. Γίνεσαι άραγε τυχαία μια ομάδα, την διαλέγεις ή σε διαλέγει; Και σημαίνει κάτι να υποστηρίζεις την μία ή την άλλη ομάδα; Τι σημαίνει Ολυμπιακός;
Οι παππούδες μου, αγρότες, γεωργοί, στα χωριά της Ηλείας και της Ολυμπίας, ήταν Ολυμπιακοί. «Επειδή είναι φτωχαδάκια, σαν εμάς», μου έλεγε ο ένας, και πάντα θα κέρναγε σε καμιά μεγάλη νίκη στο καφενείο τους «παναθηναϊκάκηδες», έτσι για να τους πειράξει, να τους τη βγει από πάνω. «Να μη νομίζουν ότι είναι κάποιοι, εμείς είμαστε οι μάγκες». Ο άλλος, πιο φτωχός ακόμα, εριστικός, «-Γιατί τους πελεκάει ο «ντρανός ο συγενής» και μας γδικιώνει. -Ποιους παππού; -Τους κιαρατάδες ούλους!». Ολυμπιακός ήταν για αυτόν ο «μεγάλος, δυνατός συγγενής» μας, «έχουμε και μεις Ολυμπιακό, στη Ζαχάρω», έλεγε.
-Μπαμπά είμαστε τρομεροί ε! Τους βάλαμε εφτά γκολ!
-Εντάξει, αλλά και η Δόξα ήταν ένα Δράμα σήμερα (σιγά το λογοπαίγνιο θα πείτε, αλλά δεν το έπιασα, τότε)…
-Και φοβερός αυτός με το μουστάκι μπαμπά, που έβαλε γκολ και με την ανάποδη!
-Ο Αναστόπουλος, ο «μουστάκιας», με «τακουνάκι» το λένε…

Η πρώτη φορά που είδα τον Ολυμπιακό ήταν στο αχανές ΟΑΚΑ. Ένα ιστορικό ματς, όπου η έρμη Δόξα Δράμας, το ανθιστήκατε ήδη, έβαλε στο σακούλι εφτά τεμάχια και είπε και ευχαριστώ. Αλλά δεν ήταν όλα θαυμάσια για τον μικρό εαυτό μου, με έτρωγε κάτι.

Ολυμπιακος-Δόξα: 7-0
-Όμως γιατί δεν ήταν γεμάτο το γήπεδο μπαμπά; Αφού είμαστε οι περισσότεροι στην Ελλάδα;
-Δεν είναι το γήπεδό μας, για αυτό.
-Πως δεν είναι δικό μας, αφού λέγεται Ολυμπιακό Στάδιο!
-Αυτό είναι από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όχι από τον Ολυμπιακό.
-Και οι Ολυμπιακοί Αγώνες και ο Ολυμπιακός της Αθήνας και της Ζαχάρως είναι από τα Ολύμπια, όπως εμείς, άρα;
-Ποιος τα λέει αυτά;
-Ο παππούς!
-Χμμμ… Από εκεί προέρχονται με έναν τρόπο όλα ναι, αλλά τι να σου εξηγώ…
Ξεφύσησε, σα κάτι να τον παίδευε.
– Τέλος πάντων, το γήπεδό μας, ο Ναός μας είναι το Καραϊσκάκη, είναι στον Πειραιά, ο Ολυμπιακός μας είναι από τον Πειραιά, όχι από την Αθήνα, είναι διαφορετικό, και είναι μακριά από δω, που είναι Μαρούσι, σε κανέναν δεν αρέσει να έρχεται τόσο δρόμο.
-Ναι, αλλά και εμείς ήρθαμε από τον Πύργο!
-Ε, για μια στο τόσο. Φαντάσου κάθε μέρα που θες να παίξεις να μην έβγαινες στο χωριό ή τη Διασπορά να βρεις τα παιδιά, αλλά να έπρεπε να μπούμε στο αυτοκίνητο να πάμε στον Πύργο, ή τη Ζαχάρω!
-Α, τόσο μακριά είναι από δω ο Πειραιάς; Και πότε θα πάμε στο γήπεδό μας;
-Είναι κλειστό τώρα. Θα πάμε – κόμπιασε- … όταν μεγαλώσεις.
-Να πάμε τώρα!
-Δε μπορούμε τώρα, θα πάμε στη θεία σου για φαγητό, η μαμά και η μικρή μας είναι ήδη εκεί, μας περιμένουν και έχουμε αργήσει…
-ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ!
Με το που απόσωσα, μετάνιωσα που του φώναξα, μεγάλη αποκοτιά, «σίγουρη κατσάδα και ίσως σφαλιάρα τώρα» σκεφτόμουν, αλλά είχα φουρκιστεί, μα να μην έχουμε πάει στο γήπεδο μας;!
Τούτη τη φορά όμως, γέλασε… Πήρε, θυμάμαι, μια βαθιά ανάσα, σα να ήθελε να θυμηθεί, να μη ξεχάσει. Ώρα να θυμηθώ και γω, να μη ξεχάσω τίποτα…
-Θα πάμε άλλη φορά αγόρι μου… Όμως θα σου πω μια ιστορία, για το πως έγινε ο Ολυμπιακός μας. Ο Ολυμπιακός μας γεννήθηκε πριν πολλά-πολλά χρόνια στον Πειραιά, που είναι το πιο όμορφο Λιμάνι του κόσμου, αλλά τον είχε ριγμένο η Αθήνα, η πρωτεύουσα. Τότε είχε λογιώ-λογιώ κόσμο, οι περισσότεροι φτωχαδάκια (όπως λέει ο παππους! σκέφτηκα μέσα μου), βαρκάρηδες, μαουνιέρηδες, λιμενεργάτες, χαμάληδες, μαζεμένοι στον Πειραιά από όλα τα μέρη της Ελλάδας για το μεροκάματο, αλλά και πολλοί πρόσφυγες από την Καταστροφή της Σμύρνης. Φαντάσου τους σαν αυτούς που βλέπαμε στο «Μινόρε της Αυγής».

-Τι μπαμπά, δηλαδή αυτός που τραγουδούσε «αυτά λοιπόν τα νέα, της Αλεξάνδρας» ήταν Ολυμπιακός;!
-Ναι, οι ρεμπέτες ήταν Ολυμπιακοί, τα τραγούδια αυτά που σου αρέσουν τόσο, γεννήθηκαν στον Πειραιά, μαζί με τον Ολυμπιακό, και αγαπήθηκαν από τους ίδιους ανθρώπους! -καλά έχω πάθει την πλάκα μου σας λέω-. Μπορεί να ήταν φτωχαδάκια και λίγο, πως να το πω, αλήτες, όμως είχαν περηφάνια, μοχθούσαν για να ζήσουν και τους τρυπούσε το μυαλό η αδικία από τους πλούσιους της Αθήνας. Κάποιοι που είχαν προκόψει και ήταν σπουδαγμένοι από αυτούς (εκ των υστέρων…τώρα… σκέφτομαι… οι «επιστήμονες», χεχεχε), είπαν να κάνουν μια ομάδα να παίζει μπάλα και να τους κερδίζει τους πλούσιους αυτούς της Αθήνας (οι κερατάδες; αναρωτήθηκα) και να μπορούν να περπατάνε με το κεφάλι ψηλά (να μας γδικιώνει, ε), αφού τουλάχιστον κέρδισαν στο ποδόσφαιρο. Αφού το συζητάγαν καιρό και μαλώνανε, συμφωνήσανε να ανταμώσουνε μια βραδιά σε μια ταβέρνα στον Πειραιά, στου Μοίρα.
-Μοίρα όπως στην Ανδραβίδα μπαμπά;
-Όχι, το όνομά αυτού που την είχε ήταν… για σκέψου… «Μοίρα»,-μονολόγησε-… Λοιπόν, στου Μοίρα να κάνουν τα βαφτίσια. Νονός θα ήταν ο Καμπέρος.
– Ο «Τρελοκαμπέρος» ο Αεροπόρος που μου έχεις πει;!
-Όχι, ο αδερφός του ήταν αυτός ο Νότης, και ο Τρελοκαμπέρος Ολυμπιακός ήταν όμως! -καλά, ξαναπαθαίνω την πλάκα μου-. Και τον είπε Ολυμπιακό!
-Από τα Ολύμπια σαν εμάς ήταν;
-Όχι, αλλά όπως ξέρεις, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι διάσημοι σε όλον τον κόσμο και ο Καμπέρος δεν ήθελε μια ομάδα να είναι μόνο του Πειραιά, αλλά από τον Πειραιά να είναι για όλα τα φτωχαδάκια του κόσμου! Για αυτό και τον αγαπάμε σε όλη την Ελλάδα. Σηκώθηκε ο Καμπέρος λοιπόν εκεί που έπιναν το κρασί τους και είπε Ολυμπιακός! Και συμπλήρωσε ένας από τους άλλους φίλους, Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιά. Να θυμάσαι, δεν είναι σύλλογος, ή αθλητικός όμιλος ή ένωση, όπως οι άλλες ομάδες ο Ολυμπιακός μας, είναι Σύνδεσμος, επειδή συνδέει όλους τους Ολυμπιακούς του κόσμου!

-Αχ μπαμπά, θα ήθελα να ήμουν κι γω εκεί!
-Κι γω αγόρι μου, αλλά είναι σα να ήμασταν. Πάντα θα είμαστε όλοι μαζί, πάντα και παντού, όλοι οι προηγούμενοι και οι επόμενοι Ολυμπιακοί, γιατί έχουμε τον Σύνδεσμο!
Και φαντάστηκα μια ταβέρνα με ένα τεράστιο τραπέζι να πίνουμε όλοι οι Ολυμπιακοί του Χρόνου και του Κόσμου κρασί και να επαναλαμβάνουμε μετά τον Καμπέρο, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!

Το κτίριο της ταβέρνας του Μοίρα.
–ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!
-Μπαμπά, ακούγονται μέχρι εδωωωω! ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!
-Μα σου είπα, αυτό είναι το γήπεδό μας. Έχουμε τους καλύτερους φιλάθλους και εδώ είναι το σπίτι μας.
Ο Ολυμπιακός έχει επιστρέψει από χρόνια στου Καραϊσκάκη, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο, τυχαίνει να μην παίζει, στο ποδόσφαιρο, όποτε ανεβαίναμε Αθήνα. Πηγαίναμε πάντως εναλλακτικά στο μπάσκετ («γιατί δεν ήμαστε καλοί στο μπάσκετ; Αν δεν είχαμε τον Καμπούρη στην Εθνική, τον αρχηγό του Ολυμπιακού, να βάλει τις βολές, δεν θα είχαμε πάρει το Ευρωπαϊκό, αυτό να θυμάσαι») πέτυχα Σκάρι δηλαδή και βόλλεϋ και πόλο, ήταν γενικά φίλαθλος ο πατέρας μου, και στιβικός ακραιφνής παρεμπιπτόντως. Μα αυτά και με αυτά, δεν έχω δει ποτέ ζωντανά τον Μπούφαλο, ούτε τον ξανθό Πλατινί, τον Λάγιος ο Θεός, Λάγιος Ισχυρός, που έφερε «το λαμόγιο που άφησε ο Αντρέας να καταστρέψει τον Ολυμπιακό μας». Δε συμφωνούσα, ο Αντρέας ήταν (παιδί πασόκων, μετά… συνήλθα) ο καλός Πρωθυπουργός μας (και Ολυμπιακός ε;) και ο Κοσκωτάς, από ό,τι καταλάβαινα, έκλεψε μια τράπεζα για να φέρει παικταράδες στον Θρύλο. Που το κακό, μου εξηγείτε;

Υποδοχή Ντέταρι Δημαρχείο Πειραιά
Πασόκος λοιπόν ο πατέρας μου, όχι τόσο απλό όσο φαίνεται, μετά έμαθα ότι ήταν από τους πρωτεργάτες, με συνωμοτικό σχήμα τριάδας, για προσπάθεια συνδικαλισμού υπαξιωματικών της Αεροπορίας στο στράτευμα κατά την διάρκεια της μεταχουντικής δεκαετίας του ’70 ή την «ανταρσία» στην Τανάγρα εν αναμονή των Αμερικανών για τα F-16, ιστορίες που ξέρουν λίγοι. Οπότε στην σκιά του «βρώμικου ‘89», έπαθε πλάκα που με είδε να γεμίζω το σπίτι με αυτοσχέδια αφισάκια Συνασπισμού και ΚΚΕ, συνθήματα «οι εργάτες στην εξουσία» και τέτοια. Που όταν παλιότερα τον είχα ρωτήσει εμείς γιατί δεν βάζουμε σημαίες ΠΑΣΟΚ όπως οι άλλοι, μου έλεγε ότι ως στρατιωτικός δεν πρέπει να χρωματίζεται κομματικά. Του ορκιζόταν η ξαδέρφη του και ο γείτονας «δεν του είπαμε τίποτε ρε Μήτρο, μόνο του το παιδί».
-Έλα δω ρε, τι είναι αυτά;
-Μπαμπά, δε μπορούμε να είμαστε ΠΑΣΟΚ… – του είπα πολύ σοβαρά, μου ομολόγησε αργότερα ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε ότι μεγάλωσα-
-Γιατί;
-Γιατί μαλώναμε με τον Τζίμυ –αγαπημένος ξάδερφος, βάζελος- για το ποιοι είμαστε περισσότερο ΠΑΣΟΚ και μου είπε ότι αυτοί είναι περισσότερο, διότι το ΠΑΣΟΚ είναι πράσινο όπως ο Παναθηναϊκός, ενώ εμείς κόκκινο. Εμείς δεν θα αλλάξουμε ομάδα, είμαστε Ολυμπιακός και είμαστε κόκκινοι, άρα θα είμαστε με το ΚΚΕ, που είναι κόκκινο και αυτό!
Τόμπολα ο πατέρας μου από αυτή την άψογη κοινωνικοπολιτική ανάλυση, μη μου πείτε δεν ήταν ένα κοφτερό δείγμα πολιτικής επιστήμης! Ήμουν σίγουρος λοιπόν ότι τον Κοσκωτά τον έφαγαν οι Παναθηναϊκοί, που είναι πράσινοι σαν το ΠΑΣΟΚ, αυτός ο Βαρδινογιάννης, που μου έλεγε ο πατέρας μου ότι «με τα λεφτά του νομίζει μπορούν να αγοράσει τα πάντα. Κάθε χρονιά αγόραζε τους καλύτερους παίκτες μας, αλλά τον κερδίζαμε και παίρναμε εμείς το πρωτάθλημα. Αλλά συνέχισε, αγόρασε και από άλλες ομάδες τους καλύτερους και μετά πλήρωσε και τους διαιτητές να τον υποστηρίζουν». «Δεν είναι δίκαιο», επαναστατούσα, «με τα λεφτά και τέτοια!». «Δεν ενδιαφέρει το δίκιο τους Παναθηναϊκούς, θέλουν απλά να κερδίζουν τον Ολυμπιακό για να νομίζουν είναι ανώτεροι! Και ο Βαρδινογιάννης πήγε να βάλει έναν φίλο του πρόεδρο του Ολυμπιακού, να μας κάνει τσικό του Παναθηναϊκού, αλλά δεν του πέρασε!». Πόσο άχτι τον είχα τον Βαρδινογιάννη… αυτόν και τον Μητσοτάκη (…μα είναι δυνατόν να κάνουν κυβέρνηση οι δικοί μου με τον Δρακουμέλ;)!
Η βασική κατήχηση, μετά για την αγάπη για τον Ολυμπιακό, η «αγάπη» για τον Παναθηναϊκό. Το αντίπαλο δέος, οι ψηλομύτες, οι πρωτευουσιάνοι, οι ελιτιστές, οι διαβάλλοντες με τα μέσα και τα λεφτά τους τον τίμιο αγώνα των Ολυμπιακών, οι ξιπασμένοι, αυτοί που, ακόμα και αν κάποιοι είναι βάρος της γης, θεωρούν κληρονομικό δικαίωμα ελέω θεού την υπεροχή τους και θέλουν να πεθάνει το Σύμβολο, η Ιδέα του Έφηβου. Όχι λοιπόν, δε πεθαίνει-δεν πεθαίνει-δεν πεθαίνει και στο μάτι τους καρφί-γυαλί θα μπαίνει.
Είχε προηγηθεί και μια άλλη κουβέντα, με θέμα «γιατί οι παπάδες είναι ΑΕΚ;», όπου παρ’ όλες τις εξηγήσεις περί Κωνσταντινούπολης και Βυζαντινής κληρονομιάς, η καχυποψία απέναντι στην Εκκλησία ως φιλοΑΕΚτζήδες παρέμεινε. Τα πολυλογώ, το ζήτημα είναι ότι ο Ολυμπιακός μου όρισε με αυτόν τον χαοτικό τρόπο, όπως όταν επιτιθόταν στα ’80, τα πολιτικό-θεολογικά πιστεύω (μετά έμαθα για Γόδα-Αναματερό και… κλείδωσαν -αν και όχι σε κομματικό επίπεδο- “προς τα εκεί”), με έσωσε από την Μεταπολιτευτίλα και την θρησκοληψία!
Ακόμα και αν έχω πλατιάσει επικίνδυνα, ωστόσο νιώθω αφήνω πολλά εκτός… Που ήμουνα; Ναι
–ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!
-Μπαμπά, ακούγονται μέχρι εδωωωω! ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!
-Μα σου είπα, αυτό είναι το γήπεδό μας. Έχουμε τους καλύτερους φιλάθλους και εδώ είναι το σπίτι μας.
Καλοκαίρι ’90 έχουμε πλέον μετακομίσει στην πρωτεύουσα, έχω πρήξει προφανώς να πάμε από το πρώτο ματς! Και κάποια στιγμή… γίνεται! Όμως… «Μην πάτε-Θα πάμε!-Θα με πεθάνεις, τουλάχιστον όχι στην 7 και έχουμε άλλα-Καλά-Θα προσέχετε;Θα προσέχουμε-Υπόσχεσαι;-Υπόσχομαι! (φιλί)». Άκουγα και δεν καταλάβαινα, γιατί να μην πάμε, και η μαμά Ολυμπιακός είναι!

Ένα τσιμεντένιο ερείπιο, καμία σχέση με το ΟΑΚΑ, πιο πολύ μου έμοιασε με το Μαρακανά στον Πύργο, στο πολύ μεγαλύτερο βέβαια. Όμως, είχε κάτι που δεν έμοιαζε με τίποτα από όσα ήξερα μέχρι τότε, ούτε από αυτά που έχω δει ως τώρα. Ήταν… ζωντανό! Από μακριά άκουγες τη βροντή των ιαχών, σου ερχόταν η ζωτική ενέργεια, ένιωθες στο μεδούλι ότι εδώ «ζει» κάτι τρομερό και υπέροχο, πλησιάζαμε και σαν φλέβες οι δρόμοι κοκκινίζανε από τον κόσμο του Θρύλου στα ερυθρόλευκα, ήμασταν και μεις μέσα στις αρτηρίες, να αιματώσουμε την τρομερή και παλλόμενη καρδιά του Ολυμπιακού!
Ήθελα να τρέξω κατά κει, ένιωθα τρομερό μαγνητισμό και τη γη να σειέται, με τραβούσε από το χέρι ο πατέρας μου, γιατί κοντοστέκεται; Γιατί καθυστερούμε; Και γιατί είναι σκοτεινιασμένος; Αφού πάμε στο γήπεδό μας με όλους τους Ολυμπιακούς! Κάνουμε σχεδόν τον γύρο του γηπέδου για να φτάσουμε στη θύρα μας, περνάμε τα τουρνικέ «προσοχή, σιγά-σιγά στα σκαλοπάτια»
Ε, και μπαίνουμε μέσα, καθόμαστε (και στα τσιμέντα…), από την καύλα μου δεν έβγαζα κουβέντα. Ελάχιστο αγώνα είδα, έμεινα με το στόμα ανοικτό με το πέταλο, διαγώνια αριστερά μου δε θυμάμαι άλλο από τους ημίτρελους με τα μακριά μαλλιά, τα κολλητά τζιν, σκαρφαλωμένους στα συρματοπλέγματα, να ξελαρυγγιάζονται. Αν αγαπούσα ήδη τον Ολυμπιακό, ερωτεύτηκα τον ατίθασο κόσμο του πετάλου του.
-Μπαμπά, γιατί δεν είμαστε και μεις εκεί;
-Εκεί είναι επικίνδυνα παιδί μου, το υποσχέθηκα στη μάνα σου.
-Γιατί, επειδή φωνάζουν και σκαρφαλώνουν; υπόσχομαι δεν θα σκαρφαλώσω.
-Όχι για αυτό… όχι για αυτό…
-Γιατί;
-…

Θυμάμαι και τα Μιγκ βέβαια, τους Σοβιετικούς Προτασώφ, Λιτόφτσενκο, Σάβιτσεφ (τους είχαμε ήδη δει σε φιλικό στην Ριζούπολη), ρελάνς για την απώλεια του Λάγιος. Θυμάμαι και την ένταση εκείνης της χρονιάς, με την “κλοπή” του Αποστολάκη, άλλη μία από τον Βαρδινογιάννη, το σκάνδαλο της επανάληψης στην Ρόδο… θυμάμαι και…
Δεν κάνουμε τον συνηθισμένο κύκλο μας για μπούμε στο γήπεδο
-Γιατί πάμε από δω μπαμπά;
-Θα δεις.
Στεκόμαστε μπροστά σε ένα περίεργο μνημείο, που δεν το έχω ξαναδεί.
-Ήρθαμε από νωρίς στο γήπεδο για να σου πω κάποια πράγματα. Πριν 10 χρόνια, ήσουν μωρό ακόμα, παίζαμε με την ΑΕΚ, κερδίσαμε 6-0…
-6-0;! Τους ξεσκίσαμε!
-Άκου και μη μιλάς!
Αγρίεψε, μαζεύτηκα (μα καλά, 6-0 την ΑΕΚ και είναι τσαντισμένος; Τι τσαντισμένος; Έχει σκοτάδια στα μάτια…).
-Τέτοιες μέρες περίπου ήταν, αλλά φεύγοντας ο κόσμος να πανηγυρίσει, δεν είχαν ανοίξει τα τουρνικέ στις πόρτες, στριμώχθηκαν όλοι, πέσαν κάτω, ποδοπατήθηκαν, δε μπορούσαν να αναπνεύσουν και πέθαναν… Πέθαναν 21 παιδιά, που ήταν στην θύρα την 7. Νέα παιδιά, ο μικρότερος λίγο πιο μεγάλος από σένα… Για αυτό περιμένουμε να φύγει ο πολύ κόσμος για να φύγουμε και μεις, για αυτό δεν έχουμε πάει ούτε μια φορά στο πέταλο που μου έχεις ζαλίσει τον έρωτα. Καταλαβαίνεις;
– Καταλαβαίνω… Ήσουν κι εσυ εδώ;
-Όχι. Εκείνη τη μέρα είχα υπηρεσία. Αλλά είμαι Ολυμπιακός, μέλος του Συνδέσμου και ήμουν κι εγώ εδώ, ήμασταν όλοι οι Ολυμπιακοί εδώ. Σίγουρα θα είχα βρεθεί άλλη φορά δίπλα με κάποια από τα παιδιά, μπορεί να είχαμε πει και καμιά κουβέντα ή να μου είχαν τρακάρει τσιγάρο… σε εκείνα τα σκαλοπάτια, -έστρεψε και μου έδειξε την 7- χάσαμε 21 αδέρφια εκείνη τη μέρα.
Βούρκωσε. Βούρκωσα, και ένας κόμπος στο λαιμό.
Γύρισα να κοιτάξω την θύρα 7… είδα να κατεβαίνω κι εγώ τα ματωμένα σκαλιά, ένιωσα να πνίγομαι μπροστά στα τουρνικέ, πάγωσε η ψυχή μου, ο χρόνος και ο τόπος έγιναν ένα. Πήραμε βαριά τα βήματα για τις θέσεις μας, σκέφτηκα τη μάνα μου, με τι φόβο μας έβλεπε να φεύγουμε. Αργότερα θα μάθαινα ότι φίλοι της είχαν τραυματιστεί σοβαρά και θα μπορούσαν να έχουν πεθάνει εκείνη τη μέρα. Μια τραγωδία που μένει αδικαίωτη, κουκουλώθηκε και αυτή όπως τόσα και τόσα, ένας λόγος παραπάνω να αντιστέκομαι τώρα στην συγκάλυψη του εγκλήματος στα Τέμπη.

Εκείνο το ματς βέβαια… Η ένταση εκείνης της χρονιάς είχε φτάσει αποκορύφωμα, η οργή πλημμύριζε τον αέρα, την έκοβες με το μαχαίρι. Μια σπίθα αρκούσε για τη φωτιά εκείνη τη μέρα, αυτοί ήρθαν με πυρσούς να μας κάψουν.
-Τι γίνεται μπαμπά; (Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο έξαλλο)
-Μας κλέβουν μπρος στα μάτια μας, το αγόρασε πάλι ο Ρίνγκο (Ρινγκο;;; Δε ρώτησα).
– Και γιατί κυνηγιούνται μέσα στο γήπεδο;
-Είναι λάθος, αλλά τους πνίγει το δίκιο.

Μιλάμε βέβαια για το Ολυμπιακός – Αθηναϊκός 2-2, το ντου και τις τιμωρίες που στέρησαν το πρωτάθλημα. Ένα από τα 2-3 σίγουρα που μας στέρησαν στα πέτρινα χρόνια. Εκεί σταμάτησε να θέλει να έρχεται πια γήπεδο λόγω «χουλιγκανισμού», νομίζω απλά ήταν δικαιολογία για το χέρι που του έβαλε η μάνα μου, ο παιδικός μου εαυτός βέβαια, κάπως γοητεύεται, να το θέσω ευγενικά. Κατάφερε να διαπραγματευτεί την επόμενη χρονιά το μπάσκετ – βόλεϊ και τα ρέστα, όπου μάλλον πούλησε στη μάνα μου αθάνατο ’87, μοντέρνο σχετικά ΣΕΦ και φίλαθλο πνεύμα οπότε και είμαστε συχνοί θαμώνες στην αναγέννηση στις αρχές ‘90. Ο Ξανθός και ο Ζάρκο, ο Ζάρκο και ο Ξανθός, σηκώνουν στις πλάτες τους τον οργισμένο λαό του Θρύλου, προσφέρουν υπερηφάνεια και παρηγοριά. Βάλσαμο για τα τραύματα της παράγκας του Καπετάνιου. Ο μπασκετικός μας κράτησε όταν ήμασταν παιδιά, και τα παιδιά δεν ξεχνάνε ποτέ. Τα Γιουγκοσλαβάκια, ο Αργύρης να το σηκώνει, Σιγάλας, Μπέρυ, Ρόυ, Φασούλας, ένα ΣΕΦ παλλόμενο και αυτό, που ίσως οι νεότεροι δεν μπορούν να φανταστούν πόσο «εύκολα» γινόταν καμίνι, πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά του Θρύλου και εκεί.

Ο βολεϊκός με Μουστακιδη–Τριανταφυλλίδη, Ντράγκοβιτς, Καζάζη και Αμαριανάκη, νίκη στο καμίνι του ΣΕΦ απέναντι στην πρωταθλήτρια ΤΣΣΚΑ, τραυματισμός Ρεημόντ Βίλντε πριν καν το ξεκίνημα με την πανίσχυρη Μεσατζέρο Ραβέννα, πρώτος τελικός Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος για τον Ολυμπιακό μας στο Φ4 του βόλεϊ, πρώτος χαμένος από τους πολλούς του Ολυμπιακού μας γενικά, τρια σερί F4 Πρωταθλητριών, μόλις το 1996 το τμήμα θα έφερνε τον πρώτο Πανευρωπαϊκό τίτλο του Συνδέσμου.

Πόλο με Βενετόπουλο–Βολτυράκη–Βλάχο (ο προπονητής μας πρόσφατα ντε) Αρώνη και είχα τόσο εντυπωσιαστεί που δοκίμασα να γίνω πολίστας, ομολογουμένως με την ίδια αποτυχία ως αθλητής κολύμβησης αμέσως πριν. Ή μπάσκετ. Ή ποδοσφαίρου. Αρκετά ε;
Όμως ο έρωτας με το πέταλο είναι αγιάτρευτος, θέλω να είμαι κι εγώ στην 7, μεγαλώνοντας κάπως, ως καλό παιδί και μαθητής, καταχράζομαι την εμπιστοσύνη των γονιών για να πάω σκαστός Καραϊσκάκη. Ψάχνουμε με τα αλάνια, πως να μπαίνουμε. Και αν δεν μπαίναμε με τον «θείο» διπλοί, αλλιώς θα περιμέναμε στο ’30, στο ημίχρονο, στο ’65, όποτε κάπνιζε του θυρωρού, να μας βάλει μέσα.
-Τι βαράς ρε;
-Κατεβείτε κάτω ρε κωλόπαιδα!
-Μα θέλουμε να έρθουμε και μεις!
-Που να έρθετε ρε, το χετε πει στις μάνες σας;!
Εφηβάκια, γαβριάδες, παραμονεύαμε τα πούλμαν στην Καβάλας, έξω από την Ανάσα, μήπως χωθούμε. Οι παλιοί δεν σήκωναν πολλά πολλά, πηγαίναν για μάχη, έπρεπε να γράψεις ώρες για να έχεις την τιμή να ακουλουθήσεις τον Έφηβο. Θα τις γράφαμε, σε ένα Καραϊσκάκης που έβραζε από οργή εκείνα τα χρόνια, αλλά και εντός Αττικής και θα ακολουθούσαμε εν καιρώ.
-Λοιπόν, αν δεν φτιάξεις ξανά τους βαθμούς σου, δε σου ξανακάνω πλάτες στη μάνα σου και κομμένο το Καραϊσκάκη.
– Ε;… εεεε… ποιο Καραϊσκάκη ρε μπαμπά, αφού…
– Άσε τα κοψομεσιασμένα σε μένα, ξέρω ότι πας, τι νόμισες;
-…
-Λοιπόν, βαθμοί ή κομμένο το γήπεδο, ξηγηθήκαμε;
-Ναι
Απλές κουβέντες, ξάστερες.
Τα χρόνια στο σχολείο περάσαν με τα πέτρινα στο ποδόσφαιρο, την αναγέννηση του μπάσκετ και την κυριαρχία στα άλλα. Ας μη γελιόμαστε βέβαια, το ποδόσφαιρο ήταν το σημαντικό και ο καημός και οι τσαμπουκάδες στα διαλείμματα, αν και το μπάσκετ έφτασε να είναι εκεί κοντά. Δεν είναι κάτι απλό. Πέρασα δέκα χρόνια, κάθε Δευτέρα σχεδόν με μαύρα πανιά στο σχολείο, να πρέπει να έχω ψηλά το κεφάλι, να κρατάω πιστά τα πανό και τη σημαία μας ψηλά, αρχικά εντάξει, σε γαύρικη επαρχία αλλά μετά σε ΑΕΚοκρατούμενη και μετά Παναθηναϊκοκρατούμενη γειτονιά, δακτυλοδεικτούμενος, και μόνη παρηγοριά το μπάσκετ, για αυτό καταλαβαίνω και το βαθύ πρόβλημα των «άλλων» 15-30 χρόνια τώρα. Ο Ολυμπιακός σφαζόταν, το αίμα έρεε στο χορτάρι, ήμασταν «εκεί» και δεν ξεχνάμε. Η σχολική καριέρα τέλειωσε με το σπάσιμο των πέτρινων χρόνων και τα παπόρια στο Λιμάνι να σφυρίζουν πανηγυρικά, με την ψυχή του Ίβιτς και εκατομμυρίων γαύρων να «είναι μέσα» στο Παπουτσέλειο…
![]()
…και την αποθέωση του Τριπλ Κράουν, η πρώτη από τις πολλές επόμενες που ο Ολυμπιακός μας θα ήταν Πρωταθλητής Ευρώπης, με τον σίφουνα Ντέηβιντ Ρίβερς υπο τον Ντούντα. Για κάθε «Ολυμπιακάκι» που ξεστομίζανε τότε οι «κιαρατάδες ούλοι», θα πληρώσουν 100 (και δεν είναι αρκετά) «νάνοι», «Κούλη» και «Κούλα». Έτσι είναι τα σχετικά μεγέθη μάγκες, καλό είναι να μην κρύβετε κανείς πίσω από το δάχτυλό του.

Στη ενηλικίωση και ως φοιτητής, είχα βέβαια περισσότερο χρόνο να αφιερώσω στον Ολυμπιακό. Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για τα χρόνια που βρισκόμουν στην περιφέρεια έστω αυτού που αποκαλούμε οργανωμένοι, απλά να πω ότι δύσκολα εξηγείς σε όποιον δεν το ξέρει την σύνδεση που αποκτάς μοιραζόμενος ένα σάντουιτς στα 4, τη μια πλευρά πούλμαν γιατί μπαίνει παγωμένη η βροχή από τα σπασμένα τα τζάμια στην άλλη, τα ατελείωτα χιλιόμετρα και την έκσταση να τραγουδάς για τον Ολυμπιακό Καραϊσκάκη και τα πέταλα της γης. Να σημειώσω μόνο ότι εκεί πρωτοείδα στην πράξη, ένιωσα κυριολεκτικά στο πετσί μου και αναλογίστηκα το τι και πως της αστυνομικής καταστολής, μαθήματα που φανήκαν πολλαπλώς χρήσιμα σε άλλες κοινωνικές δράσεις. Ο Ολυμπιακός, μου όρισε αυστηρά και εύστοχα τον ρόλο της αστυνομίας μέσα στην κοινωνία. Η οπαδική σκηνή βέβαια, με έχει απογοητεύσει πολλαπλώς, οι παλιοί της εφηβείας μου είτε απομακρύνθηκαν, δεμένοι με αναστολές, είτε έγιναν παρατρεχάμενοι και καβατζώθηκαν. Απλά. Οδήγησαν κάποια σκηνικά στην προσωρινή αποξένωσή μου με τον χώρο αυτό, ενώ και το ξεπλήρωμα των λογαριασμών της παράγκας του Καπετάνιου, μου καθόταν βαρύ, οπότε έκοψα γενικά -προσωρινά- το 2002. Μου αρκούσε το Παπουτσέλειο, δεν ήθελα καμιά συνέχεια, επιλέχθηκε, και υπό το βάρος της εν τοις πράγμασι νεοσυνειδητοποιημένης αυτονομίας της παράγκας, να πάμε σε κόλπα Παλαιάς Διαθήκης, και επειδή μιλάμε για σχετικά μεγέθη, μεγεθύνθηκε. Αυτό βέβαια είναι άλλη, μεγάλη κουβέντα, τι σημαίνει και τι είναι η παράγκα στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ στην Ελλάδα.
Σε μια άλλη εποχή λοιπόν, που έβρισκες εύκολα πολύ καλό ευκαιριακό μεροκάματο, τα ξόδευα όλα στον Ολυμπιακό, τις συναυλίες, τη μουσική και τα ταξίδια, συχνά σε συνδυασμό. Και τα χρόνια στο εξωτερικό, ακόμα περισσότερο. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη των συναδέλφων στην Γερμανία, που με είδαν να καταφθάνω για να δουλέψω με την εμφάνιση μέσα από το μπουφάν, με λάσπες ως το γόνατο, άυπνος, έχοντας φάει όλη τη νύχτα για να επιστρέψω με τα επαρχιακά νυκτερινά S-Bahn από το Λέβερκούζεν, μετά εκείνο το καταδικαστικό 2-0. Με Κόλλια; Με Κόλλια, πίστευα θα πάρουμε το διπλό να περάσουμε. Τέτοια αθωότητα, τότε, τώρα, και για πάντα.
Η εποχή είχε απόλυτη κυριαρχία στην Ελλάδα, με τον Κόκκαλη (αξίζει ένα κείμενο μόνος του, απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη που μας πήρε από τα σκατά για να μας κάνει κυρίαρχους, αλλά… αμέτρητα ράμματα για την γούνα του, σε σημείο που παράλληλα να νιώθω σχεδόν απέχθεια) να θέλει να ξεπεράσει Γουλανδρή, σφαλιάρες στην Ευρώπη, τα πέτρινα του μπάσκετ. Οι στιγμές με τον Ολυμπιακό αμέτρητες. Ποιες να ξεχωρίσεις; Τον Ζέτεμπεργκ να έρχεται καρφί πάνω σου να πανηγυρίσει στην Πάτρα; Ή τον Βασίλη τον Καραπιάλη (προσωπική αδυναμία), μετά το γκολ με ΠΑΟΚ; Ή το γκολ-λόμπα του Θεού Τζίο, εκεί που δεν πιστεύεις τι βλέπεις; Το γκολ του Τζόλε στα Φιλαδέλφεια, όπου πρέπει να έπαθα μίνι εγκεφαλικό; To 1-4 στην Λεωφόρο; Οι άμυνες και τα σουτ μπροστά στην τηλεόραση, τα ταξίδια εκτός, τα κομμένα γόνατα στο 2-2 του Βαλερόν ή στο 1-1 στο Τροντχάιμ; Η πίκρα και οι φωνές «πάμε ρε μάγκες για την πάρτη μας» στην τριάρα στη Λιλ, το ξέσπασμα του Γιαννακόπουλου; Ή οι μεγάλες βραδιές στο ΟΑΚΑ με Γκόγκα–Αλέκο ή μετά Στολτίδαρο, που για κάθε μία τους χρεωνόμασταν και μια 4άρα ή 3άρα από τις Βαλένθιες και τις Νιουκάστλ του κόσμου αυτού; Την 7αρα από τη Γιούβε, που δεν την είδα και δεν την έχω δει στο γήπεδο ή την τηλεόραση, με ενημέρωνε για ένα-ένα στη σκοπιά ο σκατοζέλας από το ΚΕΠΙΚ, την έχω δει μόνο στα μάτια των σύγαυρων φαντάρων, που δεν είχαμε ύπνο εκείνο το βράδυ. Τα ευρωπαϊκά πανηγύρια, το σπάσιμο της κατάρας με τον Σερ Τάκη;
Το Θρυλικό οδοιπορικό το 2009; ΠΑΣ–Ολυμπιακός, Αλκμάαρ–Ολυμπιακός, Παρτιζάν–Ολυμπιακός (μπάσκετ, τελικά δεν μπήκαμε), Αστέρας–Παρτιζάν (στο Μαρακανά Βελιγραδίου, τη χρονιά που κανονίστηκε για την επόμενη να ανέβουμε 150 γαύροι για το ντέρμπι), από Σάββατο σε Σάββατο 5.000 χιλιόμετρα (κάνω κι αρρωσταίνωωωω!…) με ένα Ροβερ 414, διασχίζουμε όλη την Ευρώπη για να δούμε τον Θρύλο παντού; Και εκείνη την Κυριακή Ολυμπιακός–Παναθηναϊκός μπάσκετ (νίκη) και μπάλα (τα πιστόλια του Μήτρογλου). Δέκα μέρες όλο Θρύλος.
Οι πίκρες μαζεύονται από το μπάσκετ, με το παράτημα από το Κόκκαλη και την αγαθή είσοδο των Αγγελόπουλων ενάντια στην εκτός-εντός αγωνιστικών χώρων πνιγηρή κυριαρχία των “άλλων”. Αλλά έχουμε συνέχεια των θριάμβων του Ερασιτέχνη, με δεύτερη Ευρωκούπα στο Βόλλεϋ αλλά και με άλλο ένα Πρωτάθλημα Ευρώπης, στο πόλο αυτή τη φορά!

Μετά, τα χρόνια του Μαρινάκη, να θέλει να μπει στο κάδρο με Σωκράτη, Νταϊφά και Γουλανδρή, αλλά αυτή τη φορά με πιο ευρωπαϊκό χρώμα. Γήπεδο στη μπάλα έκοψα ξανά μετά το χέρι του Μανιάτη στον τελικό με τον Αστέρα (τη φούρκα μου τότε παραλίγο να κολλήσω σε κολώνα με την μηχανή, όντας από αυτούς που “έφυγαν νωρίς για τον Ηλεκτρικό”), από διάφορες αιτίες, που είχαν να κάνουν με πέταλο και ιδιοκτησία. Στην ομάδα κοντά όμως-από μακριά έστω. Ή δίπλα, όταν ερχόντουσαν να με απαγάγουν να με πάνε με το στανιό σε κανά ντέρμπι ή μεγάλο ευρωπαϊκό στο Ναό. Η ομαδάρα του Ερνέστο, οι αποκλεισμοί Μίλαν, Άρσεναλ (με τη γκολάρα του Ξάδερφου Αραμπή), η υπόκλιση γιγάντων στο Ναό, περήφανη περπατησιά στη μοναδική στα παγκόσμια χρονικά πορεία με τα αδέρφια του Αστέρα, πριν την τριάρα βέβαια, στο Βελιγράδι. Επέστρεψα στο γήπεδο με το διαρκείας μου το καλοκαίρι του ’22, όταν μου ήρθαν κάποια μαντάτα συγκεκριμένα από τα Εμιράτα και όταν η ομάδα φαινόταν ανήμπορη να έχει ποιότητα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να είμαι εκεί για τον Ολυμπιακό μου. Και μαζί με τα 2-3 πέτρινα, με αξίωσε να είμαι εκεί για την Ευρωκούπα. Όπως αυτές που έφερε σε αυτή την εποχή η αναγέννηση του Ερασιτέχνη. Έχει από πριν όπως έγραψα ξεκινήσει η Αγγελοπούλεια Αναγέννηση στο μπάσκετ (και για αυτούς, γράφω αυτή την περίοδο), θα έβρισκε τοίχο στην ομαδάρα του Ζοτς και την πιο σκληρή παράγκα του ελληνικού αθλητισμού, στον Φάρο. Μέχρι την δικαίωση, που έμεινε λειψή. Ήρθε η απονενοημένη σκασιά στην Πόλη το 2012, που μας δώρισε το πεταχτάρι, όπως δώρισε την ασίστ ο Μπιλαρος ο Σπανούλαρος στον Γιώργαρο τον Πρίντεζη, μας αξίωσε να το δούμε ζωντανά. Η απόλυτη μπασκετική επικράτηση στο Λονδίνο με κόουτς Μπι. Τα ταξίδια για τα Φ4, μόνος με τη μηχανή το ’17 (υπάρχει συνοπτική περιγραφή κάπου στα σχόλια στο Biancorossi, – https://biancorossi1925.blogspot.com – χαιρετώ τα παιδιά), το προσκύνημα στο μνήμα του Ντούντα, δε ξεστρατίζω από το Ματωμένο Μονοπάτι του μπασκετικού.
Eres un buen campeon de causas perdidas
Προσκύνημα στο ξωκλήσι ενός Μπασκετικού και Ολυμπιακού Αρχάγγελου.
Δυο χρονιές στο Λουκι. Βελιγραδι
Δυο χρονιές στο Λούκι. Κάουνας
Πόσα και πόσα τραβήγματα για τον Ολυμπιακό, δεν χωράει ο νους, γράφω ότι σκάει ανάκατα στο μυαλό. Δεν είναι δίκαιο, μένουν τόσα έξω. Αυτά και τα άλλα, και όλα, που συνωμότησαν, που συνομολόγησαν την αδιανόητη κορύφωση. Ο Γολγοθάς, οι προσευχές στο Όρος των Ελαιών που εισακούονται, η Ανάσταση Νεκρών, μαζί με μας είδαν τον Θρύλο μας στον Τελικό, αι Γεννεαί Πάσαι του Ολυμπιακού μας παρούσες, ο μεγάλος γδικιωμός, το Ευρωπαϊκό Κύπελλο στην Αγια Σοφιά μέσα, όταν δεκαετίες βάρους φεύγουν από τους ώμους μας και… και γράφω και δεν μπορώ να συλλάβω μέσα στις λέξεις μου το μεγαλείο της 29ης Μαΐου 2024, ελπίζω κάποια στιγμή.

Εκείνη η βραδιά, με στρατηγό Μέντι, και (αξίζουν όλοι αναφοράς, με χρυσά γράμματα στη Μεγάλη Ολυμπιακή Βίβλο) φονιά Ελ Κααμπί, Αρχηγό Αρτίστα Φορτούνη, Κέρβερο Τζολάκη, Βράχο Ρέτσο, όπου αποφασίστηκε ότι ο Σύνδεσμος θα περπατήσει, θα πάμε όλοι μαζί, προς στα εκατοστά γενέθλια ως Κυπελλούχος Ευρώπης στο ποδόσφαιρο.

Και μην ξεχνάμε, ως πρωταθλητής Ευρώπης στους Εφήβους, ο Έφηβος, βέβαια.

Ανατρέχω λοιπόν στην προσωπική μου σχέση με τον Ολυμπιακό. Και έχω πολυλογίσει για τα παλιότερα, είναι γιατί γράφοντάς τα τώρα τα θυμάμαι και… κοντοστέκομαι με συγκίνηση. Συγκινούμαι διότι συνειδητοποιώ ότι ήταν -είναι- μια ισχυρή πλευρά της σχέσης με τον πατέρα μου, που έχω χάσει – είναι δίπλα μου στην κερκίδα και μπροστά στην τηλεόραση. Πέρα από γονιός και παιδί, είμαστε εν Ολυμπιακώ αδέλφια. Έχουμε τον Σύνδεσμο να μας ενώνει. Τον έχω, σκέφτομαι μαζί μου, στο Νέο Καραϊσκάκης, στα Φ4 των Αγγελόπουλων, πανηγυρίσαμε μαζί το πρώτο το Ευρωπαϊκό στο ποδόσφαιρο, όπως είχαμε αγκαλιαστεί χοροπηδώντας το ’96 για το βόλεϊ και το ’97 για το μπάσκετ, όπως μας μαστίγωνε στο πρόσωπο το ανεμόβροχο, καθώς έπαιρνε την μπάλα από τον Ελευθερόπουλο να τη στρώσει στον Κόντε. Ο πατέρας μου… Ένας γελαστός άνθρωπος, δύσκολα πίστευες ότι ήταν στρατιωτικός, που θύμωνε βέβαια και τσακωνόταν για τα πολιτικά με τους δεξιούς, αλλά τέλος πάντων κράταγε μια συνομιλία. Μη του την έμπαινε όμως παναθηναϊκάκιας, γινόταν … τούρκος! Εσωτερικός μετανάστης από τα 18, προφανώς έλεγε ότι είναι Ολυμπιακός, ήρθε στη πρωτεύουσα τα χρόνια του Μπούκοβι… κλείδωσε. «Ο Μπούκοβι, ο πατέρας μας» θυμόταν και απαριθμούσε απέξω ενδεκάδες και σκόρερ και ημερομηνίες και περιέγραφε φάσεις που είχε ζήσει σα να συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή ξανά μπροστά του. Καλά εδώ το έκανε ακόμα και αν τους τις είχαν περιγράψει άλλοι! Ανδριανόπουλοι, Υφαντής, Ρωσίδης, Θεοδωρίδης, Υβ, Γιατζόγλου, Δεληκάρης, Γουλανδρής, Σιδέρης, Καστρινάκης, Διάκουλας, το ρολόι του Παλοτάι και ο αποκλεισμός από Άντερλεχτ, η υπόκλιση του Άγιαξ, τα περιέπλεκε όλα για να δοξάσει τον Έφηβο. Αργότερα θα μάθαινα για τις μαντραπήδες από το Καβούρι και την Σχολή, για να πάει Καραϊσκάκης να δει του Μπούκοβι την ομαδαρα. «Τον διώξαν οι χουντικοί, σίγουρα έβαλαν το χέρι τους και οι βαζέλες, δε μου το βγάζεις από το νου, δεν αντέχαν να τους γαζώνουμε». Πως να μη πιστεύω μικράκι ότι τον Κοσκωτά τον έφαγαν οι βαζέλες μετά εγώ;
Ανατρέχω στις αδερφικές φιλίες που έχω χτίσει, και συνεχίζω να χτίζω, παρόλο που στην 5η δεκαετία της ζωής είμαι ήδη καλυμμένος, και περήφανος, για τις φιλίες μου, την «επιλεμένη οικογένειά» μου. Τα παιδιά της γειτονιάς μου που κρατήσαμε τα κασκόλ και τη σημαία μας ψηλά στα πέτρινα χρόνια μέσα σε πράσινη περιοχή και άλλοι από τα παλιά και τώρα τα παιδιά εδώ της προσπάθειας που κάνουμε στο RedPointGuard. Να μοιραζόμαστε την φωνή, την ανάσα, το άχτι, την προσμονή, τις χαρές και τις λύπες, την έξαψη, το φούρκισμα και την έκσταση που χαρίζει ο Ολυμπιακός. Είναι, μετά τις οικογενειακές, η μακροβιότερη και πιο σημαντική σχέση στη ζωή μου, ο «ντρανός συγενής» μου, μέλος της οικογένειάς μου και Σύνδεσμος που με συγγενεύει με κάθε καρυδιάς καρύδι, καλό-κούφιο δεν έχει σημασία, το υποδέχομαι με μια μεγάλη αγκαλιά στην πρώτη γνώρα. Μετά, βέβαια, κρίνεται πιο αυστηρά, έχω μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους σύγαυρους, από ότι από τον κάθε τυχάρπαστο. Για αυτό και γίνομαι πικρόχολος και δυσάρεστος όταν κατακρίνω Ολυμπιακά πρόσωπα και πράγματα. Στον Ολυμπιακό οφείλω, οφείλουμε πολλά, ζητάει ό,τι μπορείς και επιστρέφει περισσότερα. Αφιερώνω, έκων-άκων, στην ζωή μου περισσότερο χρόνο να σκέφτομαι, να νιώθω Ολυμπιακός, ίσως από οτιδήποτε άλλο. Ο Ολυμπιακός με διάλεξε και τον διάλεξα, στου Μοίρα ορίστηκε αυτή η Μοίρα. Δεν με κάνει καλύτερο, ούτε χειρότερο, ούτε διαλεχτό, με κάνει ίδιο και διαφορετικό με κάθε άλλον, όσο μπορεί να κάνει διαφορετικό το τι ζεις μαζί με μια συγκεκριμένη ομάδα και τους οπαδούς της. Όσο προχωράει η ζωή, ο “επαγγελματισμός” και η εμπορευματοποίηση είναι κάτι που μου κάθεται πολύ στραβά, προσπαθώ να κρατώ όσο ρομαντισμό χωράει σε αυτές τις στεγνές εποχές.
Δεν ξέρω τι είναι ο Ολυμπιακός για όλους σας. Για τον καθένα φαντάζομαι είναι κάτι διαφορετικό, άλλωστε η σχέση με ένα σύλλογο (για μας, Σύνδεσμο) είναι εν πολλοίς στο φαντασιακό επίπεδο, που όμως μπορεί να μεταφράζεται σε σκληρή υλική πραγματικότητα, να επηρεάζει απόφάσεις και πορεία ζωής. Σε μια ζήση που έχω αποφασίσει με ζόρικη αυστηρότητα να ορίζω με το νου, με την απόδειξη, ο Ολυμπιακός, πέρα από «οικογένεια» είναι το κομμάτι μου που ορίζεται, παραδίδεται ανακουφιστικά στο θυμικό, στην πίστη, είναι η παιδικότητά μου, μια γλυκιά πατρίδα των συναισθημάτων μου, αν πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια.
Τη ζωή μου όρισα να θρυλώ τον Ολυμπιακό.

