…Α, δειλινά, τίγρεις και λάμψεις
του μύθου και του έπους,
α, το πιο πολύτιμο χρυσάφι, η χαίτη σου
που λαχταρούν ετούτα εδώ τα χέρια…
(Χ. Λ. Μπόρχες, Το χρυσάφι των τίγρεων)
«Πριν από λίγο ανακοίνωσα στους προέδρους ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής μου…».
Ο ήλιος χτυπάει κατακέφαλα κι ο ιδρώτας στάζει από παντού, η θερμοκρασία έχει προ πολλού ξεπεράσει τους 40°C τούτη τη ζεστή μέρα, τέλη του Ιούνη. Με δυσκολία προσπαθώ να συγκεντρωθώ σε αυτό που διαβάζω.
«…Το μπάσκετ μου χάρισε ένα ανεπανάληπτο ταξίδι γεμάτο από έντονες στιγμές και μεγάλες συγκινήσεις. Μου έδωσε τα πάντα και του έδωσα τα πάντα…».
Το πόδι μου στη αριστερή κνήμη αρχίζει να μουδιάζει. Συνεχίζω να διαβάζω αναστατωμένος την ανακοίνωση.
«…Ο Ολυμπιακός αποδείχτηκε το πεπρωμένο μου και το πιο όμορφο λιμάνι μου… Φεύγω περήφανος για όσα σπουδαία κατακτήθηκαν αλλά και για όσα μετά από σκληρή μάχη χάθηκαν. Πάνω απ’ όλα φεύγω γεμάτος, γιατί έζησα περισσότερα απ’ όσα ονειρεύτηκα…».
Ακούω έναν βρυχηθμό; Νιώθω την παρουσία της τίγρης μετά από καιρό;
«…ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΟΛΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠΑΝΟΥΛΗΣ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΜΠΑΣΚΕΤ…».
Ο πόνος στο πόδι μου πλέον γίνεται αφόρητος. Η τίγρη στέκεται και πάλι δίπλα μου…
Την τίγρη την πρωτοείδα όχι στου Μπόρχες τις περιπλανήσεις, μήτε και σε τσίρκου αμμουδερό αλώνι. Μπροστά μου την είδα ζωντανή. Πάνε κοντά σαράντα χρόνια από τότε στο νησί, στο σπιτάκι του πάππου που, πέτρα-πέτρα, το ‘χτισε με τα χέρια του σε μια ερημιά. Χωρίς δρόμο, νερό, τηλέφωνο, ηλεκτρικό. Τόσο αγαπούσε τον κόσμο και άλλο τόσο τον φοβόταν; Όχι! Τον έβλεπε από απόσταση τον κόσμο, τον ζύγιζε καλύτερα. Έβρισκε συντροφιά τη μοναξιά του, τις αναμνήσεις του, τα τσιγάρα τα άφιλτρα, το ραδιοφωνάκι με τις μπαταρίες. Ανήμερο θεριό κι εκείνος, άπιαστος, Αγία Παπαδιαμαντική μορφή. Συντροφιά του εγώ, τα καλοκαίρια μονάχα. Ψάρεμα, κουβέντα, περίπατο στα βουνά. Μάθαινα για τους ανθρώπους, χωρίς να χρειαστεί να ζω δίπλα τους. Μα περισσότερα μάθαινα για μένα. Δεν το καταλάβαινα τότε. Ήταν αρκετό να νιώθω το χέρι μου μέσα στην σφιχτή παλάμη του πάππου, να νιώθω το βλέμμα του. Μου έφτανε που έπαιζα με το νερό, που κολυμπούσα, που ψάρευα, που πλάγιαζα ακούγοντας ιστορίες σαν παραμύθια, που ξυπνούσα με τα κουδούνια από τα κατσικάκια. Κυρίως λάτρευα τις βόλτες στο αμπέλι, να παίζω ανάμεσα στα κλήματα.
Μέχρι εκείνη τη μέρα που ένιωσα ένα φριχτό πόνο στο πόδι. «Πάππου πονάω». Θυμάμαι την ταραχή του. Θυμάμαι να κρατάει ένα φτυάρι. Θυμάμαι να το κατεβάζει με δύναμη προς το φίδι. Μου έδεσε γρήγορα το πόδι. Με πήρε αγκαλιά και με τα πόδια ξεκινήσαμε. «Μιχάλη να είσαι δυνατός». Ξεκίνησε φορτωμένος με μένα μια διαδρομή πέντε χιλιομέτρων, μέσα από το κακοτράχαλο μονοπάτι. Θυμάμαι τον ήλιο να με καίει, τον πόνο στο πόδι, τη σφιχτή αγκαλιά. Ένιωθα να θέλω να κοιμηθώ. «Μιχάλη μείνε ξύπνιος». Τότε την πρωτοείδα την τίγρη. Με το χρυσάφι στη χαίτη της και το περήφανο βλέμμα της. Ναι, είμαι σίγουρος. Περπατούσε δίπλα μου συνέχεια και έγινε ο «βρυχηθμός της το άσμα μου», κι έγινε ο γέρος πάππους η τίγρη μου και έγινε η τίγρη η αναπνοή μου…
Ώσπου πέρασε κι αυτό. Τα χρόνια άρχισαν να κυλούν, αλλά η τίγρης έμεινε. Σε όλη τη νιότη μου, η τίγρης η περήφανη ήταν δίπλα μου. Στο πρώτο ραντεβού, στο πρώτο φιλί, στις εξετάσεις, στον πόνο, στην απώλεια… « να μου δίνει την προβιά της για να τηνε φορώ..». Και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Δεν την ξανάδα. Η τίγρη αποστρέφεται τον άνθρωπο. Την έχει πληγώσει βλέπετε πολλές φορές. Τον μικρό Μιχάλη τον αγαπούσε μάλλον. Ένιωθε ότι τον προστάτευε κι αυτόν από τους ανθρώπους τους μεγάλους. Αλλά όχι, όχι τον μεγάλο Μιχάλη. Ήταν κι αυτός θηρίο-άνθρωπος φαντάζομαι στα μάτια της. Έμαθα να ζω σιγά σιγά χωρίς αυτή.
Αλλά η τίγρη δεν είχε κλείσει τα τεφτέρια της με την αφεντιά μου. Ήταν 1η Σεπτέμβρη του 2006. Καθιστός στην πολυθρόνα του σαλονιού. Μεσημέρι και ο ιδρώτας κυλάει σε όλο μου το σώμα. Λίγο από τη ζέστη, περισσότερο από την προσπάθεια της Εθνικής απέναντι στην Dream Team, μα ακόμα περισσότερο από τις κόρες μου. Έχουν κουλουριαστεί πάνω μου και παρακολουθούν απορημένες τον πατέρα τους, πότε να μουγκρίζει, πότε να πανηγυρίζει. Και στην τηλεόραση ΑΥΤΟΣ, να επιτίθεται συνεχώς. «Μπαμπά, καλός παίκτης αυτός ο Ισπανούλης (sic!!!);» ψέλλισε η 6χρονη μικρή κόρη. «Ναι, επιτίθεται σαν τίγρη» της απάντησε η 8χρονη μεγάλη… Τίγρη; Η δική μου τίγρη; Κοίταξα την οθόνη μαγεμένος. Μα είναι δυνατό να είναι ΑΥΤΟΣ η τίγρη μου;
Δεν ξέρω τι συναπάντημα των άστρων γέννησε τον Βασίλη Σπανούλη. Δεν υπήρχαν μάγοι με δώρα. Τα δώρα τα κέρδισε. Ούτε φωτεινά άστρα να δείχνουν το δρόμο. Τα δημιούργησε κι αυτά. Δεν τον μεγάλωσαν θεοί αλλά σίγουρα μεγάλωσε σε ευλογημένη οικογένεια. Την δική του τίγρη την είδε από πολύ νωρίς. Είχε σκουρόχρωμες ρίγες. Δεν ήταν χρυσή αλλά πορτοκαλί. Την αγάπησε από την πρώτη στιγμή «με ένα πάθος χαρτοπαίκτη». Στάθηκε δίπλα της πρώτη φορά και κάποιος τέτοιος στίχος θα ακούστηκε στην ψυχή του:
«Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει καιρό με τον καιρό»
Και την φίλιωσε ο Βασίλης και την έμαθε να ζει μαζί του. Και φόρεσε την πορτοκαλί προβιά της και έκανε το βρυχηθμό της παιχνίδι, ΤΟ παιχνίδι του, και το βλέμμα της, ΤΟ βλέμμα του. Και έγινε ο ίδιος το μπάσκετ. Στην Eθνική διέπρεψε, στον Παναθηναϊκό του Obradovic γαλουχήθηκε, στo ΝΒΑ δυνάμωσε.
Αλλά η τίγρη όμως ξέρει, και θεά-τίγρη του μπάσκετ ξέρει ακόμα περισσότερα, Η δική της ψυχή, το δικό της το πορνείο κρύβεται, στην ψυχή του Μεγάλου Ολυμπιακού. Και «ο ποιητής είδε στον αιώνα του» τον Βασίλη Σπανούλη να περπατάει πλάι στον Θρύλο. Και γίναμε όλοι οι μπασκετόγαυροι μάρτυρες. Αυτή η τίγρη είναι που άρχισε να μας δοκιμάζει, αυτή να μας με γεμίζει. Γίναμε όλοι θεατές, συμμέτοχοι, σε μια φρικαλέα, υπερβολική δύναμη. Μάθαμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από αυτή. Αρχίσαμε να μετράμε το χρόνο, τον δικό μας χρόνο μέσα από τον Βασίλη Σπανούλη. Νοσηλεύτηκα, όχι το 2011 αλλά, τη χρονιά που μας απέκλεισε η Σιένα. Έκανα πρόταση γάμου πάνω στο παρκέ του Sinan Erden τρέχοντας δίπλα στο αρχηγό, πασάροντας μαζί του στον Πρίντεζη. Ήταν η τίγρης μου και δώσαμε μαζί το δαχτυλίδι. Γέννησα το γιό μου στο Λονδίνο, του έφερε ο Βασίλης το πρώτο δώρο του. Είδα την μεγάλη μου κόρη μου να πετυχαίνει στις πανελλαδικές στον ημιτελικό στη Μαδρίτη. «Μπαμπά τα κατάφερα σαν τον Ισπανούλη». Τη μικρή μου κόρη στην Κωνσταντινούπολη να φωνάζει βγαίνοντας από το εξεταστικό κέντρο «Είμαι τίγρης κι εγώ». Το δικό μας βέλος του χρόνου. Οι φυσικοί μετράνε το χρόνο με τη διαστολή του σύμπαντος. Οι απλοί άνθρωποι με βάση την κούραση λένε. Εμείς οι μπασκετόγαυροι μετράγαμε το χρόνο με τους δρασκελισμούς της τίγρης μας, από τα χτυπήματα της μπάλας στο παρκέ από τα χέρια της, από τις τροχιές που σχημάτιζαν τα σουτ του…
Το παιχνίδι του Βασίλη Σπανούλη είναι μια άλλη ιστορία. Βασικά είναι η ίδια η μπασκετική ιστορία της εποχής μας. Δημιούργησε ιδέες, τρόπο, ύφος, μέθοδο. Ανέθρεψε μπασκετικά παιδιά. Δημιούργησε πάθη. Σφράγισε μια εποχή. Το μπασκετικό έτος του τίγρη που ανέτειλε την πρώτη μέρα που έπιασε τη μπάλα στα χέρια του και τελείωσε… δεν ξέρω πότε τελείωσε να πω την αλήθεια. «Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μπάσκετ με τον τρόπο που το καταλαβαίνει ο Σπανούλης», «όταν μπαίνει στα αποδυτήρια ντρεπόμαστε να μιλήσουμε», «το ένα 7 για μένα και το άλλο για τον Σπανούλη» και φυσικά «ο πιο μεγάλος εργάτης». Όχι αγαπημένε Ντούντα. Η τίγρη η ανεμόεσσα είναι ο Bill. Και ξέρετε ποιο είναι το μαγικό από όλα; Το μπάσκετ του ήταν τέλειο, μέσα στην απλότητα του.
«…Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾽ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας…»
βροντοφώναξε ο Περικλής, μας λέει ο Θουκιδήδης. Υπηρέτησε την απλότητα ο Σπανούλης χωρίς περιττές φιοριτούρες, τόσο μέσα στα γήπεδα, όσο και έξω από αυτά. Και εγώ εκεί, μέσα από μια οθόνη, κάποτε από ένα κάθισμα από μακριά, να θαυμάζω την τίγρη να εξουσιάζει το παιχνίδι, να στοιχειώνει τα συναισθήματα μας σε μια εικόνα, εικόνα –τώρα που το σκέφτομαι– αλλόκοτη, σαν υπνωτιστική ταλάντωση ενός εκκρεμούς μεταξύ μιας ζωντανής παραίσθησης και μιας πραγματικότητας.
Μα η δική μου τίγρη «…Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου…». Έγραψα πολλά για εκείνη σε παλιότερα κείμενα. Κάποτε μπήκε σαν φάντασμα στην σκέψη μου, δείχνοντας το παρόν, το παρελθόν, και το μέλλον της ομάδας ή μου έκανε παρέα σε ένα λαβύρινθο δυσκολιών του Ολυμπιακού. Άλλοτε βρέθηκε δίπλα μου σε μια στολισμένη βιτρίνα σαν πατέρας, σαν γιος, και πάντα ήταν εκεί στο δικό μου Πορνείο, να κρατάει την μπαγκέτα της ερυθρόλευκης καρδίας μου. Ξέρετε κάτι; Ο Σπανούλης υπήρξε τεράστιος διότι γέννησε τεράστια συναισθήματα μέσα μας. Όχι σε όλους μπορεί. Την τίγρη δεν έχουν όλοι το προνόμιο ή την κατάρα να την αντικρίσουν ελεύθερη μπροστά τους. Τον ευλόγησε το άγριο αυτό θηλαστικό με την συντροφιά του, ίσως αυτό το ίδιο ζώο, αυτό της νιότης μου που δεν κατάφερα να κρατήσω δίπλα μου. Ίσως να μας δένει αυτή η τίγρη με μια κοινή μοίρα…
Ήρθε ο τίγρης ο πραγματικός ή αυτός της φαντασίας, απ’ τα όνειρα πλασμένος, μέσα από τις κάθετες αραδιασμένες ερυθρόλευκες ραβδώσεις με τον Έφηβο στο στήθος, να προσπαθώ να τον ξεδιακρίνω αλαφροπάτητο να πλησιάζει. Έτσι άρχισε σιγά-σιγά, μες απ’ τα δάση της νυκτός, μέσα από μεγάλα ή μικρά παιχνίδια, από μεγάλες χαρές ή πικρές αποτυχίες, να ξεπροβάλλει για να κατασπαράξει τα όνειρά μου. Πάντα έρχεται διστακτικά αχνοπατώντας, σαν ελαφρό ψιθύρισμα του αέρα, μ’ όλη την τρυφερότητα του αμνού στο βλέμμα. Πάντα έρχεται, έρχεται ασταμάτητα, με μάτια πύρινα κι υγρά, φωτεινός κι αστραποβόλος. Γιατί, όπως έλεγε κι ο Τσέστερτον, « ακόμα κι αν τον ελευθερώσεις απ’ τις ράβδους που τον κρατούν φυλακισμένο, να τον ελευθερώσεις δεν μπορείς από τις πυρόμαυρες ραβδώσεις του κορμιού του». Γιατί αυτός είναι ο Βασίλης Σπανούλης. Φυλακισμένος για πάντα στο μπασκετικό του παλάτι. Ευλογημένος να ζει με μια τίγρη μέσα του αλλά και καταραμένος να τον σιγοτρώει. Το μπάσκετ είναι η ζωή του ο παράδεισος και το βάρος του…
Όσο για την δική μου τίγρη… Την είδα εκείνη τη μέρα στο πρόσωπο του πάππου, στο δάγκωμα του φιδιού, στις γυναίκες που αγάπησα, στα παιδιά που μεγάλωσα… Την είδα στα μάτια του Βασίλη Σπανούλη. Τον είδα να ζωντανεύει την τίγρη που από παιδί ονειρεύομαι, σίγουρα υπάρχει και μες στον τίγρη που ονειρεύτηκαν πολύ πριν από μένα οι μύθοι, η φαντασία, η ποίηση κι η πίστη των ανθρώπων κι, όσο και αν τον ψάχνω στης φαντασίας μου τους σκοτεινούς λαβύρινθους, ξέρω πως θα ’ρχεται μόνο όταν αυτός θελήσει, σαν την πνοή του ανέμου αλαφροπάτητος, φλογισμένος, μ’ όλη την ανείπωτη τρυφερότητα του σπαραγμού στο βλέμμα. Αλλά ρε τεράστιε Βασίλη είναι ωραία η ώρα της ανατολής, θα αστράφτουν πάλι τάχα τα ματάκια σου;
Σε ευχαριστώ για όλα…
«…Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι, καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα που θα επιτεθεί…»