Ο Ρομαντισμός έχει προ πολλού εγκαταλείψει και τον χώρο τον σπορ, και πιο συγκεκριμένα τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το πόσο υπήρχαν το πνεύμα και τα ιδεώδη του Ολυμπισμού στην αρχαιότητα είναι αμφίβολο, γιατί πάντα κρύβονται πηγές που δεν έχουμε ανακαλύψει, οι οποίες θα μας προσφέρουν μια άλλη οπτική στα τεκταινόμενα του τότε. Το σίγουρο είναι ότι οι σημερινοί διακρίνονται από πλήρη εμπορευματοποίηση, κυριαρχία των χορηγών και αρκετή διαφθορά. Η ψήφος των λεγόμενων Αθανάτων που αποφασίζουν για το που θα γίνουν οι Ολυμπιακοί αγώνες, δεν κρίνεται σαφώς μόνο από αντικειμενικά κριτήρια, αλλά εξαγοράζεται και οικονομικά. Κάτι που είναι φανερό σε διοργανώσεις όπως αυτές έχουν που έχουν δοθεί για παράδειγμα στο Κατάρ (το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου και το Παγκόσμιου πρωτάθλημα ποδοσφαίρου), το Μουντιάλ του 2006 με την βοήθεια δανείου της adidas προς την Γερμανική επιτροπή διεκδίκησης που πιθανότατα έπεισε τους Ασιάτες να ψηφίσουν υπέρ της Γερμανίας τότε. Για να μην ασχοληθούμε με τις πάρα πολλές υποψίες αλλά και επιβεβαιωμένες περιπτώσεις, που είχαμε αθλητές να πιάνονται ντοπαρισμένοι σε διάφορα αθλήματα. Περιπτώσεις τόσο στον σοσιαλιστικό όσο και στον ας τον πούμε καπιταλιστικό αθλητισμό, με τελευταίο δείγμα της Ρωσίας, που λόγω του σκανδάλου συστημικού ντόπινγκ από το Ρωσικό κράτος, από την περίοδο 2012 έως το 2015 δεν είχε ομάδα στίβου στους Ολυμπιακούς του 2016. Εξαιτίας μάλιστα της μη πλήρους συμμόρφωσης της, δεν μπορούσαν ακόμα και φέτος οι αθλητές της να αγωνιστούν υπό την σημαία της Ρωσίας, παρα μόνο με αυτή της Ολυμπιακής επιτροπής, χωρίς την δυνατότητα να ακούσουν τον δικό τους Εθνικό ύμνο σε περίπτωση που κέρδιζαν χρυσό.
Δυστυχώς για εμάς τους Έλληνες, νιώσαμε μια επιπλέον αρνητική πτυχή των Ολυμπιακών αγώνων αναλαμβάνοντας μια διοργάνωση με μεγάλο κόστος, αλλά και χωρίς πραγματική δυνατότητα να αξιοποιηθούν όλες αυτές οι εγκαταστάσεις που χτίστηκαν ή βελτιώθηκαν για χάρη της διοργάνωσης. Δύο πράγματα όχι αναπάντεχα να συμβούν για κάποιον που βρίσκεται περισσότερο από λίγες ημέρες και εβδομάδες στην Ελλάδα κ όχι σαν τουρίστας. Μια χώρα που μπορεί να θεωρηθεί εναλλακτικά και ως χώρα των τρωκτικών στο φάγωμα οικονομικών πόρων, που κατάντησε διαβόητη στην οικονομική διαχείριση, μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που ασφαλώς προσφέρει πλεονεκτήματα. Αλλά όπως και κάθε τέτοιος οργανισμός, δεν έχει πρώτο μέλημα την ευημερία των κρατών και δη των ασθενέστερων όπως καλή ώρα εμείς, αλλά την προώθηση των συμφερόντων των μεγαλοεπιχειρηματιών μέσω της μεγαλύτερης αγοράς που δίνει ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος, αλλά και τις μεγαλύτερες ευκολίες φοροδιαφυγής μέσω φορολογικών παραδείσων και λοιπών άλλων διεξόδων.
Εδώ όμως δεν είναι χώρος για πολιτική ανάλυση. Για αυτό καλύτερα να επιστρέψουμε στους αγώνες, που λόγω covid-19 έγιναν για πρώτη φορά γενικώς κεκλεισμένων των θυρών. Για πρώτη επίσης μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν μετά από πέντε και όχι τέσσερα χρόνια όπως συνήθως, επηρεάζοντας έτσι και τους επόμενους που θα έρθουν σε μόλις τρία έτη στο Παρίσι. Οι Ολυμπιακοί παραμένουν όμως ένα μεγάλο αθλητικό και πολιτιστικό γεγονός. Αποτελούν θα λέγαμε στην ουσία όλα τα παγκόσμια πρωταθλήματα μαζί σε λίγες ημέρες στο ίδιο μέρος, και με τους καλύτερους αθλητές του κόσμου. Έστω και με μερικές εξαιρέσεις σαν αυτών του 1980 και του 1984 που έπεσαν θύμα του ψυχρού πολέμου, με το μποϊκοτάζ από την κάθε πολιτική πλευρά στους αντίστοιχους αγώνες του ταξικού εχθρού. Και βεβαίως με την εξαίρεση του ποδόσφαιρου που δεν είναι διατεθειμένο να αφήσει την κότα με τα χρυσά αυγά του Μουντιάλ στην ΔΟΕ, επιτρέποντας ομάδες μόνο 3 μεγαλύτερους των 23 ετών να έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στο ποδοσφαιρικό ανδρικό τουρνουά.
Το μπάσκετ πάντως έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Έλληνα φιλάθλου στους Ολυμπιακούς αγώνες, ως μια βασική επιλογή χωρίς να τον επηρεάζει το γεγονός ότι οι συμμετοχές της Εθνικής ήταν όλες και όλες τρεις, το 1996, το 2004 και το 2008, κερδισμένες οι 2 εντός Ελλάδας, και την ενδιάμεση να είναι στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Λογικό, γιατί ο Έλληνας φίλαθλος σαν σταθερά θα βλέπει το Πόλο που δίνει συνεχόμενα το παρόν σε όλες τις Ολυμπιάδες από το 1980 και μετά, και τον Στίβο που είναι ο βασιλιάς των αγώνων, δίχως ουσιαστικά τον πραγματικό Βασιλιά των Σπορ το ποδόσφαιρο. Δεν σημαίνει όμως ότι ανέπτυξε ξαφνικά αθλητική παιδεία. Παρακολουθεί απλά κάπως περισσότερο κάποια από τα αθλήματα που έχουν διακρίσεις για Έλληνες αθλητές, από την Άρση Βαρών παλιότερα μέχρι τον Πετρούνια και τον Ντούσκο στην Ολυμπιάδα της Ιαπωνίας. Είναι όμως τουλάχιστον μια πρόοδος που ο Ελληνικός αθλητισμός, παρόλα τα λίγα μετάλλια που κατέκτησε, έχει εξαίρετους χαρακτήρες σαν τον Αντετοκούνμπο, την Στεφανίδη και τον Πετρούνια. Ξεφεύγωντας σιγα-σιγα από γραφικότητες περί Ελληνικού dna ψυχής, καρδιάς και αθλητές στίβου που συμμετείχαν σε λίγους αγώνες ώστε να μην τους πιάσουν οι δαγκάνες του ντοπινγκ. Έχει να επιδείξει επίσης τον Τεντόγλου να παραδέχεται ανωτερότητα αντιπάλου και ας κέρδισε, και την Εθνική Πόλο εκτός της αγωνιστικής επιτυχίας, να διαχειρίζεται υποδειγματικά την δύσκολη κατάσταση πίσω την πατρίδα σε επίπεδο δηλώσεων και σε χρηματικό, με το μισό ποσό του πριμ από τον Βαγγέλη Μαρινάκη να το δίνουν οι Έλληνες πολίστες για τους πυροπαθείς. Σίγουρα όμως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια προσπάθεια της Εθνικής μπάσκετ με μπροστάρη τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, που χωρίς υπερβολή, ίσως θα ήταν, αν όχι ο πιο εμπορικός, ανάμεσα στους 10 δημοφιλέστερους αθλητές των αγώνων, δίνοντας μια έξτρα πικάντικη γεύση στην παρακολούθηση των Ολυμπιακών αγώνων. Δεν έμελλε όμως να δούμε κάτι τέτοιο. Και ας προέκυψε μια ευκαιρία μεγαλύτερη για την Εθνική μας από ότι θα φανταζόταν πολλοί πριν την διεξαγωγή των προολυμπιακών τουρνουά σε Καναδά, Σερβία, Λιθουανία και Κροατία.
Προολυμπιακά Τουρνουά
Αντικειμενικά η Ευρωλίγκα έχει προοδεύσει, με το σύστημα της κανονικής περιόδου όλων εναντίων όλων να έχει κατορθώσει περισσότερο από ποτέ να είναι η πιο αντικειμενική διέξοδος αξιολόγησης μεταξύ των καλύτερων ομάδων της Ευρώπης, προσφέροντας ένα πραγματικό θέαμα υψηλού επίπεδου που διαφημίζει το μπάσκετ της Ευρώπης. Και το τελευταίο Φάιναλ Φορ να ήταν αγώνες όπου είχαμε αίμα και άμμο σε κάθε έναν από τους ημιτελικούς και τον τελικό. Κανένας και καμιά διοργάνωση όμως δεν μπορεί να φτάσει στην απόλυτη τελειότητα. Μιλάμε για την ίδια διοργάνωση που λόγω μόνιμων συμβολαίων άφησε εκτός την ισχυρή αγωνιστικά και οικονομικά πρωταθλήτρια Ιταλίας Βίρτους των τεράστιων αστέρων Τεόντοσιτς και Μπελινέλι. Δεν κατάφερε ακόμα να επεκταθεί πραγματικά σε ολόκληρη την Ευρώπη στο τηλεοπτικό κομμάτι. Δεν είναι ικανή να καταρτίσει ένα πρόγραμμα της προκοπής τις τελευταίες αγωνιστικές της κανονικής περιόδου, για να εμποδίσει ομάδες να χάνουν επίτηδες. Και μόλις αυτό το καλοκαίρι άρχισε να σκέφτεται την κατάργηση του αχρείαστου μικρού τελικού για την Τρίτη θέση στην Ευρωλίγκα. Όσο όμως και αν προσπαθεί φιλότιμα, μάλλον η FIBA διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην υιοθέτηση και υλοποίηση άσχημων ιδεών. Από το νέο σύστημα της δικιάς της Ευρωλίγκας το 1996-97, μέχρι την ονομασία Σουπρολίγκα το 2001 και τα παράθυρα των Εθνικών που αντι να δυσκολεύουν την Ευρωλίγκα, αυτό που είχαν ως συνέπεια ήταν η FIBA να πυροβολήσει η ίδια το πόδι της. Διότι τελικά τιμώρησε τις Εθνικές ομάδες που είχαν παίκτες Ευρωλίγκας και ΝΒΑ, αφού δεν μπορούσαν να τους χρησιμοποιήσουν σε σχεδόν κανένα από τα ματς των προκριματικών παραθύρων.
Από αυτήν την άποψη τα προολυμπιακά τουρνουά είναι κάτι ανάμεσα στις παραπάνω ιδέες. Όχι σίγουρα η χειρότερη που έχουν σκεφτεί τα στελέχη της FIBA, δεν ήταν όμως και η καλύτερη δυνατή. Ο τρέχων τρόπος πρόκρισης στους Ολυμπιακούς μέσω των 4 Προολυμπιακών τουρνουά ήταν ένα σύστημα που έδινε την δυνατότητα και στον πιο αδύναμο να ελπίζει ότι θα συνεχίζει μέχρι και το τελευταίο ματς του. Μας έδωσε ευκαιρία για εκπλήξεις με τους αποκλεισμούς των Καναδά, Κροατίας και Σερβίας. Είχαμε τελικό Προολυμπιακού στο Κάουνας ένα ματς μεταξύ Λιθουανίας και Σλοβενίας που θα ήταν άνετα παιχνίδι και σε προημιτελικό ή ημιτελικό Ολυμπιακού τουρνουά. Δεν είχε όμως αυτό το κάτι που θα έλεγε η Καίτη η Γαρμπή. Δεν ήταν δίκαιο γιατί η δυναμικότητα των 4 Προολυμπιακών τουρνουά δεν ήταν ίση. Και ακόμη περισσότερο επειδή έπεσε πάνω στα πλει-οφ του ΝΒΑ, και σε σαιζόν covid-19, η οποία δεν επέτρεψε τις ομάδες να κατεβάσουν τα ρόστερ που θα επιθυμούσαν αλλά αντιθέτως έπαιξαν με ότι πρόλαβαν να μαζέψουν. Στην περίπτωση της Σερβίας είχαμε μάλιστα εκτός από απουσίες, παίκτες στο ρόστερ που έχασαν ματς και έπαιξαν τραυματίες στον τελικό με Μίσιτς. Ενώ ο Καναδάς των πολλών ΝΒΑ αστέρων δεν είχε καν στοιχειώδη προετοιμασία μην έχοντας παίξει ούτε ένα φιλικό, επιλογή που φάνηκε ξεκάθαρα στα επίσημα ματς.
Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της Ελλάδας
Ανάμεσα στις 24 ομάδες που έγιναν 23 με τον κορονοϊο να μας στερεί την δυνατότητα να δούμε τον Χένρι να ηγείται της Σενεγάλης, ήταν και η δικιά μας Εθνική. Ομολογουμένως σε μερίδα των φιλάθλων του Ολυμπιακού η συγκεκριμένη ομάδα προκαλεί ανάμικτα έως ουδέτερα συναισθήματα λόγω της περισσότερο από όσο πρέπει σύνδεση της με τον Βασιλακόπουλο και το γνωστό περίγυρο που αγαπήσαμε τόσο πολύ. Για τους ίδιους τους παίκτες όμως η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες είναι η μεγαλύτερη τιμή για έναν αθλητή, τόσο που μέχρι και ο Σπανούλης ήθελε να επιστρέψει στα 39 του στην Εθνική για να τελειώσει την καριέρα του ακριβώς εκεί. Σε φυσιολογικές συνθήκες η 2021 εκδοχή της μπασκετικής Εθνικής θα είχε 4 παίκτες του Ολυμπιακού με Πρίντεζη, Σπανούλη, Λαρεντζάκη και Σλούκα που θα είχαν ευκαιρία να ξεμουδιάσουν από το πρόωρο τέλος της σεζόν με τον σύλλογο τους. Τελικά όμως τα προβλήματα υγείας των 2 πρώτων άφησαν ως μόνους ερυθρόλευκους τους Σλούκι Λουκ και τον Λάρε. Το αν άξιζε τον κόπο είναι ένα ερώτημα. Η Ελλάδα ξεπέρασε τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις κοντράροντας αρκετά τον Καναδά, νικώντας Κίνα και Τουρκία, και προσπαθώντας να λανσάρει ένα πιο ελεύθερο στυλ μπάσκετ σε σχέση με αυτό που έχουμε συνηθίσει.
Ο τελικός απολογισμός όμως πρέπει να συμπεριλάβει την ανετοιμότητα του Καναδά, το ότι η Τουρκία χωρίς Λάρκιν είχε πολύ ισχνό υλικό στην θέση του πλει-μεικερ με τον πιο κλασικό άσσο τον Ουγκουρλού να έχει περιορισμένο χρονικό μερίδιο συμμετοχής. Συν ότι στον τελικό η Ελλάδα βρήκε μια ομάδα, την Τσεχία, που με τον κορμό της βγάζει το μέγιστο από τις ταβανιασμένες δυνατότητες με εξαίρεση φυσικά το ποιοτικό δίδυμο Σατοράνσκι-Βέσελι, αλλά δεν ήταν ματς που έπρεπε να χαθεί τόσο άνετα και με τόσο αφελή αμυντική τακτική. Όσο και αν κάποιοι μπερδεύουν την ελευθερία αντί του σκεπτόμενου μπάσκετ που θα έπρεπε να δοθεί στους μελλοντικούς Έλληνες καλαθοσφαιριστές, με το αν μπορεί η τωρινή Εθνική να το εφαρμόσει σε βάθος ενός τουρνουά. Είτε όμως το δει κάποιος το ποτήρι μισογεμάτο είτε άδειο, σημασία έχει ότι έχουν περάσει πια 13 χρόνια από την τελευταία συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες και το Ελληνικό μπάσκετ έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που η υποτιθέμενη επίσημη αγαπημένη έχει να πάρει 12 ολόκληρα χρόνια μετάλλιο. Και έχει καταφέρει να χάνει και σε συγκρίσεις με την Τσεχία, με το σαφώς πιο ταπεινό Τσέχικο μπάσκετ να γεύεται στο Τόκιο την πρώτη Ολυμπιακή συμμετοχή ως ανεξάρτητη χώρα και να έχει πιο πρόσφατη συμμετοχή στους 8 του Παγκοσμίου το 2019, σε σχέση με την Ελλάδα που έχει να το κάνει από το 2006 στην πορεία εκείνη προς τον τελικό.
Φυσικά δεν πρέπει να απαξιώσουμε όλο το οικοδόμημα της Ελληνικής καλαθόσφαιρας μαζί με όλες τις πολλές επιτυχίες σε συλλογικό και Εθνικό επίπεδο. Πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι σε Εθνικό επίπεδο δεν έχουμε αξιοποιήσει πλήρως όλες τις ευκαιρίες για διακρίσεις. Αν θυμηθούμε τις χαμένες ευκαιρίες στους μικρούς τελικούς της δεκαετίας του 90, και ότι με ταυτόχρονη συνύπαρξη Παπαλουκά, Διαμαντίδη και Σπανούλη ο όλος απολογισμός ήταν δυστυχώς μόνο 3 μετάλλια. Φτωχός όταν τυχαίνει τρεις τόσο μεγάλοι παίκτες να παίζουν την ίδια περίοδο. Το μόνο όμως που μπορεί να γίνει είναι να περιμένουμε αλλαγές στην ΕΟΚ και να μην μείνουμε στην ιστορία ως η χώρα που είχε ένα παίκτη με βραβεία πολυτιμότερου παίκτη στην κανονική περίοδο ΝΒΑ και στους τελικούς ΝΒΑ, χωρίς όμως να καταφέρει να πάρει μετάλλιο κατά την διάρκεια της παικτικής του θητείας. Μέχρι τότε ας πάμε στο ψητό και να ασχοληθούμε με ότι συνέβη στο Ολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ στους Άνδρες.
Ο Τρίτος μπασκετικός κόσμος
Η Νιγηρία κατάκτησε αυτόν τον άτυπο και άχρηστο τίτλο της καλύτερης ομάδας από τις ομάδες της Ασίας και της Αφρικής. Έχοντας πολλούς ΝΒΑερς, 8 για την ακρίβεια, πλήρωσε ότι πήγε χωρίς σοβαρό πλει-μεικερ σε αυτούς τους αγώνες, φτάνοντας κοντά στη νίκη και στα 3 παιχνίδια που έδωσε απέναντι σε Αυστραλία, Γερμανία και Ιταλία. Τα θαλάσσωσε όμως προς το τέλος και έγινε η ομάδα «του παραλίγο», δημιουργώντας ένα what if πως θα άλλαζε η πορεία της ιστορίας, αν οι Νιγηριανοί είχαν πάρει αυτοί τον Πιέρια Χένρι αντι της Σενεγάλης. Πιθανόν αυτό που θα βλέπαμε είναι ότι θα αξιοποιούσαν καλύτερα την υπεροχή τους στους ψηλούς έναντι της Ιταλίας, λόγω της καλύτερης οργάνωσης παιχνιδιού, και θα ζούσαν την εμπειρία ενός προημιτελικού σε ολόκληρους Ολυμπιακούς αγώνες. Πέρα όμως από τα υποθετικά σενάρια και το υπαρκτό πρόβλημα στην οργάνωση, στο τέλος της ημέρας κρίθηκε λανθασμένη η επιλογή ενός προπονητή όπως ο Μάικ Μπράουν, που είχε εμπειρία από ΝΒΑ και όχι από το μπάσκετ FIBA που βοηθάει σε διοργανώσεις Εθνικών ομάδων. Οι υπόλοιπες δύο ομάδες, Ιαπωνία και Ιράν δεν πρόσφεραν πολλά στην εξέλιξη του τουρνουά. Στην καλύτερη θα ξεκούρασαν όσους μπασκετόφιλους ήθελαν να επικεντρωθούν στα ανταγωνιστικά μπασκετικά παιχνίδια, αλλά και να παρακολουθήσουν τα υπόλοιπα ομαδικά και ατομικά αθλήματα των Ολυμπιακών.
Και βέβαια μπορεί σε Ιαπωνία, Κίνα και Νότια Κορέα να έχουν περάσει ποιοτικοί ξένοι που θεωρητικά ανεβάζουν το επίπεδο των πρωταθλημάτων και η Νιγηρία να έχει βγάλει από τα σπλάχνα της Χακίμ Ολάζουον και Γιάννη Αντετοκούνμπο αλλά τα πράγματα διατηρήθηκαν σε απελπιστικά χαμηλό επίπεδο. Τόσο που για να βρεις ομάδες από αυτές τις Ηπείρους που να πήραν μετάλλια σε διοργανώσεις έξω από τις αντίστοιχες Αφρικανικές και Ασιατικές, πρέπει στις Αφρικανικές να φτάσεις μέχρι το 1947 και 1949 με τα 2 μετάλλια της Αιγύπτου σε Ευρωμπάσκετ. Και στις Ασιατικές στο 1954 στο πρώτο και τελευταίο μετάλλιο Ασιατικής ομάδας από τις Φιλλιπίνες στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Βραζιλίας. Δεν χρειάζεται όμως καν να ξεφυλλίσει κάποιος ολόκληρη την ιστορία των μπασκετικών διοργανώσεων, ώστε να βρει κάποιος τις μετρημένες επιτυχίες των ομάδων αυτών. Αρκεί σαν παράδειγμα για να περιγράψει κανείς την κατάσταση στην διοργάνωση του Παγκοσμίου του 2019 όπου η FIBA έκανε ότι μπορούσε με εύκολους ομίλους και ταμπλό για να διεκδικήσει η Κίνα τις πιθανότητές της για τους 8. Κόπος που πήγε τζάμπα χαμένος με τους Κινέζους να βγαίνουν νοκ-αουτ σε έναν υπερβολικά βατό όμιλο με Πολωνία-Βενεζουέλα και Ακτή Ελεφαντοστού και να παίζουν αγώνες κατάταξης στην συνέχεια.
Γερμανία η ζωή χωρίς τον Σρέντερ
Σε φυσιολογικές συνθήκες το πιο ενδιαφέρον που θα είχαμε να πούμε για την Γερμανία ήταν η ιστορία του Saibu, που έλαβε μέρος σε αντιεμβολιαστικές διαδηλώσεις με ακροδεξιό φόντο και έκανε δηλώσεις που δεν εξομάλυναν την κατάσταση. Η ομάδα του η Βόννη τον έδιωξε, ο Saibu την πήγε σε δικαστήριο, οι 2 πλευρές συμβιβάστηκαν (και τελικά ολοκλήρωσε στην Γαλλία), αλλά βρήκε μια θέση στην Εθνική Γερμανίας παρόλο όλη αυτήν την φασαρία. Οι Γερμανοί όμως κατάφεραν να κάνουν κάτι που είχαν κάνει μόλις άλλες 2 φορές. Να βρουν το μονοπάτι στους 8. Μετά τους Ολυμπιακούς του 1984 ως Δυτική Γερμανία και το 1992 με τον Σρεμπφ παρόντα. Αυτό ακούγεται σπουδαίο και αξίζουν συγχαρητήρια στον προπονητή Ρεντλ που το έκανε εφικτό. Η αλήθεια είναι όμως επίσης ότι έπαιξαν στο προολυμπιακό τουρνουά που άφηνε μεγαλύτερα περιθώρια από όλα, αυτό του Ζάγκρεμπ, όπου βρήκαν τους Ρώσους με απουσίες και το συμπαθές αλλά μέτριο Μεξικό.
Νίκησαν στο ημιτελικό μια Κροατία που από πλευράς ονομάτων ήταν το φαβορί, αλλά η εικόνα της δεν ήταν καθόλου πειστική, με συντριβή από την Βραζιλία και δύσκολη νίκη με Τυνησία. Και πήραν όφελος από την μεγάλη ηλικία βασικών συντελεστών της Βραζιλίας που δεν ήταν δυνατόν να αντέξουν πολλά παιχνίδια σε λίγες ημέρες. Στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι Γερμανοί έδειξαν ανταγωνιστική εικόνα στα παιχνίδια με τις δυνατές Ιταλία και Αυστραλία. Όμως η υπόθεση πρόκριση στους 8 ήταν απλή, αρκεί να νικούσαν την κακή ομάδα της Νιγηρίας και να μην συντριβόταν στα υπόλοιπα 2 ώστε να προχωρήσουν ως 2 από τους καλύτερους τρίτους στους 3 ομίλους των τεσσάρων, που αντικατέστησαν το παλιό σύστημα διεξαγωγής με 2 ομίλους των 6, που προκρινόταν οι τέσσερις πρώτοι έκαστος για τους 8. Αν βρισκόταν άκρη με την ασφάλεια του Σρεντερ ίσως μιλούσαμε διαφορετικά, έτσι όμως οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο από το να χαρίσουν έναν προημιτελικό-προπόνηση στους Σλοβένους.
Οι Γερμανοί βάσει στατιστικών ήταν αναμενόμενα μία ομάδα συνόλου άνευ Σρέντερ, με 3 διψήφιους σε μέσο όρο πόντων τους Ομπστ, Λο και Βάγκνερ και άλλους 5 να κυμαίνονται μεταξύ 6,5 πόντων και 8,8 με Τίμαν, Γκιφάι, Μπόνγκα, Μπαρτέλ και Φόιγκτμαν. Με καλό σουτ στα τρίποντα (38,8% ευστοχία), με την κύρια δύναμη τους να είναι στους ψηλούς και την μεγαλύτερη αδυναμία στους κοντούς. Εκεί με τους Λο και Σαιμπου να είναι μεταξύ 1-2 και την Γερμανία όχι μόνο να κάνει πολλά λάθη σαν ομάδα (τα τρίτα περισσότερα από όλους), αλλά οι 2 βασικοί πλει-μεικερ Λο και Σαιμπού να υποπίπτουν σε περισσότερα λάθη από ασσιστ. Αυτό φαίνεται άσχημο για τον Λο, είναι ένα μέρος μόνο όμως της αγωνιστικής εικόνας του, για έναν παίκτη που δημιουργούσε μόνος του φάσεις κάθετα από μακριά και από κοντά με βοήθεια σκριν, έστω και αν συνηθίζει να πάει στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που δίνει το σκριν, και που δίχως αυτόν δεν θα έφταναν εδώ που έφτασαν.
Ο Μπόνγκα με το ασταθές σουτ του ήταν ένα ακόμα πολύτιμο εργαλείο στην περιφέρεια που δυνητικά μπορούσε να παίξει πολλές θέσεις στην πεντάδα, έδινε αμυντικές λύσεις με το κορμί του και ήταν και ταυτόχρονα η πιο αξιόπιστη λύση σε ντράιβ δίπλα στον Λο. Ο Ομπστ εκπλήρωσε με επιτυχία τον ρόλο του σουτέρ σε μια ομάδα που δεν του προσέφερε τις καλύτερες συνθήκες. Δεν τον εμπόδισε όμως να σουτάρει με 40 % με 8,8 προσπάθειες και μερικές από αυτές να είναι δύσκολες, αναγκάζοντάς τον να παίζει τον ρόλο του χειριστή που δεν είναι το φόρτε του, όπως έδειξε όταν χρειάστηκε να το βιώσει στον ημιτελικό του Γερμανικού Κυπέλλου, σε παιχνίδι στο οποίο φορτώθηκε με φάουλ ο Coupain και δεν υπήρχε αναπληρωματικός άσσος. Οι περισσότεροι θα εστιάσουν στην έλλειψη του Σρέντερ που άφησε γυμνούς στην θέση του ποιντ-γκαρντ τους Γερμανούς. Η προσωπική άποψη του υπογράφοντα είναι να μην ξεχάσουμε και τις αντίστοιχες απουσίες στην θέση των ψηλών. Ναι μεν ήταν το πιο δυνατό κομμάτι της ομάδας, δεν είχαμε όμως τόσο φάσεις που ήταν μέσα στο ρεπερτόριο τους σαν τα πικ εν ποπ με Φόιγκτμαν αποδέκτη και ποστάρισμα από Μπάρτελ. Και κυρίως οι απουσίες Κλέμπερ και Ταις στοίχησαν στο αμυντικό κομμάτι, με Βάγκνερ αδύναμο στην άμυνα, να περιορίζεται η επιθετική συμμετοχή του εξαιτίας αυτού. Και τους Μπάρτελ και Φοιγκτμαν να προσπαθούν αλλά αθλητικά να μην είναι ασφαλώς στο επίπεδο Κλέμπερ και Ταις, που αν επιστρέψουν του χρόνου, θα μπορούσαν οι Γερμανοί να κατεβάσουν πεντάδα με Σρεντερ, Μπόνγκα, Γκιφάι, Ταις και Κλέμπερ που δεν θα πέρναγε κουνούπι.
Το αν είναι ο Μπένζινγκ σε μια τέτοια μελλοντικά ομάδα είναι αμφίβολο. Είχε μόλις 5,3 λεπτά συμμετοχής στην Ολυμπιάδα. Ο Ρεντλ προτιμούσε τους Μπονγκα και Γκιφάι στην θέση του. Και υπάρχει ίσως και ο Τσιπσερ αν βρει την υγεία του πάλι. Δεδομένα που είναι ικανά να τερματίσουν την καριέρα του στην Εθνική που ξεκίνησε το 2009.
Ιταλία η επιστροφή στις υψηλές πτήσεις;
Η τελευταία εικόνα των Ιταλών πριν την φετινή ήταν ενός, μετά συγχωρήσεως, κωλοχανείου. Με τους Μπελινέλι και Γκαλινάρι που προσπαθούσαν να πάρουν τα ηνία, τον Χάκετ να μην μπορεί να τους ηρεμήσει, να κάθεται στην άκρη σαν ρολίστας και τους Ιταλούς να μένουν εκτός οκτάδας Παγκοσμίου του 2019. Ήταν μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να φτάσουν ψηλά σε επίπεδα τετράδας, μετά την δεύτερη θέση του 2004 στους δικούς μας Ολυμπιακούς. Σαν να μην έφταναν αυτά έπρεπε στο προολυμπιακό να ξεπεράσουν το εμπόδιο της Σερβίας, μιας ομάδας τόσο ακλόνητο φαβορί που την υπολόγιζαν μέχρι και για τελικό στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι ανανεωμένοι όμως Ιταλοί ανέτρεψαν όλα τα προγνωστικά πέταξαν έξω τους Σέρβους. Και χρειάστηκαν να ζορίσουν την Γαλλία στα προημιτελικά μέχρι να χάσουν περισσότερο οριακά από ότι δείχνει το τελικό σκορ του 75-84 εις βάρος τους.
Το νέο πρόσωπο που τους καθοδήγησε σε μεγάλο μέρος του Προολυμπιακού και Ολυμπιακού τουρνουά ήταν ο Νικ Μάνιον, μέλος της παρέας από παιδιά πρωην καλαθοσφαιριστών με τον ίδιο, τον Γκαλινάρι και τον Τονουτ. Σούταρε αρκετά πιο χαμηλά (με 22,2%) σε σχέση με τα υψηλότατα ποσοστά του 45,5% από την γραμμή των 6,75 στο Προολυμπιακό. Στην ηλικία των 20 ετών έχει να μάθει ακόμα πολλά μαθήματα για να ωριμάσει σαν πλει-μεικερ. Έδειξε αδυναμίες στην άμυνα, άφησε όμως και υποσχέσεις, με 17,7 πόντους στο Προολυμπιακό και 12,5 πόντους μέσο όρο στο Ολυμπιακό τουρνουά. Δεν δίσταζε να μπουκάρει αν και σωματικά δεν τον ευνοούν οι επαφές, και επέδειξε μεγάλη ψυχραιμία για έναν 20χρονο πλει-μεικερ, κρίνοντας από την αναλογία ασσιστ-λαθών που ήταν 4,5/ 0,5. Δεν είναι όμως ο μόνος που ανέλαβε ευθύνες. Ο συμπαίκτης του 25χρονος Σιμόνε Φοντέκιο και πρώτος σκόρερ των Ιταλών με 19,3 , χρειάστηκε να πέσει στα χέρια του μεγάλου Ισπανού δασκάλου του μπάσκετ Αΐτο Ρενέσες, να πάρει πρωτάθλημα με Άλμπα και μεταγραφή στην Μπασκόνια και να μετατραπεί από αφανή παίκτη σε έναν από τους σημαντικότερους δίπλα στον Μάνιον, με όπλο κυρίως το σουτ. Και ο 27χρονος Τονουτ, ο πολυτιμότερος παίκτης του φετινού Ιταλικού πρωταθλήματος, έκανε με την σειρά του εμφανίσεις που τον εδραίωσαν στις βασικές λύσεις του Ιταλικού συγκροτήματος, ενώ μέχρι φέτος δεν υπολογιζόταν ως τέτοιος. Ως έναν αντίστοιχος Πολονάρα late-bloomer, απλά στις θέσεις των κοντών αντί των ψηλών. Προσέφερε ένα δεύτερο πόλο στα ρήγματα εκτός του Μάνιον, σουτάροντας και αυτός αρκετά χειρότερα στα τρίποντα (26,7%) σαν τον Μάνιον σε σχέση με το Προολυμπιακό 46,2%. Ανέλαβε και δύσκολες αμυντικές αποστολές, όταν δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο Pajola πάνω σε αυτές, που είναι ο καλύτερος αμυντικός περιφερειακός της ομάδας.
Το μυστικό της επιτυχίας των Ιταλών ήταν ότι έπαιζαν με την ίδια ένταση και στις 2 πλευρές του παρκέ. Στην επίθεση οι ψηλοί που έβγαιναν έξω, προκαλούσαν ερωτηματικά και διλήμματα στους αντιπάλους για το πώς να τους αντιμετωπίσουν. Και το συνόδευαν με ασφάλεια στον χειρισμό της μπάλας και μόλις 8,8 λάθη ανά παιχνίδι, την καλύτερη επίδοση από όλους. Αυτό που τους περιόρισε είναι η έλλειψη μεγέθους στους ψηλούς με τα ανάλογα προβλήματα στα ριμπάουντ, ως τρίτοι χειρότεροι, και τους πόντους που δεχόντουσαν από τους αντιπάλους ψηλούς. Επίσης το μικρό βάθος ειδικά στο επιθετικό κομμάτι, αν στους 3 παραπάνω βάλουμε και τους Πολονάρα, Μέλι, Γκαλινάρι, αμέσως επόμενη επιθετική λύση ήταν ο Ρίτσι των 4,3 πόντων και μετά ο Μικέλε Βιτάλι των 3 πόντων, με την ανάλογη προβλεψιμότητα. Οι Ιταλοί ψηλοί είχαν το μέσα έξω παιχνίδι, αλλά στην πραγματικότητα ο Γκαλινάρι των 11,8 πόντων ήταν ο μοναδικός για να δώσεις επιθέσεις 1 εναντίον 1 στα χέρια του. Επιλογή που προυποθετει και ρισκά στην άμυνα της Ιταλίας, με τον αστέρα των Ατλάντα Χοκς, σε ένα άθλημα που δεν είναι χαντμπολ για να αλλάζει άλλο παίκτη για άμυνα και διαφορετικό για επίθεση.
Η ειρωνεία είναι ότι στο ματς που επισφράγισε την σχεδόν παραμυθένια πορεία της Ιταλίας οι Γάλλοι φάνηκαν στο πρώτο ημίχρονο ακριβώς να χτυπάνε πάνω στον Γκαλινάρι για να πάρουν πόντους. Με τον Fall να εκμεταλλεύεται το πλεονέκτημα μεγέθους έναντι του Ιταλού ψηλού κοντά στο καλάθι, τον Μπατούμ να τον χτυπάει στα πόδια και τους Ερτέλ και Φουρνιέρ να τον σημαδεύουν, για να παίξει μις-ματς εναντίον τους με αρνητικό αποτελέσματα για τον ΝΒΑερ. Οι Ιταλοί δεν πτοήθηκαν, έβαλαν την φίρμα της ομάδας για να αλλάξουν τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι τότε στο δεύτερο ημίχρονο. Και κατάφεραν, με εξαίρεση ένα πολύ κρίσιμο καλάθι του Γκομπερ που προήλθε από πολύ αργή έξοδο του Γκαλινάρι στον Γάλλο περιφερειακό χειριστή, να κρύψουν για σχεδόν έναν ημίχρονο τον Γκαλινάρι στο ανασταλτικό κομμάτι. Ο Μάνιον απέφυγε τα χειρότερα απέναντι στους Ερτέλ και Ντε Κολο και τελικά την Ιταλία να προδόθηκε από ένα μέχρι τότε όπλο της την περιφερειακή απειλή ( 21,2% στα τρίποντα με Γαλλία), όσο και αν ο Φοντέκιο έκανε ένα μεγάλο παιχνίδι. Φαινόταν να καθορίζει το ματς όσο τον μάρκαρε ο Φουρνιέρ στο τέταρτο δεκάλεπτο, με σκριν και σουτ πάνω στην μπάλα μετά από πλάγιο πικ εν ρολ, ατομικό σουτ μετά από κυκλοφορία της μπάλας και close out και ολοκλήρωση πικ εν ρολ περιμένοντας σαν τρίτος παίκτης από έξω.
Αργεντινή και Τσεχία μια πρόκριση δεν κάνει την διαφορά
Αργεντινή, μια ομάδα αρκετά ίδια από την δεύτερη θέση του 2019 στο Παγκόσμιο, που έχει την τύχη να παρατάξει μια εξαιρετική γραμμή περιφερειακών αποτελούμενη από Καμπάτσο, Βιλντόζα, Λαπροβίτολα και Μπολμάρο, η οποία παρέχει πολυτέλεια για περιφερειακούς που παίζουν καλή άμυνα, τους Καμπάτσο και Μπολμάρο, και άλλους που διακρίνονται για τα επιθετικά στοιχεία. Δίπλα σε αυτούς ο χεράς Μπρουσίνο έμοιαζε ιδανικό συμπλήρωμα. Ο Ντεκ θα κάλυπτε με την ενέργεια του στο 3 και 4 την Αργεντινή. Ο Γκαρίνο θα αναλάμβανε αμυντικές αποστολές σε φοργουορντ και γκαρντ. Και θα ήλπιζαν ο Σκόλα να δώσει την επιθετική ποιότητα του στις 2 θέσεις των 4 και 5. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι, τρεις εύκολες ήττες από Σλοβενία, Ισπανία και Αυστραλία, μία νίκη με την αδύναμη Ιαπωνία. Είχαμε τον τραυματισμό Γκαρίνο, τον Βιλντόζα αγνώριστο μετά το ΝΒΑ σε σχέση με την ευρωπαϊκή εικόνα του, τον Μπολμάρο να μην θυμίζει το ελπιδοφόρο νεαρό την περίπτωση του οποίου αναγκάστηκε ο Σάρας να επεξεργαστεί μετά την αποτυχία του στο θέμα Ερτέλ και στην μεταγραφή Βέστερμαν με την ελπίδα να αναδείξει έναν ακόμα πλει-μεικερ.
Τον Σκόλα να είναι ο πρώτος σκόρερ της ομάδας στα 41, αλλά να μην μπορεί σε τέτοια ηλικία να καλύψει αμυντικά το 5 και στατιστικά η Αργεντινή να έχει καλύτερο μέσο όρο πόντων μόνο από τους αποκλεισμένους της πρώτης φάσης των ομίλων. Να κερδίζει λίγες βολές (14,3) και να μην σουτάρει ούτε με 30% στα τρίποντα, με τον Σκόλα μοναδική περιφερειακή απειλή στους ψηλούς. Να μοιράζει ασίστ στον μέσο όρο παρά την περιφερειακή γραμμή που διαθέτει, χωρίς να έχει αμυντικό παιχνίδι ψηλά από την στεφάνη, ως χειρότερη στα μπλοκ μαζί με Γερμανία. Τα κλεψίματα και λάθη να είναι και αυτά απλά στον μέσο όρο. Αδιαμφισβήτητα η Αργεντινή πριν από 2 χρόνια, εκτός ότι είχε τον Σκόλα νεότερο, είχε να διαβεί και έναν σχετικά εύκολο δρόμο μέχρι τα προημιτελικά, με Νότια Κορέα, Νιγηρία, Ρωσία, Βενεζουέλα και Πολωνία. Έκανε μια σπουδαία νίκη με Σερβία που ήταν λίγο αλαζονική, βρήκε τους Γάλλους μεθυσμένους μετά την νίκη με ΗΠΑ και έχασε άνετα από Ισπανία. Η επιτυχία βέβαια δεν ήταν μόνο λόγω συγκυριών, είχε και καλή ομάδα. Σε έναν μέλλον όμως που οι ψηλοί είναι σπάνιο είδος στους Αργεντινούς, μια καλή συμβουλή είναι να κρατήσουν χαμηλά την μπάλα και να αναζητήσουν και τις εξωαγωνιστικές αιτίες της αποτυχίας, μια και δεν εξηγείται μόνο αγωνιστικά η καθίζηση στους Ολυμπιακούς αγώνες
Δυστυχώς για τον Σκόλα που τελείωσε την καριέρα του σε άδειο γήπεδο, είναι δύσκολο κάποιος παίκτης να ολοκληρώσει ιδανικά την καριέρα του. Ακόμα και ο Τζόρνταν που είχε την δυνατότητα για το ιδανικό φινάλε στην καριέρα του, με εκείνο το σουτ που χάρισε το πρωτάθλημα στους Μπουλς το 1998, πέταξε αυτήν την ευκαιρία για να επιστρέψει πάλι με τους Ουίζαρντς. Πρέπει μάλλον να δούμε την πραγματικότητα και να παραδεχτούμε ότι το μπάσκετ είναι ένας σκληρός χώρος, όπου και σημαία να είσαι μπορείς να καταντήσεις καλοπληρωμένη μασκοτ σαν τον Άλβερτη τα τελευταία χρόνια του στον ΠΑΟ ή να τελειώσεις άδοξα στον Κολοσσό σαν τον Τόμιτς.
Αν όμως η Αργεντινή πήρε ότι άξιζε ακριβώς και μάλλον περισσότερο από όσο τις αναλογούσε, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι οι Τσέχοι ήταν άτυχοι που βρέθηκαν σε όμιλο με Γαλλία και ΗΠΑ, που με την ποιότητα τους έδειχναν και εξελίχθηκαν σε ματς που μπορεί να χαθούν με μεγάλη διαφορά με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην συνολική διαφορά πόντων. Επίσης όμως είχαν και τις συγκυρίες με το μέρος τους, βρίσκοντας, όπως αναφέραμε παραπάνω, στο Προολυμπιακό την Τουρκία χωρίς Λάρκιν και πλει-μεικερ της προκοπής γενικότερα, τον Καναδά με το ελάχιστο δυνατό δέσιμο και ακόμα και την Ελλάδα χωρίς τον φετινό πολυτιμότερο παίκτη των τελικών του καλύτερου πρωταθλήματος στον κόσμο. Η παρουσία της σε κάθε περίπτωση ήταν άξια έως εδώ. Και σε ένα σύστημα με 2 ομίλους των 6, δεν είναι εξωπραγματικό για την τρίτη πιο ομαδική βάσει ασσιστ ομάδα του τουρνουά να έμπαιναν ως μία από τις 4 ομάδες που προκρίνονταν, ανάμεσα σε Ιραν, Γερμανία, Ιαπωνία, Αργεντινή, και Νιγηρία για να βρισκόταν στα προημιτελικά. Σε αυτό όμως με 3 ομίλους των τεσσάρων και των 2 καλύτερων να προκρίνονται, η μοίρα σου εξαρτάται από την όρεξη και των άλλων στο ποια ύψη θέλουν να φέρουν την διαφορά. Γιατί η Αργεντινή διευκόλυνε αρκετά π.χ την θέση της μειώνοντας την διαφορά όταν όλα είχαν κριθεί με την Σλοβενία. Σαν παρηγοριά για τους Τσέχους, η συγκεκριμένη γενιά των Τσέχων είναι με διαφορά η πιο επιτυχημένη στην Ιστορία τους, πάντα εξαιρώντας την εποχή της Τσεχοσλοβακίας με 12 συνολικά μετάλλια σε διεθνείς διοργανώσεις Εθνικών ομάδων.
Ισπανία το τέλος μιας χρυσής εποχής.
Όταν το 2006 η Εθνική μας νικούσε τους Αμερικανούς, οι Ισπανοί έχαναν ταυτόχρονα στον άλλο ημιτελικό τον Πάου Γκασόλ, στον ορισμό της πύρρειας νίκης. Ήμασταν πολύ αισιόδοξοι για τον τελικό του Μουντομπάσκετ. Αυτό που ακολούθησε ήταν από τις πιο εξευτελιστικές εμφανίσεις που έχουμε δει από Ελληνική ομάδα μπάσκετ και παράλληλη η αρχή της Ισπανικής κυριαρχίας σε παιχνίδια Εθνικών ομάδων επι της Ελληνικής, με μόνο διάλειμμα την νίκη επι της Ισπανίας στο άδοξο για εμάς Ευρωμπάσκετ του 2013. Η εποχή των Ναβάρο και Γκασόλ που σημάδεψε τα πρώτα 20-21 χρόνια του 21ου αιώνα έφερε 13 μετάλλια για τους Ισπανούς από το 2000 μέχρι την στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, καθιστώντας τους την πιο σταθερή ευρωπαϊκή δύναμη σε αυτήν την περίοδο. Όλα τα καλά όμως τελειώνουν κάποτε. Ο γερασμένος κορμός ήθελε μια τελευταία παράσταση με Ροντρίγκεθ, Γιουλ, Φερνάντεθ, τα 2 αδέρφια Γκασόλ μεταξύ των άλλων, να έχουν φάει με το κουτάλι τις μεγάλες διοργανώσεις.
Το σχέδιο ήταν να βασιστούν στο πικ εν ρολ των Ρούμπιο, και Ροντρίγκεθ δευτερεύοντως, με τον Μάρκ Γκασόλ, ο Πάου Γκασόλ να ποστάρει και να σουτάρει μαζί με τον αδερφό του από μακριά για να ανοίξει το γήπεδο. Με την ελπίδα αυτόν τον κεντρικό άξονα να τον συμπληρώσουν δοκιμασμένοι αυτοματισμοί, όπως κίνηση εκτός μπάλας από τον Φερνάντεθ, τον Αμπρίνες να εκτελεί με σκριν ή να τιμωρεί τις βοήθειες και τον Γιουλ να προσέγγιζε έστω και σε μερικό βαθμό τις ποικιλίες που μας είχε συνηθίσει τον παλιό καιρό, πριν τον σοβαρό τραυματισμό του. Αμυντικά θα πόνταραν πάνω στους Χερνάνγκόμεζ, Γκαρούμπα, Αμπαλντε, Κλαβέρ. Και θα πόνταραν μαζί με την ισχύ στα ριμπάουντ, που είδαμε και στους Ολυμπιακούς ως τρίτοι, ότι θα βρίσκαν μια ισορροπία ανάμεσα στην εμπειρία την άμυνα και τον έλεγχο του ρυθμού που θα χρειαζόταν. Οι Ισπανοί είχαν ως δυνατά σημεία σε αυτήν την διοργάνωση, εκτός των ριμπάουντ, την ευστοχία στα δίποντα, τρίτοι με 56,5%. Ήταν πέμπτοι στην επιθετική παραγωγικότητα σε μέσο όρο, είχαν τα πέμπτα λιγότερα λάθη με 13,5. Τιμωρήθηκαν όμως, όπως και τόσες άλλες ομάδες, που δεν διέγνωσαν έγκαιρα την ανάγκη της αλλαγής σε ένα ρόστερ έτοιμο να συνταξιοδοτηθεί σε σύντομο χρόνο.
Η μεγάλη ασφαλώς ευκαιρία να κάνουν κάτι καλύτερο από το να χάσουν από τις ΗΠΑ στα προημιτελικά, χάθηκε φυσικά στο ματς που έδινε πρώτη θέση στον όμιλο με την Σλοβενία. Εκεί κατέβηκαν διαβασμένοι απέναντι στον Ντόντσιτς, με double team ψηλά όταν κατέβαζε την μπάλα, απόπειρες να κερδίσουν επιθετικά φάουλ, οι οποίες στέφθηκαν με επιτυχία και σημάδεμα του Ντόντσιτς στην άμυνα. Οι Σλοβένοι όμως ξεπέρασαν τον σκόπελο. Και υπερκέρασαν το εμπόδιο και τις πιθανότητες να αποκλειστούν αυτοί από τις ΗΠΑ στον προημιτελικό, όχι βασιζόμενοι κυρίως μόνο στην κλάση του Ντόντσιτς και στο δυνατό πικ εν ρολ Ντόντσιτς-Τόμπι, αλλά και γιατί το συνδύασαν τα παραπάνω για ακόμη μια φορά και με καλή κίνηση των παικτών τους για να βρουν το καλό σουτ, με τον Πρέπελιτς να εκπροσωπεί αυτήν την φιλοσοφία. Μπορεί να εκτελέσει θανατηφόρα από οποιοδήποτε είδος σκριν και να εκμεταλλευτεί αυτήν την έξτρα προσοχή με close out κερδίζοντας φάουλ ή πετυχαίνοντας καλάθι.
Τυπικά υπήρχε όμως, ακόμα η ακροτελεύτια ευκαιρία των Ισπανών απέναντι στους Αμερικανούς για να αποτρέψουν το μοιραίο. Έχοντας ως θεωρητικά όπλα την υπεροχή στα ριμπάουντ και στο μέγεθος, όπου οι Αμερικάνοι είχαν ένα ζήτημα στα ματς του ομίλου, με Γαλλία και λιγότερο με την Τσεχία των Βέσελι-Μπάλβιν. Το ξεκίνημα ήταν όπως ακριβώς θα ήθελαν οι Ισπανοί, έπαιζαν βόλεϊ στο τομέα των ριμπάουντ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχτιζαν από έξω. Και οι Ισπανοί διάβαζαν όποιο μις-ματς τους έδιναν οι ΗΠΑ, που άλλαζαν σε αυτό το τουρνουά εύκολα στα σκριν και προηγήθηκαν με 39-29 και 41-33. Οι ΗΠΑ όμως κόντρα στην ροή του ματς πήγαν με ισόπαλο αποτέλεσμα και ήταν θέμα χρόνου να γύρει η πλάστιγγα υπέρ τους. Οι Μάρκ και Πάου Γκασόλ δεν κεφαλαιοποίησαν καθόλου την σωματική υπεροχή τους, επιβεβαιώνοντας αυτό που είδαμε και σε όλα τα προηγούμενα ματς της Ολυμπιάδας, ότι δεν μπορούσαν να φθείρουν κοντά στο καλάθι όπως παλιότερα. Με τους Αμερικάνους να έχουν κόψει και την δημιουργία των Ισπανών, απέμενε κυρίως στατικό παιχνίδι μέσω Ρούμπιο, που δεν ήταν δυνατόν να τους νικήσει μόνος ούτε με 38 πόντους. Ανέβασαν τα τρίποντα ποσοστά τους οι Αμερικάνοι στο δεύτερο μέρος και απέφυγαν τα πολλά λάθη με 9 και φυσιολογικά επιβλήθηκαν των φούριας ρόχας.
Σλοβενία και ο Χάρι Πότερ του μπάσκετ Ντόντσιτς
Με την πρόκριση της Σλοβενίας στο προολυμπιακό διορθώθηκε, εν μερει, μια αδικία που προέκυψε από τον άδικο αποκλεισμό της στο Μουντομπάσκετ του 2019, εξαιτίας της ανόητης ιδέας των παραθύρων εν μέσω της σεζόν. Πρόκριση που αντάμειψε όσους μας έλλειπε ο θεός του μπάσκετ Μίλος Τεόντοσιτς, με μια πολύ καλύτερη έκδοση του τον Λούκα Ντόντσιτς. Μπορεί ο Αλεξάντερ Σέκουλιτς να ήταν στην θέση του Κοκοσκοφ στον πάγκο της Σλοβενίας και να μην υπήρχαν Ραντολφ και Γκόραν Ντράγκιτς είχαμε όμως και από αυτήν την Σλοβενία δωρεάν μαθήματα ωραίου μπάσκετ. Τα στατιστικά λένε ότι η Σλοβενία ήταν μόλις η έκτη σε ευστοχία στα τρίποντα με 36,4% επιχειρώντας τις περισσότερες προσπάθειες από τα 6,75 από όλους σε μέσους όρους. Η πραγματική εικόνα όμως ήταν πικ εν ρολ πολύ υψηλού επιπέδου μεταξύ Ντόντσιτς και Τόμπι, με τον Ντόντσιτς να είναι ο πιο αποτελεσματικός στα drive σε αυτήν την διοργάνωση. Τον Τόμπι να φτάνει με διαφορά τις καλύτερες επιδόσεις της καριέρας του στις πάσες, σουτάροντας από έξω με 38,5%, διαβάζοντας το short roll και μαζεύοντας αυτός τα περισσότερα ριμπάουντ της διοργάνωσης με τον Ντόντσιτς, αν και γκαρντ, να ακολουθεί δεύτερος.
Το παζλ συμπληρώθηκε με το stretch τεσσάρι Τσάντσαρ, τον Πρέπελιτς με το γνωστό συνδυασμό σουτ μετά από οποιοδήποτε σκριν και εκμετάλλευσης close-out καταστάσεων, τον Μπλάζιτς να προσπαθεί για το 3 and D στην ομάδα αυτή, μαρκάροντας τους πιο επικίνδυνους παίκτες, αλλά χωρίς να βρίσκει το χέρι του από μακριά. Τουλάχιστον το βρήκαν αυτό από Μούριτς και Ζόραν Ντράγκιτς. Οι Σλοβένοι αποχώρησαν από αυτό το τουρνουά με το παράσημο της καλύτερης επίθεσης σε μέσο όρο, μπροστά και από τις ΗΠΑ. Και τα στατιστικά επαληθεύουν όσα είδαν τα μάτια μας. Ήταν οι πιο αποτελεσματικοί στα δίποντα με 61,5 %, κέρδιζαν τις περισσότερες βολές από όλους. Επίσης, μάζευαν τα περισσότερα μπασκετικά σκουπίδια ή αλλιώς ριμπάουντ, ήταν τέταρτοι σε ασίστ με 22,7 , λίγα λάθη με 12,3 , τέταρτοι στην κατάταξη με τα λιγότερα. Και έτσι δεν τους πείραζε που στα κλεψίματα βρέθηκαν ως δεύτεροι χειρότεροι και σε μέσο όρο και ανά 40 λεπτά.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που τα σπορ δεν αποδίδουν δικαιοσύνη, σε όποιον φαίνεται να παίζει καλύτερα. Το αήττητο της Σλοβενίας με τον Ντόντσιτς να φοράει την φανέλα της έσπασε σε ένα από τα καλύτερα ματς όλων των εποχών μεταξύ Εθνικών ομάδων, στον ημιτελικό Γαλλία-Σλοβενία. Το πρώτο μέρος τελειώσε με 42-44 υπέρ της Σλοβενίας. Η Σλοβενία είχε σαν βασικές επιθετικές διεξόδους τον Ντόντσιτς να ταλαιπωρεί εκτελεστικά και δημιουργικά τον Μπατούμ και τον Γκομπέρ να σημαδεύεται με πικ εν ρολ και σκριν πάνω στην μπάλα από τους ψηλούς της Σλοβενίας. Οι Γάλλοι απάντησαν παρόμοια στον Τόμπι, με σκριν πάνω στην μπάλα από τον Γκομπερ, που στο ίδιο διάστημα σκόραρε και με ποστ και επιθετικά ριμπάουντ εναντίον του Τόμπι, έχοντας σαν δεύτερη εναλλακτική τον Φουρνιέρ να σκοράρει απέναντι σε Ζόραν Ντράγκιτς και Πρέπελιτς με κόψιμο στην πλάτη της άμυνας πικ εν ποπ ασσιστ ντραιβ, πικ εν ρολ ασσίστ, αλλά και τρίποντο με on the ball screen.
Στην Τρίτη περίοδο οι Γάλλοι θέλησαν να βάλουν τις βάσεις για τη νίκη, προηγήθηκαν μέχρι και με 9 πόντους και έκλεισαν το δεκάλεπτο με 71-65. Οι Σλοβένοι όμως δεν θέλησαν να τα παρατήσουν ακόμη και επιφύλαξαν μια τελευταία αντεπίθεση, οδηγώντας το ματς σε ένα συγκλονιστικό φινάλε, που κρίθηκε από το κόψιμο του θεού δηλαδή του Μπατίμ καθώς ο Πρέπελιτς πήγαινε για διείσδυση μετά από double team σε Ντόντσιτς. Είχαμε και τον τραυματισμό του Ντόντσιτς στο πλέξιγκλας που επηρέασε το χέρι του. Το αγωνιστικό σκηνικό των τελευταίων 20 λεπτών περιείχε πάλι κάποιες επιτυχημένες ενέργειες Ντόντσιτς εναντίον του Μπατούμ και τους Γκομπερ και Τόμπι να πληγώνονται πάλι από πικ εν ρολ, πικ εν ποπ σκριν πάνω στην μπάλα και τρίποντα που κατέληγαν σε τρίτο, έπειτα από πικ εν ρολ άλλων 2. Οι Γάλλοι όμως αποπειράθηκαν να κόψουν τον επιθετικό ρυθμό, βάζοντας κατά διαστήματα στο παιχνίδι και τον Luwawu στον Ντόντσιτς, που ήταν μια αμυντική βελτίωση σε σχέση με τον Μπατούμ και κάνοντας κάτι αδιανόητο, τον Fall να τρέχει πάνω-κάτω σαν τρόλεϊ στο γήπεδο χωρίς να παίρνει μπάλα και να αλλάζει συχνά σε αλλαγές σκριν πάνω στον Ντόντσιτς. Πήγε μάλιστα καλά παρά τα 2 πικ εν ρολ που ολοκληρώθηκαν από Ντίμετς και Τόμπι. Την διαφορά στο επιθετικό κομμάτι γινόταν από τον εκάστοτε παίκτη που μάρκαρε ο Πρέπελιτς, με τον Ντε Κολο να τιμωρεί βοήθεια σε πικ εν ρολ, να σουτάρει ένα σουτ μέσης απόστασης. Ο Φουρνιέρ πήρε την σκυτάλη στο τρίτο και τέταρτο δεκάλεπτο με τρίποντο, όταν ο Πρέπελιτς έχασε τις περιστροφές, έκανε ντράιβ με την βοήθεια σκριν, και έδινε πάσες για τρίποντο προς τα 6,75 στον Luwawu μετά από σκριν του Γκομπερ.
Την ίδια ώρα ο Ντε Κολο σκόραρε κρίσιμα καλάθια στην τέταρτη περίοδο, μετά από σκριν Γκομπερτ ολοκλήρωνε είτε με σουτ είτε με μπάσιμο, αναπληρώνοντας για τα καλάθια που έτρωγε στην άλλη πλευρά του γηπέδου από Μπλάζιτς και Πρέπελιτς. Ο Luwawu έβαλε και αυτός το λιθαράκι του στην νίκη, σκοράροντας απέναντι στον Ντόντσιτς. Ο Hrovat από την άλλη χρησιμοποιήθηκε ως κρυφό αμυντικό χαρτί σε Ντε Κολό και Φουρνιέρ, δίχως να ήταν αρκετά αποφασιστική η συμβολή του για την πρώτη συμμετοχή των Σλοβένων σε Τελικό Ολυμπιακών αγώνων.
Αν κάτι πρόδωσε τους Σλοβένους και δεν κατέκτησαν το μετάλλιο ήταν σίγουρα ότι ο Ντόντσιτς έπαιζε με χάντικαπ, με αποτέλεσμα στον μικρό τελικό να τελειώσει με 22 πόντους αλλά με άσχημα ποσοστά εντός πεδιάς. Δεν είχε σχεδόν καμία επίδραση με διεισδύσεις σε αντίθεση με την πολύ μεγάλη σε προηγούμενα ματς, ο ρόλος του ήταν περισσότερο δολώματος για να μπορέσει να μοιράζει ασίστ σε άλλους, με ούτε μεγάλη επιτυχία σε αυτό με 7 ασίστ και 8 λάθη. Εξίσου βασικό ρόλο έπαιξε η άμυνα φυσικά, που ήταν δευτερεύουσα στους Σλοβένους.
Στους παίκτες που σήκωναν το κύριο βάρος, για την Σλοβενία, μετράμε τον Ντόντσιτς να έπρεπε να κλέβει στην άμυνα, τον Τόμπι να μην χρησιμεύει τόσο πολύ σε χετζ και switch προσέγγιση, τον Μούριτς όταν δοκιμαζόταν στο 4 να είναι πολύ αδύναμο κορμί, για τις ανάγκες της θέσης. Και βασικά τους μόνους πραγματικά αμυντικογενείς παίκτες να ήταν οι Μπλάζιτς και Χροβατ. Αλλά τον Πρέπελιτς να έπρεπε να παίζει δίπλα στον Ντόντσιτς για πιο εύρυθμη επιθετική λειτουργία. Δεν χρειάζονται όμως δάκρυα για τους Σλοβένους, με τον Ντόντσιτς οδηγό θα τους δούμε λογικά συχνά να παλεύουν στα ματς των μεταλλίων. Και σημασία είναι πως είχαμε την σπάνια ευκαιρία να απολαύσουμε τουρνουά σε μέσους όρους σχεδόν τριπλ νταμπλ (παρά 0,3 ριμπάουντ και 0,5 ασίστ) σε πόντους ριμπάουντ και ασίστ, από τον ίδιο παίκτη, τον δεύτερο σκόρερ των Ολυμπιακών Ντόντσιτς, που δυσκολεύει ακόμα και τον πιο καλό χρήστη οποιασδήποτε γλώσσας, να βρει τον κατάλληλο υπερθετικό χαρακτηρισμό για επαρκή περιγραφή και απεικόνιση των πεπραγμένων. Με μόνο μελανό σημείο η καμιά φορά κατάχρηση από την γραμμή του τρίποντου που μεταφράστηκε σε 30,4% σε 9,3 προσπάθειες ανά παιχνίδι με το ελαφρυντικό του τραυματισμού στα 2 τελευταία ματς της Σλοβενίας
Αυστραλία, έσπασε η κατάρα των μικρών τελικών για τα καγκουρό.
H επιλογή να γίνει ο μικρός τελικός μετά τον μεγάλο τελικό, για χάρη του Αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου τηλεόρασης NBC, ήταν χειρότερη και από ιστορικά λάθος αποφάσεις όπως η ονομασία Σουπρολίγκα, τα 9 εκατομμύρια που δόθηκαν στον Ντιόγκο και η πολυμετοχικότητα στον ποδοσφαιρικό Παναθηναϊκό. Κάνοντας την ιδέα των καρχαριών με λέιζερ από την ταινία Austin «Powers: Το χρυσό εργαλείο» να φαίνεται καταπληκτική μπροστά σε όσα βλέπουμε στην καλαθόσφαιρα και στο πως διεξάγονται ορισμένες διοργανώσεις της. Αυτό πάντως δεν ενδιαφέρει την Αυστραλία, που θα κατακτούσε κάποτε νομοτελειακά μετάλλιο σε μικρο τελικό, εφόσον το κατάφεραν το 2009 οι απόλυτοι λουζερ σε διαχείριση παιχνιδιών τρίτης θέσεις, οι Έλληνες. Ξεπερνώντας το απρόσμενο γεγονός του Άαρον Μπέινς, ο οποίος μετά το δεύτερο ματς δεν ήταν διαθέσιμος και δεν ξέρουμε ακόμα πόσο σοβαρός είναι ο τραυματισμός στον αυχένα του, εφόσον ήταν ικανός να τον αφήσει εκτός απονομής των μεταλλίων.
Πρόκειται σίγουρα για μια απώλεια που έπρεπε να αλλάξει σημαντικά στην ομάδα των Αυστραλών, που έπαιζαν αρκετά και με χετζ πάνω στον χειριστή για να εξυπηρετήσουν το βαρύ αν και 2-way Αυστραλό σέντερ, με όποιες λύσεις υπήρχαν στο ρόστερ. Λύσεις όπως με τον Λαντέιλ από τεσσάρι δίπλα στον Μπεινς να παίρνει περισσότερο μερίδιο στο 5, τον Κει και αυτόν ανάμεσα στο 4 και το 5 και τον Ingles να προτιμάται ως τεσσάρι από το να χρησιμοποιόταν εκτεταμένα ο Reath στις θέσεις των ψηλών. Διατήρησαν στην άμυνα μια μίξη μεταξύ επιθετικών αμυνών στους περιφερειακούς και αλλαγών στα σκριν, που λειτούργησαν οι δεύτερες π.χ στον αγώνα με την Ιταλία και στην καλύτερη άμυνα του δευτέρου ημιχρόνου. Άμυνα που ήταν η λέξη κλειδί για τους Αυστραλούς και έκανε την διαφορά σε σχέση με τους Σλοβένους, μαζί με την ατυχία που είχαν οι πρώην Γιουγκοσλάβοι με Ντόντσιτς. Έχοντας την τύχη, εκτός από ψηλούς που εξυπηρετούσαν ποικιλία αμυντικών επιλογών και τον Ingles να ακολουθεί εύκολα τα πιο ευέλικτα τεσσάρια, να συνδυαστούν με περιφερειακούς τους Thybulle, Exum και Dellavedova, οι οποιοί ικανοποιούσαν κάθε στερεότυπα για σκληρούς αθλητικά Αυστραλούς συμπεριλαμβάνοντας και την άμυνα. Στην άλλη όψη του νομίσματος την επίθεση, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα στο τι συμβαίνει. Laissez faire στον Μιλς και άγιος ο θεός, με τους Thybulle, Εxum, Dellavedova και Goulding να τελειώνουν και οι τέσσερις μαζί με λιγότερες εντός πεδιάς προσπάθειες από αυτές του Μιλς.
Επιπλέον, μέσα-έξω παιχνίδι από τους 2 βασικούς ψηλούς Λαντέιλ και Κει, με λίγες προσπάθειες ποσταρίσματος και μέσα σε αυτές κάποια μις-ματς υπέρ των Αυστραλών, τον Ingles να έχει καλό χειρισμό της μπάλας για forward, προσφέροντας ακόμα και ο ίδιος στην πικ εν ρολ δράση, δημιουργώντας και σουτάροντας αν χρειαστεί, ευρισκόμενος στην δεύτερη θέση των δημιουργών της χώρας των κοάλα και με 40,5% στα τρίποντα. Και τους ψηλούς της ομάδας να βοηθάνε επιπροσθέτως στις ασίστ με συνολικά 4,4 ασίστ από τους Λαντειλ και Κει, χωρίς να υπολογίζουμε τι κάνει ο Ingles σε αυτό το κομμάτι όταν περνάει στο τέσσερα. Απαραίτητο, αφού ο Μιλς δεν έχει μόνο ελευθερία κινήσεων, εκτελεί και plays εκτός μπάλας. Δεν ήταν τυχαίο που αυτοί οι τρεις μαζί με τους Thybulle, Εxum και Dellavedova έχουν τουλάχιστον 2,2 ασίστ ο καθένας, ξεφορτωνοντας δημιουργικό βάρος από τον Μιλς που ήταν το Α και το Ω της ομάδας. Μαζί με το βάρος της άμυνας λόγω της παρουσίας αρκετών καλών αμυντικών παικτών στο ρόστερ.
Συμπερασματικά, το παιχνίδι των Αυστραλών δεν θεωρείται τόσο φαντεζί όσο των Σλοβένων. Λειτουργεί με ένστικτο, με εκτελεσμένα τρίποντα σε αιφνιδιασμό. Το αποτέλεσμα όμως τους δικαιώνει, και τους έδωσε ότι έχασαν οριακά στον ημιτελικό με Ισπανία πριν από 2 χρόνια. Υπενθυμίζουμε και η φετινή Σλοβενία ένιωσε την εμπειρία να χάνεις στις λεπτομέρειες τον ημιτελικό, και να είσαι υποχρεωμένος να το διαχειριστείς στο παιχνίδι για το χάλκινο μετάλλιο. Και η Αυστραλία ήταν η τρίτη πιο παραγωγική με 90,2 πόντους μέσο όρο, και 2η καλυτερη στα τρίποντα με 39,7% ευστοχία, 1η σε ασιστ, 3η κλεψίματα, 4η σε λιγότερα λάθη μαζί με Σλοβενία, δείγματα για αποτελεσματικό παιχνίδι σε σετ, αλλά και στο αντίστοιχο αιφνιδιασμών. Έστω και σε ομάδα που εξαρτάται βαριά από τον Πάτρικ Μιλς.
Γαλλία ο μοναδικός σοβαρος αντίπαλος για τους Αμερικάνους
Στατιστικά οι Γάλλοι δεν ήταν απαραίτητα υπερηχητικοί, ως τέταρτη δύναμη σε μ.ο πόντων, 4η σε εντός παιδιάς σουτ, 2η σε κερδισμένες βολές, 2η σε συνολικά ριμπάουντ, πάντα όλα αυτά σε μέσους όρους. Μαζί με κάποια αρνητικά όπως τα λάθη, σαν 5η χειρότερη, και τα λίγα κλεψίματα. Το ρόστερ επίσης είχε κάποια ζητήματα που το έκαναν να απέχει από την τελειότητα. Με 3 πλει-μεικερ, τους 2 να παίζουν το πολύ 10 λεπτά με Αλμπισί, Ντιλικινά, τον Ερτέλ βασικό αλλά τον Ντε Κολο στην ουσία να είναι ο βασικός και καλύτερος δημιουργός. Στο 4 ο κλασικός power forward να είναι μόνο ο Yabusele, και οι υπόλοιπες λύσεις εκεί να είναι ο στην πραγματικότητα σέντερ Πουαριέ, είτε κατά διαστήματα ο Μπατιμ για πιο ευέλικτα σχήματα χωρίς να προσφέρουν οι 2 από τους 3 την μέγιστη περιφερειακή απειλή. Και στο 5 τα μεγάλα κορμιά των Γκομπερ και Φαλ να προσφέρουν επιθετικά πλεονεκτήματα σε σκριν και πόντους κοντά στο καλάθι, ατομικές άμυνες σε περιφερειακούς αν χρειαζόταν, αλλά να εκτίθενται κάποιες φορές σε σκριν αντιπάλων ψηλά και σε πικ εν ρολ δράση, και ας είναι καλοί αμυντικοί συνολικά.
Ο παραπάνω όμως τίτλος αποδίδει με απόλυτη ακρίβεια την πραγματικότητα. Με τους Γάλλους να ματσάρουν περισσότερο από όλους σε αθλητικότητα τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρατάσσοντας και ρόστερ με μπόλικη εμπειρία από τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, που έχει γίνει πιο γήινος προορισμός για πολλούς μη Αμερικανούς παίκτες. Χωρίς οι Γάλλοι να έχουν την αφέλεια που τους χαρακτήριζε την δεκαετία του ‘00, και ήταν αφορμή κοροϊδίας εκ μέρους μας. Έτσι είχαμε επανάληψη του τελικού πριν από 21 χρονιά. Και ως σύμπτωση οι Γάλλοι είχαν παίκτη του Ολυμπιακού, από τον Ρισασέ του τότε στον πανύψηλο Φαλ του σήμερα, και οι 2 χωρίς να τους είχαμε δει με την ερυθρόλευκη φανέλα ακόμη.
Σε γενικές γραμμές η μπασκετική Γαλλία 2021, ήταν η ομάδα που δέσποζε η αμυντική παρουσία του Γκομπέρ και τα σκριν του σέντερ της Τζαζ, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται με την περιφέρεια του κάθετου παιχνίδι των Ερτέλ και Ντε Κολο με σουτ και ασίστ. Επέδειξε επίσης την δράση του ηγέτη της Φουρνιέ, που έδινε την έξτρα off the ball δράση που δεν βλέπαμε από Ντε Κολο και Ερτελ, και το μεγαλύτερο μερίδιο σε ατομικές φάσεις. Η Γαλλία όμως δεν ήταν μόνο αυτοί οι 4. Είχαμε τον Μπατουμ με «μόνο» 7,7 πόντους, αλλά την γνωστή πολύπλευρη προσφορά που γνωρίζουμε εδώ και χρόνια με 6 ριμπαουντ, 2,8 ασσιστ, 1,2 κλεψίματα και 1 τάπα ανά παιχνίδι. Τον Λουβαβού τον ορισμό του 3 and d, που σκόραρε κυρίως από την δράση των συμπαικτών ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Αλλά και τους Πουαριέ, Γιαμπουσέλε και Φαλ, οι οποίοι δεν ήταν οι βασικές επιθετικές αιχμές. Ο πρώτος όμως συντέλεσε στο σχήμα των δίδυμων πύργων στο πρώτο ματς με ΗΠΑ που βοήθησε στην νίκη. Ο Γιαμπουσελέ έδινε μεγάλη ενέργεια. Ο δικός μας Φαλ αδικούταν από την τροφοδότηση του στην Γαλλία, ο Γκομπέρ δεν του άφηνε χρόνο. Πέρα όμως από το παρανοϊκό πείραμα να βγαίνει να μαρκάρει περιφερειακούς σε καταστάσεις switch, με επιτυχία τηρουμένων των αναλογιών, τελείωνε με μεγάλη συνέπεια 72,7% στα δίποντα και 77,8% στις βολές. Έβλεπε επίσης τον συμπαίκτη του με 1 ασίστ μέσο όρο σε μόλις 12,1 λεπτά συμμετοχής, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν γινόταν πιο σημαντικός παράγοντας σε περίπτωση που οι Γαλλοι τον εμπιστευόταν περισσότερο ειδικά στο επιθετικό κομμάτι.
ΗΠΑ επιστροφή στον θρόνο
Και με επιστροφή στο θρόνο δεν εννοούμε σε αυτόν των Ολυμπιακών, όπου κάθονται από το 2008 μετά την παρένθεση του 2004. Αναφερόμαστε φυσικά στο Παγκόσμιο του 2019, που δεν μπήκαν καν στα ημιτελικά. Ξέρουμε όμως ότι στους Ολυμπιακούς αγώνες παίρνουν το πράγμα πιο σοβαρά, κατεβάζοντας ανάλογα πολλούς αστέρες, κάνοντας πιο δύσκολο το έργο των αντιπάλων να τους ανταγωνιστούν και στα 40 λεπτά. Οι ΗΠΑ είναι γεγονός ότι έπαιξαν fair play με τους ψηλούς που δεν κατέβασαν, τα χαμένα και άστοχα απο μακρια πρώτα ημίχρονα σε προημιτελικό και ημιτελικό, και ότι 3 παίκτες από τους 12 παίκτες, Χόλιντεϊ Μπούκερ και Μιντλετον, ενσωματώθηκαν την τελευταία στιγμή. Ενδεχομένως να ήταν τυχεροί που στο πιο αδύναμο θεωρητικά σημείο τους στην front-line, αποκλείστηκε η Σερβία των μεγάλων κορμιών, βρήκαν στα προημιτελικά σιτεμένους αδελφούς Γκασόλ, και στα ημιτελικά μια Αυστραλία που δίχως Μπέινς δεν είχε ακριβώς κλασικούς ψηλούς ρακέτας όσο αδύναμη εντός εισαγωγικών να είναι μια γραμμή ψηλών με παίκτες σαν τους Ντουραντ, Γκριν και Αντεμπάγιο.
Μπορεί ακόμη να περιμένουμε να δούμε «παράλογα» πράγματα όπως ενιαίους κανονισμούς σε όλα τα πρωταθλήματα μπάσκετ, παρόλα αυτά οι ΗΠΑ έχουν μελετήσει στοιχειώδη πράγματα για αυτό που χαρακτηρίζουν International basketball. Έχουν καταλάβει ότι δεν αρκεί απλά να ενεργοποιούν τα ανώτερα σωματικά προσόντα τους να κλέβουν μπάλες (2οι σε κλεψίματα ), να βγαίνουν στον αιφνιδιασμό και να παίζουν 1 εναντίον 1 στο σετ παιχνίδι. Είναι απαραίτητο τα λίγα λάθη, 2οι καλύτεροι, και πάνω από όλα το καλό παιχνίδι 3 πόντων. Έτσι εποχές σαν του 2006, που είχαν λίγους σουτέρ και ο καλύτερος όλων ήταν ο Kirk Heinrich, δύσκολα θα τις ξαναδούμε. Αντι για αυτό, είχαν μια ομάδα που σούταρε με 39 % σε 34,2 προσπάθειες, όταν είχαν 38,7 προσπάθειες δίποντων/ματς, σε μια ομάδα που δεν ήξερες ποιον σουτέρ να πρωτοφυλάξεις από Ντουράντ, Χολιντει, Μπούκερ, Τέιτουμ, Λαβίν, Λίλαρντ, Μιντλεντον, Χολιντέι και τον Αντεμπάγιο στο 5 να διαθέτει σουτάκι μέσης απόστασης, αφήνωντας ουσιαστικά μόνο τον Γκριν άσουτο, έχοντας βέβαια ο τελευταίος την ικανότητα να παίξει στα πόδια βαρύτερους ψηλούς. Στήσιμο ρόστερ που προκάλεσε κάποια προβλήματα στα ριμπάουντ, αλλά διευκόλυνε και τους Αμερικανούς να έχουν 24,3 ασσιστ, την δεύτερη καλύτερη επίδοση, παρά τις κατηγορίες για ατομικιστικό παιχνίδι που δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητες σε Εθνική ΗΠΑ, διαψεύδονται όμως από τα νούμερα. Μια και με τόση κλάση παικτών, και τόσο καλών σουτ είναι αδύνατο να μην δοθούν βοήθειες σε μεμονωμένους παίκτες των Αμερικάνων, και να μην προκύψουν σουτ με τέτοιο spacing.
Αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Αμερικάνων ήταν ασφαλώς ο Ντουράντ, 2-way προσφορά ο δεύτερος Αμερικανός σκόρερ ο Τειτουμ. Ο Λίλαρντ θα μπορούσε να πάει καλύτερα, οδήγησε και αυτός σε σκοράρισμα ως ένας από από τους 4 διψήφιους σε πόντους. Ήταν όμως η χρονιά του Χόλιντεϊ των 11,8 πόντων που μετά το ρόλο κλειδί που έκανε μάγκες τους Μπακς, έδωσε ανάλογη θετική ώθηση στην Εθνική του με τα γνωστά δυνατά του στοιχεία σε ντραιβ, του πιο αξιόπιστου οργανωτή της ομάδας και της άμυνας του. Φροντίζοντας μάλιστα να το δείξει αυτό κιόλας από το ματς της πρεμιέρας με τους Γάλλους, και ας ήταν στην ομάδα κυριολεκτικά μόνο λίγες ώρες, κατευθείαν από τους τελικούς του ΝΒΑ.
ΗΠΑ VS Γαλλία Ο Τελικός
Οι 2 αυτές ομάδες αναμετρήθηκαν σε 2 ματς, στην πρεμιέρα και στο τέλος της διοργάνωσης, αν και τυπικά από πλευράς προγράμματος το τέλος ήταν το παιχνίδι για την τρίτη θέση μεταξύ Αυστραλίας και Σλοβενίας. Στο πρώτο οι Αμερικάνοι, με τρεις παίκτες να υποφέρουν από το τζετ λαγκ του ταξιδιού από ΗΠΑ σε Ιαπωνία μέσα σε λίγες ημέρες, έβρισκαν αυτούς που τους είχαν πετάξει έξω στο Παγκόσμιο, και όλοι ήλπιζαν σε ένα ντέρμπι. Το όποιο είδαμε και στην πράξη με τους Γάλλους να ανατρέπουν στο τελος το προβάδισμα των Ηνωμενων Πολιτειων Αμερικής. Νίκη που προήλθε διότι οι Γάλλοι εκμεταλλεύτηκαν τις αλλαγές στα σκριν των Αμερικανών, που πρόσφεραν μπόλικα μις-ματς στους Γάλλους, το σχήμα δίδυμων πύργων Πουαριε, Γκομπερ, την αμυντική ενέργεια του Γιαμπουσέλε και το μεγαλειώδες παιχνίδι του Φουρνιέ με 28 πόντους. Από την άλλη βέβαια, έκανε κακό παιχνίδι ο Ντουράντ με 10 πόντους, και μόνο ο Χόλιντεϊ ήταν έτοιμος από τους 3 που έπαιζαν στους τελικούς ΝΒΑ εκείνη την ημέρα.
Τι άλλαξε όμως μεταξύ πρεμιέρας και Τελικού όσον αφορά τα δεδομένα του παιχνιδιού; Σίγουρα ο πιο καθοριστικός παράγοντας ήταν ο Ντουραντ, ο οποίος στο πρώτο παιχνίδι αν και οι Γάλλοι χτύπησαν σε μις ματς με ψηλούς και κοντούς, ήταν ελάχιστα εμπλεκόμενος σε πόντους των Γάλλων, είτε σε δημιουργία είτε σε εκτέλεση. Αυτό άλλαξε άρδην στο παιχνίδι που έκρινε το χρυσό. Όταν στα πρώτα είκοσι λεπτά ο νυν παίκτης των Μπρουκλιν Νετς ήταν η ασφαλής διέξοδος των Γάλλων για να σκοράρουν με σχετικά λίγο κόπο, με 3 φορές να μην μπορεί να σταματήσει τον Γκομπερ στο low-post παρά μόνο στην καλύτερη με φάουλ. Έχασε 2 φορές τον Γιαμπουσέλε μετά από επαναφορά και διείσδυση συμπαίκτη του Γιαμπουσέλε. Ή όταν έκανε σκριν ο Γιαμπουσέλε και το πικ εν ρολ κατέληγε σε άλλο παίκτη που έκοβε στην πλάτη της ρακέτας. Αλλά και το high-low με αποδέκτη τον Γκομπερ είχε την ίδια δυσάρεστη κατάληξη για τον Ντουραντ με όλες τις προηγούμενες. Όμως όχι μόνο στο δεύτερο ημίχρονο δεν έβρισκαν με την ίδια ευκολία πόντους απεναντι στον Ντουραντ, αφού είχαμε μόνο ένα τρίποντο από τον Γιαμπουσέλε, ταυτόχρονα οι Αμερικανοί ήταν πιο έτοιμοι να απελευθερώσουν τον μεγάλο αστέρα τους από τα αμυντικά σχέδια των Γάλλων, που θα επικεντρωνόταν φυσικά πάνω από όλα στον Ντουραντ. Περίμεναν ότι ο αντίπαλος power forward Γιαμπουσελέ θα έβαζε παλι πάνω μεγάλη ένταση πάνω στον Ντουραντ, και αν ήταν αναγκαίο, θα έπρεπε ο Ντουραντ να τα βγάλει πέρα με τα γιγαντιαία κορμιά των Πουαριε, Φαλ και Γκομπερ μετά από αλλαγές σε σκριν ή σε ατομικό μαρκάρισμα.
Οι Αμερικάνοι στόχευσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να έβρισκε παίκτες με αρκετά λιγότερα εκατοστά ύψος. Ο Ντε Κολο ήταν ένα τέτοιο θύμα, έχοντας σε 3 περιπτώσεις να καλύψει τον Ντουραντ, η μια από αυτές σε close out περίπτωση και σε όλες από αυτές να σουτάρει από πάνω του. Ο Λουβάβου που δέχτηκε τρίποντο σε επαναφορά από τον Ντουραντ. Αλλά και ο Φουρνιέ που είχε και αυτος την ατυχία να βρει τον Ντουραντ, με την αναπόφευκτη κατάληξη ενός ακόμα εύστοχου σουτ. Όταν μάλιστα ακόμα και το πιο μεγάλο και ταιριαστό κορμί του Μπατούμ δεν ήταν ικανό να σταματήσει ούτε και αυτός τον Ντουραντ, που σκόραρε με διάφορους τρόπους, τρίποντο μετά από πάσα στο ποστ, κόψιμο, τρίποντο με σκριν πάνω στην μπάλα, και έδινε πάσα με πικ εν ποπ, ο δρόμος για τους 29 πόντους του Ντουραντ είχε ανοίξει, μια αρκετή καλύτερη επίδοση από τους 10 πόντους του πρώτου αγώνα. Κάτι που έκανε την διαφορά ανάμεσα στο να πανηγυρίσουν οι ΗΠΑ ή να νιώσουν μια ακόμη ταπεινωτική εμπειρία μετά το 2019. Μαζί με την καλύτερη δουλειά των Χολιντέι, Λαβιν και λοιπών πάνω στον Φουρνιέρ που από τους 28 πόντους πήγε στους 16 στο ματς του χρυσού μεταλλίου. Έπαιξαν ρόλο βέβαια ότι σε ένα ακόμα παιχνίδι απέναντι στους Γάλλους είχαν λιγα λάθη, και σαφώς καλύτερη αναλογία ασσιστ-λαθών, ότι ο Πουαριερ δεν προέκυψε πάλι ως κρυφό άσο στο μανίκι και η αρνητική επίδραση του Ερτέλ στο παιχνίδι, που δεν άντεξε την πίεση των Αμερικάνων. Τελείωσε ο νέος pointguard της Ρεάλ με αρνητική αξιολόγηση και χρειάστηκε να μπει ο Ντιλικινά για να πούμε εκ των υστέρων ότι περισσότερο Ντιλικινά αντι για Ερτέλ θα έκανε καλό στους τριταθλητές κόσμου, και δεύτερους Ολυμπιονίκες.
Η διαφορετική κατάληξη μπορεί να ξεγελάσει όσους ασχολούνται με το μπάσκετ και να υποθέσουν ότι είχαμε κάποιες μεγάλες διαφορές. Πέρα όμως από τις περιπτώσεις Φουρνιέρ και Ντουραντ, πολλά πράγματα διατηρήθηκαν πάνω-κάτω τα ίδια εκτός της υπεροχής των Αμερικάνων σε αναλογία ασσιστ-λαθών και στα 2 ματς που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας.
-Οι Γάλλοι είχαν το πάνω χέρι στα ριμπάουντ και στα 2 ματς με 6 και 7 περισσότερα.
-Οι Αμερικάνοι έμειναν πιστοί στην switch everything τακτική τους και έδειξαν στην πράξη την υπεροχή τους στα κλεψίματα, ως δεύτερη καλύτερη ομάδα του τουρνουά με 17 έναντι 8 των Γάλλων.
-Ο Ντε Κολο σημαδεύτηκε σε αμφότερα τα παιχνιδια εκτός από τις προαναφερόμενες καταστάσεις μις-ματς με Ντουράντ, με ντραιβ και ποστ Χόλιντεϊ, δημιουργία πικ εν ρολ που ξεκίνησε από Μπούκερ Τειτουμ, και Λίλαρντ, αλει-ουπ ασίστ του Χόλιντει, διείσδυση Λαβίν, κόψιμο του Τέιτουμ, τρίποντο από κυκλοφορία Μπούκερ και Hand-off ασίστ του Λαβιν που δεν μπόρεσε να αποτρέψει ο άσος της Φενέρμπαξε.
-Οι Γάλλοι έψαξαν και στα 2 ματς τους ψηλούς, και πλήγωσαν πολύ την επιλογή των Αμερικάνων να αλλάζουν με τόση ευκολία στα σκριν, εφαρμόζοντας μετά τους δίδυμους πύργους Πουαριε-Γκόμπερ του πρώτου ματς, για κάποιο χρονικό διάστημα του δευτέρου ημιχρόνου στο τελικό ένα ακόμα βαρύτερο σχήμα το Φαλ και Γκομπερ μαζί.
-Οι Αμερικάνοι ως απάντηση έψαξαν και αυτοί τα δικά τους υπέρ μις-ματς στη περιφέρεια με Τέιτουμ να ποστάρει κυρίως Luwawu και λιγότερο Ερτέλ, συμπληρώνοντας αυτά που είχαν προκύψει και για χάρη του Ντουράντ απέναντι σε γκαρντ.
-Ο Ντουράντ σούταρε καλύτερα από τα 6,75 σε σχέση με τον πρώτο αγώνα που είχε 16,7% τρίποντη… αστοχία. Οι Αμερικανοί είχαν το τρίτο καλύτερο τρίποντο ποσοστό με 39 %. Στα ματς όμως με την Γαλλία, αυτό το όπλο έμεινε ανενεργό, με μόλις 31,2% και 32,3 % ποσοστό ευστοχίας σε ματς ομίλου και Τελικό αντίστοιχα.
-Και τέλος αν και οι Αμερικάνοι είχαν φανερό μειονέκτημα στις θέσεις των ψηλών και ο Γκομπέρ είναι ένας από τους περισσότερο αναγνωρισμένους αμυντικούς στον χώρο του μπάσκετ, τελικά προσπαθώντας μαζί με τον Φαλ να αλλάζουν σε σκριν κάποιες φορές, οι Αμερικάνοι ήξεραν ότι δεν μπορούσε να ανεβαίνει πάντα ψηλά και να τα καλύπτει όλα. Και ήταν ευρηματικοί στο πως μπορούσαν να τον απασχολήσουν με πικ εν ρολ και πικ εν ποπ Αντεμπάγιο, τροφοδοσία από επαναφορά σε Αντεμπάγιο, hand-off ασίστ από Αντεμπάγιο, τρίποντα που προήλθαν από πάσα στο ποστ των Αντεμπάγιο και Γκριν, αιφνιδιασμό Αντεμπάγιο. Και την λίστα να μην τελειώνει εκεί φυσικά αλλά να συνεχίζεται με τρίποντα από Λιλαρντ σε μις-ματς , τον Χολιντέι να βρίσκει τον Γκομπερ σε μις-ματς και να πασάρει έξω για τρίποντο στον Λαβιν. Δύο ντράιβ από Χόλιντει και Μπούκερ στα μούτρα του Γάλλου σεντερ, ατομικό σουτ Αντεμπάγιο, τρίποντο από τον Ντουράντ σε περιστροφή. Και μερικές ακόμα επιθετικές διεξόδους να βασίζονται σε σκριν πάνω στην μπάλα και τον Γκομπερ να μένει βυθισμένος πιο πίσω, που είτε κατέληγαν σε τρίποντο είτε σε φάσεις που Μπούκερ και Ντουραντ έπαιρναν το πικ από Αντεμπάγιο και Γκριν αντίστοιχα για να βρουν τους Ντουραντ και Τέιτουμ και αυτοί να προσθέσουν 3 πόντους στο σακούλι τους.
Όσο όμως και αν νιώθουν πικρία οι Γάλλοι, το ότι ακριβώς έμειναν ανταγωνιστικοί και χτύπησαν και αυτό το ματς απέναντι στους Αμερικάνους, ενώ οι ΗΠΑ είχαν περισσότερα ματς στα πόδια τους και ήταν πιο υποψιασμένοι είναι σαν δεύτερο χρυσό, αρκεί να βρουν σιγα-σιγα μια νεότερη γενιά πλει-μεικερ. Στα 2 τελευταία τουρνουά, αυτό και το προηγούμενο, με Αλμπισι και Ντιλικινά υπολογίζονται περισσότερο. Ο άσσος δεν ήταν ασφαλώς στα χάλια της Νιγηρίας και Γερμανίας, και η περιφέρεια τους ήταν πολύ ποιοτική. Αποδείχθηκε όμως ότι τους στοίχισε για το κάτι παραπάνω, και στις 2 διοργανώσεις. Οι Ερτέλ και Ντε Κολο είναι 32 και 34, έρχονται τρια συνεχόμενα καλοκαίρια γεμάτα μεγάλες διοργανώσεις Εθνικών ομάδων και λύσεις σαν τους Βέστερμαν και Αλμπισί είναι φανερά ταβανιασμένες. Γίνεται επιτακτική η ανάγκη να βγει κάποιο νέο ταλέντό, να ωριμάσουν γρήγορα τα τωρινά σαν τους Strazel και Killian Hayes. Ή τουλάχιστον ο Ντιλικινα να έχει μια πιο γεμάτη χρονιά από αυτή των 33 αγώνων στους Νικς φέτος.
Όπως όμως κάθε χρόνο σε τουρνουά που συμμετέχουν οι ΗΠΑ, θα τεθει και αυτόν τον χρόνο αν και πόσο έκλεισε η ψαλίδα. Είναι όπως το βλέπει κανείς, αν πάρει κανείς ως μέτρο σύγκρισης την δεκαετία που οι αντίπαλοι ήθελαν να πάρουν αυτόγραφο από την πρώτη και αυθεντική ντριμ τιμ, όταν το 1994 εμείς οι Έλληνες πανηγηρίζαμε που ως πρώτη ομάδα τρώγαμε λιγότερο από 100 πόντους και το 1996 ο κόσμος ήταν έκθαμβος που οι Γιουγκοσλάβοι άντεξαν περισσότερο από ένα ημίχρονο απέναντι στις ΗΠΑ, τότε η απάντηση θα ήταν θετική. Από εκείνο τον ημιτελικό στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ που η Λιθουανία έφτασε πολύ κοντά στο να νικήσει αυτή για πρώτη φορά μια ομάδα με επαγγελματίες παίκτες έχουμε περάσει σε διαφορετική εποχή. Με απώλειες τίτλων για τους Αμερικάνους όπως το 2002 το 2004 το 2006 και το 2019, τους Ισπανούς να μας προσφέρουν 2 ανταγωνιστικούς τελικούς με τις ΗΠΑ το 2008 και 2012 στους Ολυμπιακούς και να έχουμε κάποια μεμονωμένα παιχνίδια που οι ΗΠΑ προβληματίζονται από τους αντιπάλους, υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι πια εξωγηινοι.
Σε αυτό πάντως το Τουρνουά επικράτησε τελικά το Citius, Altius, Fortius. Οι Γάλλοι πήγαν τελικό και ήταν οι μόνοι που ανταγωνίστηκαν τους Αμερικάνους στους Ολυμπιακούς σε αθλητικότητα με τον λιγότερο αθλητικό τον Ερτελ να τους στοιχίζει στον τελικό με ΗΠΑ. Οι Αυστραλοί που τερμάτισαν τρίτοι είναι περιβόητοι για την αθλητική σκληρότητα τους. Και οι Σλοβένοι που ήταν οι πιο μαλθακοί αμυντικοί δεν πήραν τίποτα από υλικής απόψεως. Η ουσία είναι ότι όμως οι Αμερικάνοι με προβληματική προετοιμασία, με το 1/4 της ομάδας να λείπει, επικράτησαν άνετα σε όλα τα ματς πλην αυτών με τους Γάλλους. Φαινόταν ανώτεροι στον αμφίρροπο τελικό και ακόμη και στο ματς που έχασαν είχαν ένα +7, 3 λεπτά και 21 δευτερόλεπτα πριν το τέλος εκείνου του αγώνα.
Η εμπειρία ΝΒΑ, που αποκτούν όλο και περισσότεροι παίκτες, που δεν κατάγονται από τις ΗΠΑ, εγγυάται ότι δεν θα έχουμε στο μέλλον πορείες των ΗΠΑ αποκλειστικά σε ρυθμό περιπάτου. Η τύχη όμως των τουρνουά όταν οι Αμερικάνοι θα κατεβάζουν κανονικές ομάδες θα βρίσκεται ακόμα στα χέρια τους. Κάποιοι λένε ότι το ατομικό μπάσκετ των Αμερικάνων πρέπει να τιμωρηθεί από το ομαδικό των υπολοίπων. Όμως εκτός από τα στατιστικά στις ασίστ, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι Αμερικανοί έχουν κάνει 2 πράγματα σωστά στο μπάσκετ. Σε μια χώρα που την λες μέχρι και χυδαία καπιταλιστική, καταφέρνουν να έχουν πρωτάθλημα ,που όλες οι ομάδες του θα παλέψουν διαχρονικά περισσότερο ή λιγότερο για πρωτάθλημα, αντί να μονομαχούν μόνο συγκεκριμένες δυνάμεις για την κορυφή. Και η έμφαση στους αστέρες με το αυξημένο επιθετικό μερίδιο που λαμβάνουν, βοηθάει στην εμπορικότητα της λίγκας. Αυτό είναι μια απάντηση σε όσους κατά καιρούς απαξιώνουν για τους δικούς τους λόγους την συγκεκριμένη Βορειοαμερικανική επαγγελματική λίγκα. Τα λέμε του χρόνου στο Ευρωμπάσκετ…