Καλοκαίρι, μπάσκετ, off season, μεταγραφές, φήμες. Για πολλούς, η καλύτερη περίοδος του έτους, καλύτερη ακόμα και από την ίδια την αγωνιστική περίοδο. Η καλύτερη περίοδος την καλύτερη εποχή του χρόνου, το θέρος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να τρέχουμε πρωί πρωί στα περίπτερα, να επιλέξουμε το καλύτερο πρωτοσέλιδο, αυτό που θα προκαλούσε τους καλύτερους μπασκετικούς συνειρμούς στην παραλία.
Παραλία και εφημερίδα ανέκαθεν αποτελούσε μια μυσταγωγία, ένα συνδυασμό δροσερό, περισσότερο κι από την ίδια τη θάλασσα, αφού η επεξεργασία 12δων στο μυαλό αναζωογονούσε το πνεύμα καλύτερα κι από το να βουτήξεις στα νερά της Μυκόνου, κάτω από 40αρη καύσωνα. Βέβαια, η τεχνολογία εξελίχθηκε, ζούμε την εποχή του digital μέσω των smartphone και η εφημερίδα έχει υποκατασταθεί πλήρως από το internet, σε σημείο που το κύριο ζητούμενο πλέον στην παραλία δεν είναι αν θα βρεις καλό σημείο ή αν τα ύδατα είναι τιρκουάζ απόχρωσης, αλλά κατά πόσο πιάνει καλά το 4G. Μάλιστα τώρα υπάρχει και το αμέσως επόμενο βήμα που είναι τα highlights μέσω YouTube, οπότε η φαντασία εμπλουτίζεται με εικόνα, προκαλώντας ακόμα εντονότερες διαφωνίες στις μεταξύ μας συζητήσεις, σχετικά με το πιο είναι το θελκτικότερο ή αποδοτικότερο roster που οφείλει η διοίκηση να διαμορφώσει.
Από προπονητές της εξέδρας δηλαδή περάσαμε σε ένα εξελιγμένο είδος προπονητή, αυτόν του YouTube. Και να σου οι διαφωνίες μεταξύ μας. “Χρειάζεται mobile ψηλός“, “Όχι χρειαζόμαστε μέγεθος” λέει ο άλλος, “κοντός με iso στοιχεία” ο παρ’ άλλος και ούτω καθεξής. Και μετά ξέρετε τι βγαίνουν ε; Τα κομπιουτεράκια. Γιατί, συν τοις άλλοις, εκτός από προπονητές είθισται να γινόμαστε και λογιστές ή CFO. Άλλωστε η ομάδα του μυαλού μας είναι δικιά μας, και δεν δεχόμαστε από κανένα να χειραγωγεί την νοερή στελέχωση της. Κι αφού φτάσαμε στους αριθμούς, μέρες που είναι και οι μεταγραφές ή οι επικείμενες ανανεώσεις τρέχουν (την ώρα που γράφονταν τούτες οι γραμμές οριστικοποιήθηκε η παραμονή του Vezenkov στην ομάδα), ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε δειλά δειλά το προκείμενο αυτού του άρθρου, που είναι οι υπεραξίες!
Στο άρθρο Αλλαγές στην φορολογία και επιπτώσεις θίξαμε το θέμα της φορολογίας, και το κατά πόσο η φετινή μείωση του συντελεστή από το 45% στο 22% θα ενίσχυε την επάνδρωση του roster, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ελάχιστα θα επηρεάσει αυτό την τελική 12αδα, αφού το ζητούμενο για την ανατίμηση συμβολαίων είναι το έσοδο του τμήματος και όχι η φορολογία, η οποία ωφελεί τη βιωσιμότητα του ΑΦΜ παρά το αγωνιστικό. H υπεραξία όμως και ο τρόπος ο οποίος διανείμεις τα ταμειακά διαθέσιμα σου είναι πάντα εδώ, ανεξαρτήτως φόρων. Καθημερινά επικρατούν φράσεις στις μεταξύ μας διενέξεις του τύπου: “τόσα πρέπει να δώσεις σε αυτόν”, “όχι δεν αξίζει τόσα ο τάδε, αν δώσεις τόσα πολλά στο δείνα αλλοιώνεις την ισορροπία του roster και μοιραία οι υπόλοιπες θέσεις θα στελεχωθούν με στοιχήματα”, “καλύτερα να πάρει ένα φθηνότερο αλλά αθλητικότερο από την τάδε league” και άλλα τόσα όμορφα αποφθέγματα αντίστοιχου περιεχομένου. Εν τω μεταξύ, για κάποιο λόγο, όλοι μας γνωρίζουμε τη χρηματιστηριακή αξία του καθενός αθλητή εκεί έξω, γνωστού ή αγνώστου, καλύτερα κι από όσο γνωρίζει ένας χρηματιστής την αξία των μετόχων των τραπεζών στο άνοιγμα της ημέρας. Φυσικά έχει αναφερθεί και ο παράγοντας “κορονοϊός“, και το κατά πόσο αυτό θα επηρεάσει τις μεταγραφές στην φετινή off season.
Κι εδώ έρχεται η στιγμή που θα προβώ σε κάτι το οποίο βδελύσσομαι, να κάνω δηλαδή μια κανονική κυβίστηση, αφού ήμουν σχεδόν πεπεισμένος ότι η αγορά θα αντιδράσει από το γεγονός αυτό. Οι αξίες θα κλονιστούν, οι πολλές και θορυβώδεις μετακινήσεις θα περιοριστούν και οι ομάδες θα κινηθούν συντηρητικά, κοιτάζοντας πρωτίστως να θωρακίσουν τα ήδη υφιστάμενα roster τους, ενώ οι όποιες προσθήκες θα ήταν φειδωλές και οικονομικές. Κάτι για 30% μείωση εσόδων μας έλεγαν. Φευ. Όχι μόνο δε συμβαίνει αυτό, αλλά αντίθετα συντελείται μια από τις πιο δραστήριες μεταγραφικές περιόδους, ακόμα και με εξαγορά παικτών με συμβόλαιο με καταβολή ρήτρας (Shengelia, Hines) αλλά και ηχηρές μετακινήσεις (Milutinov, Delaney, Datome, Saras, Kokoskov, Loyde κ.α). Γενικά διαπιστώνεται μια επιθετική μεταγραφική πολιτική, σχεδόν από όλους τους συλλόγους. Σα να μη βιώσαμε ποτέ τρίμηνη καραντίνα και όλα τα παρελκόμενα. Καλό αυτό για το προϊόν και αυξανόμενη αδημονία για έναρξη της σεζόν.
Υπεραξία λοιπόν. Για την ακρίβεια αξία ΚΑΙ υπεραξία. Και τα ερωτήματα που με/μας βασανίζουν είναι πολλά. Και τα αρχικά, αλλά και τα παράπλευρα αυτών.
Αξίζει τα όσα πήρε;
Με πόσα υπέγραψε;
Τι ποσοστό του budget διατέθηκε για να υπογράψει;
Θα στερήσει την ενίσχυση στις υπόλοιπες θέσεις;
Κι έπειτα γεννιούνται παράπλευρα ερωτήματα.
Με ποιο κριτήριο κοστολογήθηκε ή υπερκοστολογήθηκε;
Τι είναι τελικά αυτό που πληρώνεις σε ένα παίκτη για να σου κάνει τη διαφορά ή απλά για να αποδεχτεί το ρόλο του ρολίστα; Οι επιτυχίες του παρελθόντος του που κουβαλάει στο βιογραφικό του; Τα επί μέρους στατιστικά του ή το σύνολο (PIR); Το potential; Όλα μαζί;
Και όλο αυτό τελικά εκτοξεύει αξίες, που άλλοτε αποτυπώνονται στο παρκέ κι άλλοτε απλά γεμίζουν τραπεζικούς λογαριασμούς. Αυτό το τελευταίο εμείς το έχουμε βιώσει έντονα στο πετσί μας. Και το ζήτημα δεν είναι τόσο οικονομικό όσο… νοοτροπίας. Περιπτώσεις… υπεραξίας επηρεάζουν τον τρόπο που κινείται μια ομάδα με συγκεκριμένο οικονομικό ταβάνι, και όχι σωματεία που πληρώνουν υπεραξίες απλά επειδή… μπορούν. Με ποιο τρόπο επηρεάζουν; Αποτελούν μετρό σύγκρισης σε υποψήφιες μελλοντικές διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα πολλές φορές μια σχεδόν κλεισμένη μεταγραφή, να χαλάει στο τέλος λόγω διστακτικότητας της ΚΑΕ;
Και συγκεκριμένα για την ομάδα μας τη δεκαετία που μας πέρασε ήταν ένα επιπλέον κατόρθωμα τα όσα πέτυχαν. Μια ομάδα που ξεχώρισε. μην έχοντας το πλεονέκτημα να διατηρήσει κορμό λόγω της οικονομικής αντιξοότητας και των νόμων της αγοράς , σε σύγκριση π.χ. με τον Παναθηναϊκό της προηγούμενης δεκαετίας, που οι συνθήκες της χώρας επέτρεπαν ανταμοιβή αξιών και υπεραξιών. Ο Ολυμπιακός ήταν αναγκασμένος ναι παίζει κάθε 2 χρόνια moneyball, ως προς τους ξένους, και το κατάφερε καλά, όπως αποδείχθηκε. Ήταν η φυσική αντίδραση απέναντι στα ισχυρότερα πορτοφόλια. Βέβαια περιπτώσεις τις οποίες κοστολογείς λανθασμένα προς τα πάνω (κατόπιν εορτής το διαπιστώνεις βέβαια) είναι αναπόφευκτες, όταν μιλάμε για επαγγελματικό αθλητισμό. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, εκ των προτέρων, αν θα αποσβεστεί ένα υψηλό συμβόλαιο στο τέλος της χρονιάς.
Βέβαια συμβαίνει και το αντίστροφο, παίχτες που αμείβονται με λίγα να αποδίδουν σαν παίχτες εκατομμυρίου, ενώ όταν κληθείς να πληρώσεις περισσότερα στην ανανέωση να μην έχεις τα αποτελέσματα που αντιστοιχούν… στα παραπάνω λεφτά. Συζητούσαμε τις προάλλες πως μπορούν ομάδες, όπως εμεις με συγκεκριμένο ταβάνι, να βρουν εναλλακτικές πηγές ρευστότητας, εφόσον τα έσοδα είναι συγκεκριμένα/περιορισμένα. Δηλαδή από τις στιγμή που δεν μπορείς να πληρωσεις την αξία να τη δημιουργήσεις μόνος σου και να την πουλήσεις αργότερα (π.χ. Pokusevski) αλλά κάτι τέτοιο χρήζει πολύπλευρης ανάλυσης, που ισως μας απασχολήσει αναλυτικά σε επόμενο άρθρο.
Το γηπεδικό ξεκάθαρα είναι μονόδρομος, οπότε μια τέτοια εξέλιξη σου αλλάζει status αυτόματα. Μέχρι τότε αισιοδοξία. Προσωπικά, η τακτική της διοίκησης (έστω κι αν δεν είναι ίσως μόνο επιλογή αλλά μονόδρομος) να μην πληρώνει υπεραξίες οι οποίες για 1002 λόγους δεν θα αποδώσουν τα αναμενόμενα, αλλά να επιλέγει στοιχήματα και να διατηρεί ισορροπίες στο roster και τους ρόλους, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλά το κίνητρο για ανέλιξη, με καλύπτει πλήρως. Το έξυπνο recruiting, αν και δεν εξασφαλίζει την επιτυχία (τίποτα δεν την εξασφαλίζει), είναι η καλύτερη απάντηση απέναντι στην εκτός λογικής σπατάλη (ομάδες που πέταξαν άπειρα λεφτά και δεν κέρδισαν τίποτα). Και μην ξεχνάτε ποιον έχουμε φέτος στον πάγκο μας. Σωστές κινήσεις στα σωστά χρήματα και με το δείκτη φιλοδοξίας στο κόκκινο!! Σαν τη φανέλα μας δηλαδή!!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ (μπορεί, ωστόσο, να σε κάνει ευτυχισμένο) – vol. I