“.. I wouldn’t like nights so bright, you couldn’t see the stars..”
(Akira Kurosawa, Dreams)
Μέρος 1ο – Φεβρουάριος 2020
Η συνάντηση με τον «Σοφό»
Όποτε κάθομαι στις αναπαυτικές πολυθρόνες του «Βυζαντινού» στο Hilton (άλλος καθαρίζει…) πίνω τον εσπρέσο μου και αφοσιώνομαι στην κουβέντα με τον απέναντί μου, έναν βαθύ γνώστη της… Αυτό όντως το «της» είναι ένα από τα δύο μεγάλα μυστήρια που συνοδεύουν τον «Σοφό» φίλο μου πού κάθεται στην απέναντι πολυθρόνα. Το δεύτερο μυστήριο είναι αυτό ακριβώς το «φίλος». Μια μυστήρια γνωριμία, με ακόμα πιο μυστήρια συνέχεια δημιούργησε ένα πέπλο μυστηρίου που αγκαλιάζει αυτή την ιδιαίτερη σχέση. Μυστήριο εις τον κύβο!
Όλα ξεκίνησαν ένα καλοκαιρινό απόγευμα 25 περίπου χρόνια πριν. Νοσηλευόμουν σε ένα νοσοκομείο για μια μικροεπέμβαση ώσπου άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο «σοφός φίλος». Είχε έρθει να κάνει μια επίσκεψη σε ένα συγγενή του αλλά επειδή είχε πάρει εξιτήριο παρουσιάστηκε μπροστά σε εμένα, τον νέο «ένοικο του δωματίου. Δεν πτοήθηκε και αποφάσισε με κάθε τρόπο να πραγματοποιήσει αυτή την επίσκεψη, οπότε κάθισε με εμένα τον άγνωστο. Για να πω την αλήθεια καμία όρεξη δεν είχα για άγνωστες παρέες αλλά κρατούσε κάτι πολύτιμο. Μια αθλητική εφημερίδα στην μασχάλη του!
– «Α, αυτή» απάντησε, «την έφερα για τον συγγενή, αλλά ορίστε» και μου την προσέφερε. Από τότε κάθε απόγευμα ήταν εκεί με το «Φως» παραμάσχαλα και μου έκανε παρέα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε καμία σχέση με τα Αθλητικά, δεν ήταν ούτε μπασκετόφιλος, ούτε καν Γαύρος. Μόλις με έβλεπε να πιάνω με μανία την εφημερίδα και να την ξεφυλλίζω με ρωτούσε γελώντας…
– «Μα τι σου τραβάει τόσο πολύ το ενδιαφέρον;» Μα ήταν απορία αυτή;
– «Ο Eddie Johnson φίλε που μόλις τον υπέγραψε ο Σωκράτης και η αγωνία μου να πάμε επιτέλους σε έναν τελικό Ευρώπης»
Αυτή η σχέση συνεχίστηκε όλα αυτά τα χρόνια, με το μοναδικό πρόβλημα ότι δεν έμαθα το όνομα του μέχρι σήμερα. «Το “φίλε” μου αρέσει πολύ», έλεγε συνέχεια. Κατά τα άλλα όλα νορμάλ, αν εξαιρέσουμε βέβαια ότι δεν ήξερα τίποτα γι αυτόν, ούτε που μένει, ούτε τι δουλειά κάνει, ούτε τίποτα. Κατά τα άλλα εντάξει. Αν εξαιρέσουμε επίσης ότι δεν ήξερα ούτε το τηλέφωνο του, ούτε πότε θα συναντηθούμε.
– «Θα σε καλώ εγώ, Μιχάλη».
Βασικά μαύρα μεσάνυχτα είχα δηλαδή, αλλά 2 φορές τον χρόνο πάντα με καλούσε, η συνάντηση λάμβανε χώρα πάντα στο «Βυζαντινό», μου έκανε το τραπέζι το οποίο κατέληγε πάντα στον καθιερωμένο εσπρέσο και φυσικά σε αυτό που περίμενα κάθε φορά… Την κουβέντα μας. Και εδώ έρχεται και κολλάει το «Σοφός» και το βαθύς γνωστής των πάντων… εκτός από το μπάσκετ και τον Ολυμπιακό. Κάθε συζήτηση μαζί του ήταν ένα μάθημα ζωής για μένα, αν και τώρα που το σκέφτομαι ίσως είμαστε εντελώς διαφορετικοί. Ο σοφός φίλος μου υποστήριζε ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να προβεί σε πράξεις, πράξεις που οφείλονταν ολοκληρωτικά στην σκέψη, ενεργοποιώντας απλώς ο καθένας την πανίσχυρη θέληση του και την απόλυτα ελεύθερη βούληση του. Εγώ μάλλον ήμουν το αντίθετο. Θα έλεγα ότι ενώ εκείνος εξέφραζε την μαθηματική βεβαιότητα εγώ αντιπροσώπευα την «συναισθηματική» αμφιβολία.
– «Μα τι ακριβώς σκέφτεσαι; Πάλι ταξιδεύεις;», διέκοψε τις αναμνήσεις μου. Γέλασα, πάλι με κατάλαβε.
– «Μια ερώτηση Μιχάλη», συνέχισε, «όταν πας να αγοράσεις ψωμί απαγγέλλεις Σαίξπηρ στη φουρνάρισσα; Να αγοράσω κρουασάν βουτύρου ή με σοκολάτα, ιδού η απορία!»
Πφφφ… πάλι ρεζίλι έγινα αλλά ευτυχώς με έβγαλε από την δύσκολη θέση, διότι βγήκε αμέσως έξω να κάνει ένα προσωπικό τηλεφώνημα.
«Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως φαίνονται»
Βρήκα την ευκαιρία να κάνω και εγώ ένα μπασκετικό διάλειμμα συνομιλώντας με τους φίλους μου στο Red Point Guard. Ο Κάρολος φτιάχνει βιντεάκια, ο Μανολίτο ετοιμάζει scouting για το πρωτάθλημα Καζακστάν, ο Νικ μόλις ανέβασε πύρινη ανάρτηση για το Ban, o Διονύσης διορθώνει το κείμενο του Μάνου με τις 212 λέξεις, ο οποίος κοιμάται γιατί ξενύχτησε χτες, Ο Τεό έχει βγει με τον Τζορτζ για ποτό, ο Νάβα μετράει τις μοίρες από τις εισαγωγικές πάσες που έχει βάλει ο Μπι στο παιχνίδι, ο Φίλιππος έχει εξεταστική… όλα υπό έλεγχο δηλαδή..
– «Πάλι για μπάσκετ μιλάς με τους φίλους σου;» Επέστρεψε από το τηλεφώνημα του…
– «Ναι Σοφέ μου, με τα παιδιά από το blog».
– «Σίγουρα είστε όλοι ενθουσιασμένοι με την παρουσία του Μπαρτζώκα. Είναι σπουδαίος προπονητής. Ευλογία για τον Ολυμπιακό…»
– «Αυτό είναι αλήθεια γιατί ο Μπαρτζωκ…»
Μα μισό λεπτό, αυτός βγάζει σπυράκια με το μπάσκετ, πως έχει άποψη «μπασκετική»; Θέλω να τον ρωτήσω αλλά έχει πάρει φόρα.
– «Αυτή τη φορά ο κόουτς θα είναι πιο έτοιμος πιο ώριμος. Δεν θα παρασυρθεί από τα συναισθήματα του, θα αναλύσει τα δεδομένα και θα πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις. Θα αποφύγει και την «μεροληψία της επιβίωσης», γιατί ναι μεν κάποιες φορές το πρόβλημα δεν είναι σε αυτά που βλέπουμε αλλά σε αυτά που δεν βλέπουμε, ενώ ορισμένες φορές το πρόβλημα μπορεί είναι σε αυτά που βλέπουμε και νομίζουμε ότι δεν αποτελούν πρόβλημα».
Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό λες και βλέπω τον Κόνιαρη να επιτίθεται ακάθεκτος στο καλάθι και να κάνει σμπαράλια τις άμυνες. Πως ο σοφός το γύρισε στο μπάσκετ;
– «Τι είναι η μεροληψία επιβίωσης σοφέ μου;» Ψελλίζω έκπληκτος.
– «Θα σου εξηγήσω αμέσως. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο στατιστικολόγος Abraham Wald ήρθε αντιμέτωπος με το «λογικό σφάλμα επιβίωσης», όταν προσπάθησε να υπολογίσει τρόπους για να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες συμμαχικών αεροσκαφών από εχθρικά πυρά. Αλλιώς γνωστό ως «μεροληψία της επιβίωσης» (survivorship bias), πρόκειται για ένα λογικό σφάλμα που λαμβάνει χώρα όταν κάποιος προσπαθεί να λάβει μια απόφαση, βασισμένος μόνο σε παρελθοντικές επιτυχίες και αγνοώντας τις αποτυχίες. Ένα από τα κλασικότερα ιστορικά παραδείγματα λογικού σφάλματος επιβίωσης, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ερευνητές του Κέντρου Ναυτικών Αναλύσεων διεξήγαγαν μια μελέτη των ζημιών που προκλήθηκαν σε βομβαρδιστικά αεροσκάφη που είχαν επιστρέψει από αποστολές και είχαν συστήσει να προστεθεί θωράκιση στις περιοχές που έδειξαν τις περισσότερες ζημιές.
Ο Wald όμως παρατήρησε ότι η μελέτη έβλεπε μόνο τα αεροσκάφη που είχαν επιβιώσει στις αποστολές τους, ενώ αυτά που είχαν καταρριφθεί, δεν ήταν παρόντα για την εκτίμηση των ζημιών. Οι τρύπες από αντιαεροπορικά πυρά και εχθρικά αεροσκάφη, αντιπροσώπευαν σημεία στο βομβαρδιστικό στα οποία θα μπορούσε να δεχτεί ζημιές και παρόλα αυτά, να επιστρέψει στη βάση του με ασφάλεια. Ο Wald πρότεινε στο Πολεμικό Ναυτικό να ενισχύσει με θωράκιση και τα σημεία που δεν είχαν κανένα σημάδι βλάβης από εχθρικά πυρά, διότι, σύμφωνα με τη λογική του, όσα είχαν χτυπηθεί σε αυτά τα σημεία, απλούστατα υπέστησαν τόσο σοβαρές ζημιές, ούτως ώστε δεν κατέστη δυνατό να επιστρέψουν με ασφάλεια!!!!»
– «Και τι σχέση έχει αυτό με τον μπασκετικό Ολυμπιακό;» Ρώτησα, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω ακόμα ότι μιλάω με τον Σοφό για μπάσκετ και Ολυμπιακό.
– «Είναι απλό Μιχάλη. Ο Μπαρτζώκας θα «μετρήσει» την πιθανότητα, αυτά που θεωρούνται ισχυρά σημεία της ομάδας, να είναι στην πραγματικότητα οι αδύναμοι κρίκοι της, αυτά που «ταλανίζουν» την ομάδα. Όλα είναι θέμα ανάλυσης, όχι μόνο αυτών που βολεύει να δούμε αλλά και αυτών που βολεύει να μη βλέπουμε».
– «Ναι, γενικά δεν μπορώ να μη συμφωνήσω αν και κάποιες φορές τα πρόσωπα που μπορεί να αποτελούν πλέον πρόβλημα κουβαλάνε τον Ολυμπιακό, την ιστορία τους και όλους εμάς στην πλάτη τους.»
Διαδικαστική η απάντηση μου αλλά εμένα άλλο με έκαιγε τώρα…
– «Αλήθεια Σοφέ μου φίλε από πότε μας έκανες την τιμή ο Ολυμπιακός και το μπάσκετ να μπει στα ενδιαφέροντα σου; Τόσα χρόνια σου ζητώ να μιλήσουμε και εσύ μου έλεγες ότι δε σου αρέσει και δεν θες να μιλάς μαζί μου γι αυτά».
– «Τα πράγματα αγαπητέ μου Μιχάλη δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Θα σου πω μια ωραία ιστορία. Κάποτε ο Θεός έστειλε δύο Αγγέλους στη Γη να δουν από κοντά πως πάνε τα πράγματα με τη μορφή δυο φτωχοκαλόγερων. Αυτοί άρχισαν να γυρνάνε στις πόλεις και τα χωριά να μιλάνε με τους ανθρώπους και να βλέπουν την κατάσταση. Μια φορά τους βρήκε το σκοτάδι σε ένα χωριό έξω από ένα πλουσιόσπιτο. Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας παππάς. Βεβαίως τους λέει ελάτε μέσα να σας φιλοξενήσω. Το σπίτι ήταν μέσα στην χλιδή και τον πλούτο, το τζάκι έκαιγε και το τραπέζι ήταν στρωμένο με κάθε λογής λιχουδιά. Ο παππάς όμως οδήγησε τους «Αγγέλους» έξω από το σπίτι, τους έδωσε από ένα ξεροκόμματο και τους έβαλε να κοιμηθούν στον κρύο αχυρώνα με τους τρύπιους τοίχους. Το πρωί ξύπνησαν και ο ένας «καλόγερος» τον ευχαρίστησε και προσευχήθηκε να κλείσουν οι τρύπιοι τοίχοι του αχυρώνα. Ο παππάς πολύ το χάρηκε». Ο «Σοφός», τελείωσε με μια γρήγορη κίνηση τον καφέ του με κοίταξε στα μάτια και συνέχισε.
– «Την επόμενη νύχτα τους βρήκε το σκοτάδι έξω από ένα φτωχόσπιτο που ζούσε ένα ζευγάρι με την κορούλα τους και η μόνη περιουσία τους ήταν μια αγελάδα που την άρμεγαν για να πουλήσουν καθημερινά το γάλα της. Τους έβαλαν σπίτι τους, τους πρόσφεραν το φτωχικό φαγητό τους και τους έβαλαν να κοιμηθούν στο κρεβάτι τους. Το πρωί όμως ξύπνησαν από τα κλάματα της καλοσυνάτης οικογένειας. Η αγελάδα τους, το μοναδικό πράγμα που είχαν για να ζουν, ψόφησε μέσα στη νύχτα. Οι καλόγεροι οι φίλοι μας τους αποχαιρέτησαν και έφυγαν! Μόλις απομακρύνθηκαν ο νεαρότερος άγγελος ρώτησε τον πιο παλιό».
– «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί ευεργετήσαμε τον παππά χτες το βράδυ που δεν μας φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο και δεν είχε και καμία ανάγκη, ενώ για τους φτωχούς ανθρώπους, τους τόσο καλούς, δεν κάναμε κάτι;».
– «Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται», απάντησε ο μεγαλύτερος άγγελος.
– «Το πρώτο βράδυ στο στάβλο του παππά σε έναν τρύπιο τοίχο είδα ένα πιθάρι με λίρες. Αν το έβρισκε ο παππάς θα γινόταν πιο πλούσιος. Και έτσι προσευχήθηκα να κλείσουν οι τρύπες. Το δεύτερο βράδυ πρέπει να μάθεις ότι ήρθε ο αρχάγγελος για να πάρει την ζωή της μικρούλας, της μονάκριβης κόρης τους. Εγώ παρακάλεσα να πάρει την ζωή της αγελάδας και όχι της χαριτωμένης μικρής»..
– «Βλέπεις φίλε, Μιχάλη, αναρωτιέσαι λοιπόν για μένα αλλά ίσως τα πράγματα να μην είναι έτσι όπως σου φαίνονται…. Ο καθένας από εμάς μπορεί να κρύβεται στο προσωπικό του «Πορνείο»
Ένιωσα σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Πορνείο; Πως μπορεί να ξέρει; Και αν δεν ξέρει τι σύμπτωση είναι αυτή. Με αυτά τα λόγια με αποχαιρέτησε πριν προλάβω να πω κάτι… Σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό του και έφυγε αφήνοντας με, με περισσότερες απορίες από ποτέ.
Μερος 2ο – Aπρίλιος 2020
For whom the bell tolls
Πετάχτηκα ταραγμένος από το κρεβάτι μου. Αυτός ο ανατριχιαστικός ήχος από το κουδούνι… και αυτό το παλιό όνειρο με τη σκηνή υπνωτισμού από το Oldboy (βλ clip παραπάνω). Έρχεται και ξαναέρχεται στα όνειρα μου ή μάλλον για την ακρίβεια εκείνη τη στιγμή που τα θολά κύματα διαχωρίζουν τον ύπνο από το ξύπνημα. Σηκώθηκα και ένιωθα τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπο μου και την καρδιά μου να κτυπάει γρήγορα. Βρωμοκούδουνο. Γιατί να με αναστατώνει τόσο; Έβαλα το νερό να βράζει και πήγα για ένα γρήγορο ντους. Είχε ξημερώσει ήδη και ο ήλιος του Απρίλη «λοξοπατούσε σαν κάβουρας στο δωμάτιο»
Πάνε πολλά χρόνια που δεν κατοικώ στην Αθήνα. Πλέον έρχομαι μόνο για δουλειές για λίγες μέρες ή περαστικός. Το διαμέρισμα παραμένει το ίδιο όπως στα φοιτητικά χρόνια. Μια χρονοκάψουλα. Σκονισμένοι δίσκοι από βινύλιο μαζί με κασέτες δίπλα στο κασετόφωνο και το πικάπ, παρέα με ένα «μπαούλο» τηλεόραση. Σκοροφαγωμένα μπλουζάκια από συγκροτήματα στοιβαγμένα στην ντουλάπα με κοιτάνε παρακαλώντας με να τα φορέσω ξανά… μάταια κοιτάτε ρε! Στο δωμάτιο η αφίσα από Curt Cobain, δίπλα σε αυτή της Γκρέτα Γκάρμπο, δίπλα σε αυτή του Eddie Johnson από τον πρώτο μας ευρωπαϊκό τελικό..
Η αλληλουχία της νιότης, η «φύσις των πραγμάτων»… Τα άφησα όλα εδώ φεύγοντας και πήρα μαζί μου τις στιγμές. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, λάθεψα και άφησα πίσω τις στιγμές χαραγμένες πάνω στα αντικείμενα..
Αλλά ναι, ξεχάστηκα. Εδώ δεν γράφουμε για τους εαυτούς μας, γράφουμε για τον μπάσκετ και τον Ολυμπιακό. Διέκοψε τις σκέψεις μου ο βραστήρας που βγάζει ένα αναιμικό σφύριγμα. Φτιάχνω τον πρωινό σκέτο καφέ και κάθομαι στην κουζίνα ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Χαζεύω έξω από το τζάμι της πόρτας τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας και τις πίσω όψεις των διαμερισμάτων. Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με το γκρι χρώμα των πρωινών στην Αθήνα. Μουντό, καταθλιπτικό και απόκοσμο βγαλμένο από ταινία του Ταρκόφσκι… Δεν γράφουμε για μας, ξανασκέφτομαι, για την ομάδα πρέπει να γράψεις Μιχάλη… Δεν ξέρω τελικά αν γράφω για τον Ολυμπιακό ή για μένα και δεν ξέρω και αν μπορώ να αφαιρέσω τον Ολυμπιακό από εμένα για να το κάνω αυτό.
Μα αυτό το απαίσιο γκρι πρωινό… Μοιάζει να σκοτεινιάζει το μυαλό μας, την αντίληψη, τους εαυτού μας… μοιάζει να σκοτεινιάζει την ομάδα. Θα μου πει κανείς, «εδώ Μάικ γίνεται ο χαμός σε όλο τον κόσμο με αυτό τον παλιοϊό, τον Ολυμπιακό σου σκέφτεσαι πάλι;» Με διακόπτει από τις σκέψεις μου ο ήχος του μηνύματος. Το σημερινό μου ραντεβού οριστικοποιήθηκε για τις 10 το πρωί. Πρέπει να ετοιμαστώ. Το περίμενα πολλούς μήνες… Στέλνω 6 στο 13033 και ξεκινάω.
Πάντα περιμένω με ανυπομονησία να γνωρίσω τα παιδιά που συμμετέχουν στο blog. Βλέπεις μένω μακριά και δυστυχώς παραμένω ένα απλό nick name. Ελάχιστους έχω συναντήσει. Και δυστυχώς ένας από αυτούς που δεν έχω συναντήσει είναι και ο Νίκος, ο ιδρυτής του Red Point Guard. Έφτασε η μέρα που θα αλλάξει και αυτό. Το ραντεβού κλείστηκε στο κοντινό άλσος και περιλαμβάνει καφέ στο χέρι και βιωματική προσέγγιση της περιπατητικής σχολής. Η Αθήνα είναι απόκοσμη. Ελάχιστος κόσμος κυκλοφορεί και μόλις διασταυρώνομαι με κάποιον. Καλημέρα μου λέει. Μένω έκπληκτος. Και ο επόμενος που συναντώ με καλημερίζει. Απίστευτο!
Θυμάμαι την πρώτη μου μέρα που μετανάστευσα από την επαρχία στην πρωτεύουσα για να πάω σε «καλύτερο» σχολείο. Βγήκα στο δρόμο και συνηθισμένος από την μικρή μου πατρίδα καλημέρισα τον πρώτο που συνάντησα. Σταμάτησε. Γύρισα να τον δω και με κοίταξε με αγριεμένο ύφος.
– «Με ξέρεις και μου λες καλημέρα;» με ρώτησε αυστηρά.
– «Γιατί; Πρέπει να σε ξέρω για να σου πω καλημέρα;» τον ρώτησα φοβισμένα.
– «Σαφώς» μου απάντησε και έφυγε.
Έμαθα να μη λέω καλημέρα σε αγνώστους. Ίσως ένα τόσος μικροσκοπικός οργανισμός, ένας ιός, να έκλεψε τελικά τα πρωτεία της μικρότητας από το ανθρώπινο είδος. Ίσως… Μα έφτασα στο πάρκο ήδη. Θα φοράει μία μπλούζα του Ολυμπιακού για να τον γνωρίσω. Δεν βλέπω κανένα. Μα να! Κάποιος με ένα μεγαλόσωμο σκύλο πλησιάζει. Δεν φοράει κόκκινη μπλούζα αλλά… ναι… είναι γνωστός τον ξέρω!
Πλησιάζω γρήγορα.
– «Φίλε μου Σοφέ εσύ εδώ;»
– «Καλημέρα Μιχάλη, πως από δω;» Του εξηγώ ότι έχω δώσει ραντεβού με τον Νικ τον Emerald.
– «Μιχάλη, αν δεν πειράζει, θα σου κάνω παρέα μέχρι να έρθει ο φίλος σου ο Νίκος».
Άρπαξα την ευκαιρία.
– «Φίλε μου Σοφέ μου άφησες πολλές απορίες την τελευταία φορά που βρεθήκαμε».
– «Είμαι σίγουρος» απάντησε. «Βλέπεις όπως σου είπα τα πράγματα μπορεί να μην είναι όπως φαίνονται. Εγώ για παράδειγμα μπορεί να σου φαίνομαι υπέρμαχος της λογικής αντιμετώπισης των πραγμάτων αλλά μπορεί και να μην είμαι. Μπορεί να μη μιλάω για μπάσκετ ή για τον Ολυμπιακό αλλά μπορεί και το κάθε κύτταρο μου να κουβαλάει μια πορτοκαλί μπάλα και έναν «Έφηβο».
– «Μα γιατί τόσο καιρό δεν μιλάς γι αυτό Σοφέ μου φίλε;»
– «Γιατί Μάικ μπορεί να μην ήσουν έτοιμος εσύ, μπορεί να μην ήμουν έτοιμος εγώ… Ίσως να μιλάμε ήδη»
Δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει…
– «Έχεις δει το Solaris, την ταινία του Ταρκόφσκι;»
Bingo! Αυτόν σκεφτόμουν το πρωί. «Ναι» του απαντάω. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και συνέχισε.
– «Ο πλανήτης Σολάρις, είναι ένας ωκεανός νερού τυλιγμένος από σύννεφα, που βρίσκεται έξω από το ηλιακό σύστημα της Γης. Οι γήινοι στην προσπάθειά τους να μελετήσουν τον περίεργο πλανήτη, έχουν εγκαταστήσει σε τροχιά γύρω του έναν διαστημικό σταθμό. Μετά από χρόνια παρατήρησης και επιστημονικής μελέτης, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι ο πλανήτης αυτός πιθανόν να είναι ένα εξωγήινο ον τεράστιων διαστάσεων που διαθέτει νοημοσύνη. Φαντάσου λοιπόν Μιχάλη ότι για μένα, για το υποσυνείδητο μου, ο πλανήτης αυτός αντιπροσωπεύει το ίδιο το μπάσκετ και ότι η «ουσία» που τον κάνει ζωντανό είναι ο ίδιος ο Ολυμπιακός. Φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν αστροναύτη ή επιστήμονα που μελετάει αυτό το φαινόμενο, αυτόν τον ζωντανό πλανήτη.»
– «Ξέρεις φίλε μου», απάντησα, «Ο Αστροναύτης στην ταινία πολύ γρήγορα θα ανακαλύψει την αλήθεια. Ο πλανήτης μπορεί να διαβάσει το υποσυνείδητο των θαμώνων του σταθμού. Στην περίπτωση των αστροναυτών που τον επισκέφτηκαν, τους μαγεύει, ασκεί τεράστια δύναμη και έλξη πάνω τους, τους αναστατώνει δημιουργώντας μέσα τους πλήθος διλημμάτων σχετικά με το αν θα πρέπει να σκεφτούν λογικά και να επιστρέψουν στην Γη ή αν θα πρέπει ν’ ακολουθήσουν τη φωνή της καρδιάς τους και να ζήσουν μέσα στην Ουτοπία που τους προσφέρει ο ωκεανός του Σολάρις ή του μπασκετικού Ολυμπιακού σύμφωνα με το παράδειγμα σου…»
– «Μα αυτό δεν πάθαμε Μιχάλη;» Γύρισε και με κοίταξε σχεδόν βουρκωμένος.
Κοιτάω το ρολόι μου. Γιατί αργεί τόσο ο Νικ; Θα ήθελα να είναι εδώ να πάρει μέρος στην κουβέντα..
– «Ξέρεις Μιχάλη» συνέχισε ο Σοφός «στον Μεγάλο Ολυμπιακό που έγραψες τις προάλλες, έχεις κάνει ένας λάθος νομίζω»
Μα είναι δυνατό να το έχει διαβάσει; Και αν το έχει διαβάσει πως ξέρει ότι το έγραψα εγώ; Δεν του το έχω αναφέρει ποτέ. Συνέχισε σαν υπνωτισμένος…
– «Σε αυτό το ταξίδι του Μέγα Ολυμπιακού ξέχασες ένα μεγάλο σταθμό. Ένα μεγάλο λιμάνι σε ένα μοναδικό «νησί» και ένα στίγμα, μια ουλή… Είναι θεωρία που την ονομάζω «σφηνάκι Ντοστογιέφσκι». Βότκα, ντοματόζουμο, ταμπάσκο. Υπάρχει μόνο ένα σφηνάκι Ντοστογιέφσκι. Κατακόκκινο. Φαντάσου ότι υπάρχει μόνο αυτό το σφηνάκι που σου δίνει τη δύναμη να διασταυρώσεις το βλέμμα σου με εμένα, με το παρελθόν με την πραγματικότητα. Υπάρχει μια εικόνα, ένα σφηνάκι, ένας κουφός που μπορεί να σου δημιουργήσει την εντύπωση ότι υπήρχε κάποτε μουσική. Όλα τα άλλα τα σφηνάκια – τα γλυκά δηλητήρια που σε στέλνουν χωρίς επιστροφή – θέλουν να σε κάνουν να ξεχάσεις το σφηνάκι Ντοστογιέφσκι».
– «Και φαντάσου τώρα Μιχάλη ότι σε αυτό το ταξίδι του Μέγα Ολυμπιακού σου υπάρχει ένα νησί, ένα μόνο νησί, ένα πικρό νησί αλλά μοναδικό. Κάποιοι καταφεύγουν σε γλυκά νησιά-δηλητήρια για να ξεχάσουν. Κάποτε και για σένα υπήρχε ένα τέτοιο νησί. Αν δεν επισκεφτείς πάλι αυτό το νησί όλα τα νησιά θα μοιάζουν ίδια. Μερικά από τα χιλιάδες νησιά με τα χιλιάδες ονόματα. Όμως όταν υπάρχει ΕΝΑ νησί, κανένα ποτέ δεν θα είναι το ίδιο. Υπάρχει ένα νησί, μια βαθειά εικόνα φυλαγμένη μέσα σου… Ελπίζω να καταλαβαίνεις Μιχάλη… Δεν ήταν τυχαία η πρώτη μας συνάντηση τότε στο Νοσοκομείο…»
Νιώθω να ζαλίζομαι και να παραπατάω ξαφνικά. Ολυμπιακός, Μπάσκετ, νησί, ταξίδι, Σοφός φίλος όλα μαζί χορεύουν στο μυαλό μου… Μα που είναι επιτέλους αυτός ο Νικ; Πιάνω με δυσκολία το τηλέφωνο και καλώ τον αριθμό του. Ακούω το κουδούνισμα! Μα από πού ακούγεται; Από κοντά. Ο σοφός φίλος ανοίγει το μπουφάν του, από κάτω διακρίνεται μια μπλούζα του Ολυμπιακού… Βγάζει το τηλέφωνο του που έχει ένα κουδούνι από καμπανάκι για ήχο εισερχόμενης κλήσης. Απαντάει …
– «Καλημέρα Μιχάλη»… Το τηλέφωνο πέφτει από τα χέρια μου… Τελ Αβίβ… Μπανταλόνα… Κορνήλιους… Αυτό είναι το ξεχασμένο νησί μου; Πως είναι δυνατόν να το έχω διαγράψει από την μνήμη μου;
Απρίλιος 1994 – Το Νησί «Ντοστογιεφσκι»
Στέκομαι στην κουπαστή του πλοίου. Εξακόσιοι Μπασκετόγαυροι εν πλω για το Τελ Αβίβ συνιστούν μια θρυλική εξόρμηση. Εβδομήντα ώρες ταξίδι, νιώθω λίγο σαν τους Αργοναύτες εκστρατεύοντας για το χρυσόμαλλο Δέρας.
Η στιγμή που θα σηκώσουμε το πρώτο Ευρωπαϊκό πλησιάζει η στιγμή που την περιμένει όλη η μπασκετική Ελλάδα τα τελευταία 7 χρόνια και που πριν λίγα χρόνια φάνταζε απίθανο ότι αυτός που βρίσκεται ένα βήμα πριν την κατάκτηση είναι ο Ολυμπιακός, ο Δικός μας Ολυμπιακός. Πίσω από το δικό μας καράβι ακολουθεί αυτό με τους Παναθηναϊκούς. Το τέλειο σενάριο για μας. Νίκη στον ημιτελικό επί των μισητών αντιπάλων και σίγουρη κούπα στον τελικό. Μάλιστα οι συνοπαδοί μου ετοιμάζουν και θερμή υποδοχή κατά την άφιξη του «πράσινου» πλοίου.
Οι ώρες της αναμονής για τον ημιτελικό πέρασαν γρήγορα. Μια βόλτα στην γραφική παλιά πόλη και στο λιμάνι που θυμίζει Μαϊάμι, μια μπύρα, ένα φαγητό στο χέρι και η ώρα του ημιτελικού, ή μάλλον η ώρα του Γιώργου Σιγάλα και του Ζάρκο. Η πτώση του θεού Γκάλη… Και το κύπελλο είναι δικό μας. Ταξιδεύει ήδη για το Πασαλιμάνι. Είναι ΔΙΚΟ ΜΑΣ.
Το πρωί του τελικού θυμάμαι τους παίκτες της Μπανταλόνα να κόβουν βόλτες ενώ τα δικά μας παιδιά να προπονούνται εντατικά. Τι να ξέρει ο άπειρος Obradovic; Και πώς να τα βάλει με τον Γιάννη Ιωαννίδη, τον καλύτερο Ευρωπαίο προπονητή. Θυμάμαι τη δήλωση του. Από αυτούς περισσότερους από 60 πόντους δεν τρώμε… Η αδύναμη Ισπανική ομάδα δεν θα έχει καμία τύχη. Βρίσκομαι πάλι στις εξέδρες του Γιαντ Ελιάου 21/4/1994. Ο μεγάλος τελικός αρχίζει, ο αγώνας που θα μας φέρει σε 40 λεπτά στην κορυφή της Ευρώπης.
– «Μην είσαι βέβαιος για την νίκη φίλε», με προσγειώνει ο διπλανός μου, «η Μπανταλόνα η ίδια πάνω κάτω ομάδα έχασε με μόλις ένα πόντο από την ομαδάρα της Παρτιζάν».
Δεν του δίνω σημασία. Έχουμε Τάρπλει, Ζάρκο, Σιγαλά… Το παιχνίδι δεν ξεκίνησε και πολύ καλά. Δυσκολευόμαστε να πάρουμε διαφορά. Τρεις-τέσσερις πόντοι και γρήγορα οι Iσπανοί την καλύπτουν.
– «Κοίτα πόσο έξυπνα τραβάει τον Φεράν Μαρτίνεθ έξω ο Obradovic και τι σκορ του δίνει αλλά και πως δεν μπορούμε, αν τον ακολουθήσουν οι ψηλοί μας, να εξασφαλίσουμε το αμυντικό ριμπάουντ!» Με σκουντάει πάλι ο διπλανός μου.
– «Μα έχουμε Τάρπλει, Ζάρκο, Ιωαννίδη!» του λέω.
– «Oι άλλοι έχουν καλύτερο σχέδιο» μου απαντάει.
Μα τι σχέδιο; Τι λέει; Μπάσκετ είναι, δεν είναι επιστήμη! 39 -39 το πρώτο ημίχρονο… Δεν μπορεί; Στο δεύτερο θα το καθαρίσουμε!
– «Το μοναδικό μας σχέδιο στην επίθεση είναι να βγάλουμε στο low post τον Paspalj με κοντύτερο παίκτη. Αν μας το κόψει αυτό ο Ζοτς αντίο ζωή» μονολογεί ο διπλανός μου.
– «Mα τι λέει γίνονται αυτά;» αναρωτιέμαι. «Έχουμε και Τάρπλει!» μονολογώ.
– «Άστον αυτόν, παίζει να έχει πιει και δυο μπουκάλια χτες».
Ήδη πέρασαν 10 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο 51-49 η μπάλα μπαίνει με ιδρώτα και αίμα στο καλάθι. Ο Ζάρκο άποντος στο δεύτερο. Χαμένες βολές. Ο Τάρπλει απών… Λες να χουμε δράματα; Οκτώ λεπτά ακόμα! Ναι! καλάθι ο Σιγάλας 56-52.. χαμένες δύο επιθέσεις από τους Ισπανούς… βολή ο Τόμιτς 57-52, πέντε λεπτά πριν τη λήξη. Αγκαλιά με το κύπελλο. Μα τι στην ευχή κάνουν τώρα; Ένα καλάθι ρε παιδιά… ένα ριμπάουντ… ένα καλάθι ένα ριμπάουντ… ΚΑΝΤΕ ΚΑΤΙ ΣΩΣΤΑ!
Ένα και 35” πριν την λήξη, 57-56 το σκορ. Ξεκινά η ατελείωτη καταραμένη επίθεση της Μπανταλόνα. Αστοχεί ο Βιγιακάμπα, ριμπάουντ ο Φεράν… Ένα λεπτό ακόμα… Αστοχεί ο Φεράν, αυτή τη φορά ριμπάουντ επιθετικό ο Σμιθ… Η μπάλα γυρνά, μένουν 20 δευτερόλεπτα, φτάνει στον Κορνηλίους Τομπσον στο τρίποντο… σηκώνεται… Οχιιιιιι! Γυρίζω το βλέμμα μου αλλού, κοιτάω τον διπλανό μου. Το βλέπω στο βλέμμα του. Μπήκε… Τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου. Μένουν λίγα δευτερόλεπτα. Βολές κερδισμένες ο Ζάρκο. Μια τελευταία ελπίδα. Αστοχεί.. Γιατί;! Επιθετικό Ριμπάουντ. ΠΑΜΕΕΕΕ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ!!! ΠΡΕΠ… Τέλος.
Πέφτω στα γόνατα και παίρνω αγκαλιά τον διπλανό μου που έχει λυγίσει στα δύο και αυτός. Έχει βάλει τα χέρια στο πρόσωπο του. Κλαίει σαν μικρό παιδί… Του δίνω το χέρι «Μιχάλης» του συστήνομαι « Χαίρω πολύ, Νίκος… Emerald το παρατσούκλι μου»
Γιατί ρε Ζάρκο…
«Ποιος είσαι;»
Στεκόμαστε με τον Νίκο ακουμπώντας στην κουπαστή, στο ταξίδι της επιστροφής. Δεν έχουμε μιλήσει ξανά από το γήπεδο. Προσπαθώ να βγάλω από το μυαλό μου τον Τόμπσον, την Μπανταλόνα, το Τελ Αβίβ, τον τελικό… την αυτοκτονία.
Θυμάμαι εκείνη την ιστορία με κάποιον που προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Έδεσε έναν κόμπο στο λαιμό του, σε ένα γκρεμό πάνω από τη θάλασσα, ήπιε ταυτόχρονα χάπια και αυτοπυροβολήθηκε για σιγουριά. Τελικά το σκοινί δεν άντεξε, τα χάπια ήταν ληγμένα και δεν έκαναν τίποτα και η σφαίρα ως εκ θαύματος έκανε στροφή και σφηνώθηκε ανάμεσα σε κρανίο και εγκέφαλο. Έπεσε στο νερό και κάποιος ψαράς τον έσωσε. Πήγε στο νοσοκομείο και τελικά κατέληξε από πνευμονία. Έτσι και μεις σε αυτόν τον τελικό, κάναμε τα πάντα για να αυτοκτονήσουμε αλλά ούτε αυτό κάναμε καλά και ήρθε η τρισκατάρατος Κορνηλοϊός να δώσει τη λύση.
– «Αυτό το τελευταίο καλάθι έπρεπε να το έχουμε βάλει όλοι οι Ολυμπιακοί του κόσμου μαζί» ψέλλισε ο Νίκος.
– «Αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα έρθει η μέρα που θα συμβεί και αυτό. Θα υπάρξει ένα καλάθι σε τελικό που θα το βάλουν εκατομμύρια Ολυμπιακοί μαζί»
Δεν έχω κουράγιο να μιλήσω. Εκείνος συνέχισε.
– «Αν σκεφτείς Μιχάλη, χτες βράδυ όλοι οι Ολυμπιακού αποκτήσαμε μέσα σε μια στιγμή, ένα κοινό σημάδι, μια ουλή. Μια κοινή μνήμη ποτισμένη με πόνο που θα μας δένει όλους. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι, τα εκατομμύρια οπαδοί, αισθανθήκαμε το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ακόμα και αν βρισκόμασταν μίλια ο ένας από τον άλλον. Από το γήπεδο ή την τηλεόραση. Αν κάτσεις να το σκεφτείς είναι μια τεράστια στιγμή του Συνδέσμου».
Δεν θέλω να σκεφτώ τίποτα Νίκο, θέλω να ξεχάσω. Να μη θυμάμαι τίποτα από αυτά. Χαμογέλασε πικρά. Κατάλαβε τι σκέφτομαι.
– «Κοίτα αυτό το νησί απέναντι Μιχάλη. Υπάρχει για σένα μόνο αυτό το νησί. Κλείσε τα μάτια σου και βάλε σε αυτό το νησί όλες σου τις αρνητικές σκέψεις. Κάθε μίλι που θα απομακρύνεται το πλοίο από αυτό το νησί θα περνάει και ένας χρόνος χωρίς να θυμάσαι τι έγινε χτες. Κάποια στιγμή που θα είσαι έτοιμος θα επιστρέψεις στο νησί. Θα υπάρχει για σένα αυτό το νησί που θα σε περιμένει. Κάποτε θα ταξιδέψεις να το συναντήσεις… ίσως να είναι ένα δώρο της ομάδας προς εμάς. Το ερυθρόλευκο δώρο… »
Άνοιξα τα μάτια μου. Αντίκρισα το πέλαγος και στο βάθος ένα νησί. Γύρισα δίπλα μου και στεκόταν κάποιος..
– «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα γεμάτος περιέργεια…
Παραπομπές:
Olympiacos – Badalona 57-59