Ξεκινώντας να γράφω, το δεύτερο post-game μου για φέτος, έχω και πάλι στο μυαλό μου το λαϊκό άσμα του Πασχάλη Τερζή. Την πρώτη φορά, και μετά το παιχνίδι με τη Valencia, μιλήσαμε για επιστροφή στα βασικά, εννοώντας φυσικά την επάνοδο σε ένα στυλ παιχνιδιού που είχαμε συνηθίσει από την ομάδα τουλάχιστον στην προ-Blatt εποχή. Σήμερα, θα μιλήσουμε για τις πολλές ”επιστροφές” της ομάδας μετά την παρένθεση (όπως φαίνεται) του διπλού της Μόσχας. To χθεσινό match λοιπόν έμοιαζε σαν «Επιστροφές – Καταστροφές»
Αρχικά είδαμε ένα πισωγύρισμα στο τομέα της αμυντικής λειτουργίας μετά τα ενθαρρυντικά, ομολογουμένως, σημάδια της Μόσχας, εκεί που η πίεση στη μπάλα ήταν αποτελεσματική (και κάτι παραπάνω), εκεί που η αντιμετώπιση στο 2 εναντίον 2 ήταν, συνήθως, το show and recover από τον ψηλό μέχρι να βρεθεί ξανά στη σωστή θέση ο κοντός, εκεί που οι βοήθειες από την αδύνατη πλευρά σε τέτοιες καταστάσεις δίνονταν όταν έπρεπε, εκεί που τα deflections έδιναν κι έπαιρναν, εκεί που στις ατομικές τους άμυνες ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, εκεί που μοναδική παραφωνία ήταν σε κάποιες φάσεις η κακή επικοινωνία στις περιστροφές, εκεί που δε φτάσαμε τελικά χθες.
Ο Cherry ήταν και πάλι αυτός που ανέλαβε να περιορίσει τον πιο απειλητικό guard της αντίπαλης ομάδας (Wilbekin), προσπαθώντας να σπάσει και πάλι τα screen. Ωστόσο, ο coach Bullet, μελετώντας και το προηγούμενο ματς, ήταν δεδομένο ότι δεν θα άφηνε τον παίχτη του να πάει σ’ ένα one man show αλά Mike James, που ενδεχομένως να τον εξέθετε. Αντίθετα από τις πρώτες κατοχές η στόχευση ήταν ξεκάθαρη και αφορούσε τον Βασίλη Σπανούλη. Ο παίχτης ο οποίος θα μάρκαρε ο αρχηγός ήταν και αυτός που θα ξεκινούσε την επίθεση με μια συνεργασία με τον ψηλό που βρισκόταν εκείνη την ώρα στο παρκέ.
Αν προσθέσουμε δε ότι στις συγκεκριμένες άμυνες αυτός που θα έπρεπε να καλύψει την ανισορροπία στο screen ήταν ο ταλαιπωρημένος (λόγω γαστρεντερίτιδας) Milu, ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν φημίζεται για την άμυνα του στο pick n roll, το πράγμα ζορίζει.
Σε κάποιες φάσεις για να καλυφθεί αυτή η αδυναμία, ένας τρίτος παίχτης καλείτο να δώσει βοήθεια, ρισκάροντας όμως κάποιο ελεύθερο σουτ από την περίμετρο, κάτι που πριν το ματς μπορεί να φαινόταν σχετικά ανώδυνο ρίσκο, καθώς η Maccabi εκτελούσε με 29% από το τρίποντο. Δυστυχώς για μας χθες σούταρε τελικά με το εντυπωσιακό 46,4% (13/28).
Ο Σφαιρό συνέχισε τη στόχευση του, αυτή τη φορά σε… άλλον παίχτη, τον νεοαποκτηθέντα Τaylor Rochestie, που κι αυτός δεν φημίζεται για τις αμυντικές του αρετές. Σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη του παρουσία στο παρκέ με τους Vezenkov, Kuzminskas οι επιθέσεις της Μaccabi έβρισκαν τη μία ανισορροπία μετά την άλλη. Σ’ αυτό το διάστημα μάλιστα υπήρχαν φάσεις στις οποίες οι Ισραηλινοί έπαιζαν το pick n roll μεταξύ ‘1’ και ‘4’ (με τον Quincy Acy ως power forward) με αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι στην προκειμένη περίπτωση να είναι oι Rochestie – Κuzminskas.
Πέραν όμως από την αδυναμία στο pick n roll βασικό πρόβλημα χθες ήταν οι πολύ κακές επιστροφές στην άμυνα (κάτι που έχει παρατηρηθεί επανειλημμένως μέσα στη σεζόν). Βλέποντας το ματς ξανά, παρατηρώ ότι οι φορές που η Maccabi επιτέθηκε σε πρώτο ή σε δεύτερο χρόνο στο transition με, σχεδόν, ιδανικές συνθήκες είναι σίγουρα διψήφιες.
Τέλος, για να κλείσουμε το κομμάτι της άμυνας, σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την απουσία συγκέντρωσης, που παρατηρήθηκε στις προσωπικές αρμοδιότητες του καθενός, κάνοντας έτσι μια καλοδουλεμένη ομάδα να βρίσκει συνεχώς έξτρα εύκολη δημιουργία.
Eπιθετικά τώρα, αρχικά, φάνηκε η διάθεση της ομάδας να τρέξει, βγάζοντας σχετικά νωρίς 2 αιφνιδιασμούς. Έναν από κλέψιμο του Paul κι έναν δευτερεύοντα που εκτελέστηκε ιδανικά.
Ωστόσο κάτι ο ψιλιασμένος Σφαιρό, κάτι τα σχήματα, που… δεν θύμισαν Μόσχα, μας περιόρισαν σ’ ένα μπάσκετ χωρίς φαντασία, με συνεχόμενα screen ξεμαρκαρίσματος του πρώτου παίχτη για την εισαγωγική πάσα (λέγε με Σπαν, λέγε με Rochestie), που φυσικά τα ακολουθούσαν τα, πολυαγαπημένα τον τελευταίο καιρό, screen στη μπάλα. Θα μου πεις, ρε φίλε στη Μόσχα δεν είδαμε pick n roll; Φυσικά και είδαμε αλλά οι διαφορές με το παιχνίδι με τους Ρώσους όμως, και στον επιθετικό τομέα, είναι πολλές. Βασική διαφορά είναι η χρησιμοποίηση του Βασίλη και του Rochestie, παιχτών δηλαδή που τους είναι σχεδόν αναγκαίο το screen σχεδόν σε κάθε φάση. Ο Billy έπαιξε χθες 15 λεπτά στο πρώτο ημίχρονο ενώ με την ΤΣΣΚΑ 17 λεπτά συνολικά. Το πρόβλημα δεν είναι το πόσο βρίσκεται στο παρκέ, αλλά το πόσο μονοπωλεί τις επιθέσεις μας το εύκολα αντιμετωπίσιμο, από μια τόσο αθλητική ρακέτα στην προκειμένη, pick n roll σε αυτόν το χρόνο. Κάτι που επίσης παρατηρήθηκε χθες είναι η στατική παρουσία των υπολοίπων κατά την εκτέλεση του.
Ο Rochestie προσπάθησε αρκετά, με το που περνούσε το screen, να βρει την πάσα στην αδύνατη πλευρά, η οποία από μόνη της είναι συνήθως μια δύσκολη πάσα, πόσο μάλλον για ένα παίχτη που ακόμα δεν έχει προπονηθεί με την ομάδα.
Είδαμε επίσης τον Paul να μην αξιοποιείται όπως και όσο (κυρίως) πρέπει, και να μην παίρνει πολλές μπάλες στα χέρια του. Όπως επίσης δεν είδαμε σχεδόν καθόλου κάποιο kick-out όταν βρισκόταν στην αδύνατη πλευρά, ή ακόμα και κάποιο από τα pindowns που είχαμε δει στη Βιτόρια.
Παρατηρήθηκε επίσης, για 2ο σερί ματς, να μην υπερφορτώνεται το post, και κυρίως ο Μilutinov, ο οποίος μετά τις 2 προσπάθειες της Μόσχας, χθες πήρε τρεις (δύο δίποντα συν ένα που κέρδισε βολές). Παρόλα αυτά, το ότι προερχόταν από γαστρεντερίτιδα, δεν μας αφήνει να βγάλουμε συμπεράσματα για το αν πρόκειται για τάση ή κάτι που έτυχε ή και που στοχεύθηκε για τους συγκεκριμένους αγώνες.
Όσο περνούσαν τα λεπτά, και όσο σκεφτόμασταν την ήττα στις κακές αποστάσεις, στη στατικότητα και στη μονοτονία στην επίθεση ήρθαν να προστεθούν και οι κάκιστες ένας εναντίον ενός επιλογές. Οι οποίες δεν ήταν ενέσεις αυτοπεποίθησης ούτε και δείγματα εναρμόνησης στις επιταγές του σύγχρονου μπάσκετ, όπως είδαμε κατά διαστήματα στη Μόσχα, αλλά σουτ απουσία πλάνου, μηδαμινών αποστάσεων για να βοηθηθεί η απομόνωση και επιλογές που μαρτυρούσαν μια, αν μη τι άλλο, αδούλευτη ομάδα.
Χαρακτηριστικό της έλλειψης φαντασίας, και κυρίως δημιουργίας, είναι ότι στο δεύτερο ημίχρονο η ομάδα είχε 0 (!!!) assists στην τρίτη περίοδο και 2 στην τέταρτη. Επιπλέον, δείγμα των κακών τελικών επιλογών είναι και τα ποσοστά στα δίποντα στο δεύτερο ημίχρονο (5/17).
Μέσα σ’ όλα, εκτός από τον Rochestie, ντεμπούτο έκανε και η έτερη προσθήκη της ομάδας ο Willie Reed, ο οποίος φάνηκε λίγο χαμένος κυρίως στην άμυνα και στην αντιμετώπιση του pick n roll. Δεν ξέρουμε αν είχε οδηγία να μείνει πίσω ή ήταν κακή προσέγγιση δική του. Ωστόσο μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για παίχτη που επιστρέφει σε επίσημο παιχνίδι 9 μήνες μετά (λόγω τραυματισμού) και ότι έπεσε κατευθείαν στα βαθιά απέναντι σε μια τόσο ποιοτική front line. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα χρειαστούμε λίγο χρόνο παραπάνω.
Το κείμενο φτάνει σιγά σιγά στο τέλος του και κάποια συμπερασματική παράγραφος συνηθίζεται. Ωστόσο το συμπέρασμα απουσιάζει εν προκειμένω, όχι γιατί δεν υπάρχει, πολύ απλά γιατί είναι το ίδιο εδώ και πολύ καιρό. Με το φόβο λοιπόν να αρχίσω ξανά τη γκρίνια, αρνούμαι να ξαναγράψω τα ίδια, αυτά για τα οποία λέμε και ξαναλέμε.
Η ομάδα πρέπει να ορίσει νέους, ρεαλιστικούς στόχους για τη σεζόν που διανύουμε, γιατί ο κίνδυνος του να μη μείνει απολύτως τίποτα στο τέλος, είναι κάτι παραπάνω από ορατός.