📍 Τοποθεσία: Σκηνή επετειακής εκδήλωσης 100 χρόνων Ολυμπιακού
🕰 Χρόνος: Το παρόν – η στιγμή που όλα κορυφώνονται
Η αίθουσα ήταν θορυβώδης αλλά συνάμα έμοιαζε ανήσυχη… ανυπόμονη. Τα κόκκινα και λευκά χρώματα κυριαρχούσαν παντού – στις σημαίες στους τοίχους, στα κασκόλ, στα μικρά αναμνηστικά λάβαρα που κρατούσαν υπερήφανα γέροι και νέοι. Ο αέρας ήταν φορτισμένος με μια ιδιαίτερη αύρα, σπινθηροβόλα, σχεδόν ηλεκτρική. Αυτή την αύρα που δημιουργείται όταν χιλιάδες άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο πάθος. Ένιωθες όπως ένα δευτερόλεπτο πριν ο James Hetfield πει το «We are Metallica and this is what we do..”
Ο Αριστείδης Εύλογος στάθηκε μπροστά στο podium και κοίταξε το κοινό. Δεν τους κοιτούσε απλά παρατηρώντας τις αντιδράσεις τους. Τους ένιωθε… με έναν τρόπο που του είχαν διδάξει οι ίδιοι οι «γαύροι» και ο συγχρωτισμός μαζί τους τα τελευταία χρόνια. Στις εκατοντάδες διαλέξεις και ομιλίες του πάντοτε έβρισκε κίνητρο στο περιεχόμενο των όσων θα έλεγε λίγο προτού ξεκινήσει. Όμως σήμερα ήταν αλλιώς.
Σήμερα, δεν ήταν ένας απλός ακαδημαϊκός σε ένα ψυχρό πανεπιστημιακό αμφιθέατρο. Δεν βρισκόταν μπροστά σε φοιτητές, ούτε σε συναδέλφους καθηγητές της φιλοσοφικής. Δεν ένιωθε πίεση για να αποδώσει τεχνικά άρτια το νόημα της ομιλίας, ένιωθε όμως το άγχος της σημασίας τη στιγμής.
Σκάναρε προσεκτικά την αίθουσα με την άκρη των ματιών του, ενώ τακτοποιούσε τις σημειώσεις του επάνω στο φθαρμένο από την χρήση podium. Κάθε βλέμμα που διασταυρωνόταν με το δικό του κουβαλούσε αναμνήσεις, συναισθήματα, ιστορία.
Στην πρώτη σειρά, καθόταν ο κος Πέτρος, ένας ηλικιωμένος κύριος με τραχιά χέρια και μάτια κουρασμένα, με τον οποίο συστήθηκε λίγα λεπτά νωρίτερα. Ήταν ναυτικός, όμως είχε ζήσει την ομάδα από τα χρόνια του Γουλανδρή, είχε δει τον Δεληκάρη να χορεύει στο χορτάρι και είχε κλάψει σαν μικρό παιδί τη νύχτα που ο Θρύλος σήκωσε την πρώτη ευρωπαϊκή του κούπα. Το βίντεο όπου τα δάκρυα του έτρεχαν στο σκαμμένο, από το χρόνο και τις ταλαιπωρίες της θάλασσας, πρόσωπο του έγιναν viral για ημέρες στα social media της χώρας. Δίπλα του, ο εγγονός του ο Γιάννης, ένα 7χρονο παιδί με ένα κασκόλ τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του. Ήταν αυτός που είχε την φαεινή ιδέα να στήσει το κινητό του παππού να καταγράφει στο τραπεζάκι στο σαλόνι, εκεί που παρακολουθούσε τον μεγάλο τελικό με την Fiorentina. Δεν είχε ζήσει σχεδόν τίποτα από τις μεγάλες Ολυμπιακές στιγμές του παρελθόντος, αλλά η φλόγα στα μάτια του φανέρωνε ότι είχε ήδη παραδοθεί στη μεγάλη ιδέα.
Λίγο πιο πίσω τους, καθόταν ένας παλαίμαχος μπασκετμπολίστας με μακριά γενειάδα, το σώμα κουρασμένο από τις μάχες των γηπέδων αλλά το βλέμμα ακόμα γεμάτο πάθος.
Και ακόμα πιο πίσω, φιγούρες γνώριμες αθλητών του πρόσφατου και παλαιότερου παρελθόντος. Παράγοντες, δημοσιογράφοι, προσωπικότητες του αθλητισμού, αλλά κυρίως απλός κόσμος. Αυτοί που έκαναν τον Ολυμπιακό κάτι μεγαλύτερο από μια ομάδα.
Ο Αριστείδης πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε τις σημειώσεις του, που ήταν γεμάτες με ημερομηνίες, στατιστικά, γεγονότα αν και ήξερε πως δεν θα τις χρειαζόταν. Σήκωσε το βλέμμα του, διόρθωσε ανεπαίσθητα το μικρόφωνο στο podium και ξεκίνησε.
«Ο Ολυμπιακός δεν είναι απλώς ένας αθλητικός σύλλογος. Είναι μια ιδέα. Μια ιστορία που ξεπερνά τα νοητά σύνορα των γραμμών των γηπέδων. Μια βιωματική κληρονομιά που χτυπά στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων. Κι όμως, δεν ήμουν πάντα σίγουρος τι ακριβώς σημαίνει αυτό.»
Σιωπή στην αίθουσα.
«Η αλήθεια είναι ότι κάποτε, αν μου λέγατε πως θα βρισκόμουν εδώ, θα γελούσα. Βλέπετε, πέρασα τη ζωή μου ανάμεσα σε φιλοσοφικά βιβλία, σε στοχασμούς για την ανθρώπινη ύπαρξη, σε πανεπιστημιακές αίθουσες. Μέχρι πρόσφατα πίστευα ότι το πάθος δεν είναι αντικείμενο μελέτης, αλλά απόκλιση της λογικής. Κι όμως… να ‘μαι.»
Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
«Γιατί κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις στα βιβλία. Τα καταλαβαίνεις όταν τα ζήσεις. Γιατί η ζωή είναι στη βάση της μια βιωματική εμπειρία. Και τα τελευταία χρόνια, για λόγους που δεν είναι της παρούσης… έμαθα τα πάντα, όσα χρειάζεται να ξέρεις για την ζωή και βίωσα τον Ολυμπιακό.»
Τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω από το πλήθος.
«Τον είδα, τον άκουσα, τον αισθάνθηκα, τον έζησα στα γήπεδα της Ελλάδας και του εξωτερικού, τον παρατήρησα, τον φιλοσόφησα, τον μελέτησα. Γεύτηκα τις πίκρες και τις χαρές του. Έψαξα σε εκατοντάδες κιτρινισμένα αρχεία του Ερασιτέχνη, της ΠΑΕ, της ΚΑΕ, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Πειραιά, ανάμεσα σε παλιές εφημερίδες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Βρέθηκα στο Μουσείο του Ολυμπιακού, μπροστά στα τρόπαια που μιλούν χωρίς λέξεις. Κάθισα και μίλησα με ανθρώπους που φόρεσαν τη φανέλα, που μάτωσαν για αυτήν, που έζησαν για αυτήν. Με ανθρώπους που επένδυσαν και οραματίστηκαν ένα οργανισμό που, όχι μόνο θα διακρίνεται αλλά και, θα μεγαλώνει συνεχώς. Στάθηκα στις κερκίδες του σε διάφορα σπορ πανηγύρισα και έκλαψα.. Ξαναείδα αμέτρητες φορές το βίντεο από ένα drone πάνω από μια πλατεία του δημοτικού θεάτρου. Είδα το σπινθήρα… ένα κύμα πάθους να σηκώνει το πλήθος στον αέρα. Είδα, ένα κατακόκκινο ουρανό από καπνογόνα, και άκουσα εκατομμύρια φωνές να γίνονται μία. Και εκεί, συνειδητοποίησα την αλήθεια.»
Έκανε μια μικρή παύση.
«Ο Ολυμπιακός δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο. Δεν είναι μόνο μπάσκετ. Το βόλεϊ, το πόλο, το χάντμπολ, η κολύμβηση και ο στίβος. Δεν είναι τα δεκάδες άλλα, Ολυμπιακά και μη, αθλήματα στα οποία ξεχωρίζει. Δεν είναι τα πρωταθλήματα, τα κύπελλα, οι ευρωπαϊκοί του θρίαμβοι. Είναι η καρδιά μιας πόλης. Είναι η φωνή ενός λαού. Είναι η φλόγα που όταν ανάψει μέσα σου δεν σβήνει ποτέ.»
Κάποιος από το κοινό φώναξε δυνατά:
«Θρύλε Θεεεέ μου!» και η αίθουσα ανταποκρίθηκε «Ολυμπιακεεεέ μου!» με χειροκροτήματα.
Ο Αριστείδης περίμενε οι φωνές να καταλαγιάσουν σαν έμπειρος λαοπλάνος σε μεγάλη πολιτική συγκέντρωση και μόνο τότε έγειρε ελαφρά προς το μικρόφωνο.
«Αλλά για να καταλάβουμε πραγματικά τι σημαίνει Ολυμπιακός, πρέπει να πάμε στην αρχή. Εκεί όπου όλα ξεκίνησαν.»
Και τότε, το μυαλό του γύρισε πίσω.
📍 Τοποθεσία: Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιά
🕰 Χρόνος: Πολλούς μήνες πριν
Η μυρωδιά παλιού χαρτιού πλημμύριζε το χώρο. Τα φώτα χαμηλά, το μόνο που ακουγόταν ήταν το γύρισμα των σελίδων. Ο Αριστείδης είχε αποδεχθεί την πολύ τιμητική πρόταση του Δήμου Πειραιά για να μελετήσει και να προετοιμάσει μια ομιλία για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Ολυμπιακού. Η παρότρυνση κυρίως της Σοφίας του Αστέρη και του Λάμπρου, όταν τους ενημέρωσε για αυτό το νέο project, δεν του άφησαν άλλωστε κανένα περιθώριο άρνησης. Κατά βάθος αυτό ήταν κάτι που θα ήθελε να το κάνει, αλλά δεν θα το τολμούσε από μόνος του.
Ο Αριστείδης κάθισε σε ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι και ξεφύλλισε το καταστατικό ίδρυσης του Ολυμπιακού από το 1925.

Τα δάχτυλά του ακούμπησαν πάνω στην πρώτη πρόταση:
“Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. Ίδρυση: 10 Μαρτίου 1925.”
«Συνιστᾶται ἐν Πειραιεῖ ὑπό τόν τίτλον “Ὀλυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιῶς” Σωματεῖον, οὕτινος σκοπός εἶναι η ἀνάπτυξις τῆς σωματικῆς ἀγωγῆς παρά τῇ νεολαίᾳ καί ἡ κατά πάντα φίλαθλον τρόπον ἐξύψωσις αυτῆς. Τά πρός ἐπίτευξην τοῦ σκοποῦ τούτου μέσα ἔσονται α) ἡ ἵδρυσις ἀθλητικῶν χώρων πάσης φύσεως, β) ἡ ὀργάνωσις πάσης κατά θάλασσαν ἀθλητικῆς κινήσεως, γ) ἡ ὀργάνωσις ἀθλητικῶν ἀγώνων πάσης φύσεως, ἑορτῶν, ἐκδρομῶν, ὀρειβασιῶν κλπ., δ) ἡ διά διαλέξεων καί ἐκδόσεως ἐντύπων προπαγάνδισις τῆς ἀθλητικῆς ἰδέας καί ε) ἡ διά παντός τρόπου ἀνάπτυξις κινήσεως ἐξυπηρετικῆς τῆς νεολαίας. Ο “Ὀλυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιῶς” ἔχει ἰδία σφραγῖδα εἰκονίζουσαν δαφνηφόρον κεφαλήν ἀθλητοῦ και περί αὐτήν τόν τίτλον τοῦ Σωματείου».
Τριάντα δύο «χριστοί πολίται», όπως προέβλεπε το 2ο άρθρο του καταστατικού, έδωσαν συνάντηση στην ταβέρνα του Μοίρα στον Πειραιά και εκεί θα ακουστεί για πρώτη φορά η ιαχή «Ολυμπιακός», η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε τραγούδι στα χείλη εκατομμυρίων οπαδών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Το καταστατικό προέβλεπε ότι μέλη του Ολυμπιακού μπορούσαν να γίνουν πολίτες ανεξαρτήτως εθνικότητας ή φύλου, αρκεί να ήταν χρηστοί και να εμπνέονταν από υγιείς αρχές σωματικής αγωγής. Τα μέλη διακρίνονταν σε Επίτιμους Ηγέτες, Επίτιμα Μέλη, Τακτικά Μέλη, Πάρεδρα Μέλη και Αθλητικά Μέλη. Αρχικά, ο αριθμός των μελών του συλλόγου δεν ξεπερνούσε τα 100, γνωστοί ως οι «100 αθάνατοι». Για να εισέλθει ένα νέο μέλος, έπρεπε να αποχωρήσει ή να αποβιώσει κάποιο από τα υπάρχοντα μέλη.
Στην ίδια σελίδα του αρχείου υπήρχε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία. Νεαροί άνδρες, με τα κουστούμια τους καθισμένοι γύρω από ένα μικρό ξύλινο γραφείο με μια τριγωνική απροσδιόριστη σημαία στον τοίχο πίσω τους και βλέμματα γεμάτα όνειρα.
«Σύνδεσμος… από εδώ ξεκίνησαν όλα.» μονολόγησε.
Στο βάθος, ένας ηλικιωμένος άνδρας – εθελοντής της βιβλιοθήκης – πλησίασε αργά και στάθηκε δίπλα του.
«Καλησπέρα Κε καθηγητά με ενημέρωσαν για την έρευνα σας. Είμαι ο Σάββας και θα βοηθήσω με τον κατάλογο της βιβλιοθήκης. Ότι χρειαστείτε μου λέτε και θα σας το στέλνω άμεσα και με ηλεκτρονικό αρχείο, όπου αυτό υπάρχει. Ψάχνετε την ιστορία μας;»
«Ναι.. και δεν ξέρω από που να αρχίσω..»
«Θα το βρείτε… μόνο θυμηθείτε να μην ψάχνετε μόνο στα βιβλία. Να ψάξετε και στις ψυχές των ανθρώπων» Του είπε χαμηλόφωνα και συνέχισε να τακτοποιεί βιβλία πάνω σε ένα κυλιόμενο τραπεζάκι με ρόδες.
Ο Αριστείδης επανάφερε το βλέμμα του στην φωτογραφία. Και κατάλαβε ότι η αναζήτηση μόλις είχε αρχίσει.
📍 Τοποθεσία: Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιά
🕰 Χρόνος: Μερικούς μήνες πριν την ομιλία
Το φως του απογεύματος έπεφτε λοξά από τα μικρά παράθυρα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Πειραιά, χαρίζοντας μια χρυσαφένια λάμψη στα σκονισμένα ράφια και τις βαριές, ξύλινες βιβλιοθήκες. Η μυρωδιά του παλιού χαρτιού ανακατευόταν με τον ήχο από τις σελίδες που γύριζαν, παρόλα αυτά ο Αριστείδης έσκυβε πάνω από την οθόνη ενός laptop και ζούμαρε σε ένα ψηφιακό αρχείο, από ένα παλαιό κιτρινισμένο φύλλο εφημερίδας.
Το άρθρο έφερε ημερομηνία 11 Μαρτίου 1925 και δεν το έβλεπε για πρώτη φορά. Είχε επιλέξει συνειδήτα να το κοιτά κάθε φορά που βουτούσε στην έρευνα του και στις σημειώσεις.
«Εις τον Πειραιά συνεστήθη νέος ποδοσφαιρικός σύλλογος υπό το όνομα “Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς“. Η ομάς φέρει τα ερυθρόλευκα χρώματα και έχει ως σκοπόν να εκπροσωπήσει την εργατικήν και ναυτικήν κοινότητα της πόλεως. Ο αθλητισμός δεν ανήκει μόνον εις την αριστοκρατίαν, αλλά εις όλους.»
Ο Αριστείδης ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και έμεινε να κοιτάζει τη οθόνη. Δεν ήταν απλώς η γέννηση μιας ομάδας. Ήταν η αρχή μιας κοινωνικής αλλαγής. Έκανε άλλη μια παύση, και άνοιξε ένα διαφορετικό αρχείο στον υπολογιστή του και ξαναδιάβασε τις σημειώσεις του.

«Ο Πειραιάς του 1925 ήταν μια πόλη σε αναβρασμό. Η μικρασιατική καταστροφή είχε αφήσει βαθιά τραύματα. Πρόσφυγες από τη Σμύρνη και άλλες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας είχαν φτάσει στον Πειραιά, στοιβαγμένοι σε παραπήγματα, προσπαθώντας να ξαναχτίσουν τις ζωές τους.
Χαρακτηριστικό επίσης της περιόδου 1924-25 ήταν ότι το λιμάνι του Πειραιά υπέστη σημαντικές αλλαγές, που επηρέασαν βαθιά την τοπική κοινωνία και οικονομία. Ένα από τα πιο καθοριστικά γεγονότα ήταν η εκδίωξη των καλαφατζήδων από την περιοχή. Οι καλαφατζήδες, γνωστοί και ως ναυπηγοξυλουργοί, ήταν τεχνίτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή και επισκευή ξύλινων πλοίων. Για δεκαετίες, αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του λιμανιού του Πειραιά, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους πλοιοκτήτες και συμβάλλοντας στην τοπική οικονομία.
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της ναυπηγικής τεχνολογίας, η ανάγκη για ξύλινα πλοία μειώθηκε, καθώς τα μεταλλικά πλοία έγιναν πιο διαδεδομένα. Αυτό οδήγησε σε μείωση της ζήτησης για τις υπηρεσίες των καλαφατζήδων. Παράλληλα, οι αρχές του λιμανιού επιδίωκαν τον εκσυγχρονισμό και την αναδιοργάνωση των χώρων του, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας.
Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, αποφασίστηκε η απομάκρυνση των καλαφατζήδων από το λιμάνι. Αυτή η απόφαση προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς πολλοί από αυτούς έχασαν τις δουλειές τους και αναγκάστηκαν να αναζητήσουν νέες μορφές απασχόλησης. Η εκδίωξή τους σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής για τον Πειραιά και την αρχή μιας νέας, πιο εκβιομηχανισμένης περιόδου για το λιμάνι».
Το 1925, η σχέση Πειραιά και Αθήνας ήταν βαθιά ανισόρροπη και επηρεασμένη από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. Ο Πειραιάς, αν και αποτελούσε το βασικό λιμάνι της χώρας και το εμπορικό κέντρο του ελληνικού κράτους, βρισκόταν σε μια διαρκή αντιπαράθεση με την Αθήνα, που ήταν το διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο.
Ο Πειραιάς ήταν η πόλη των εργατών, των ναυτικών και των μικρομεσαίων εμπόρων. Σε αντίθεση, η Αθήνα ήταν η πόλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, της πολιτικής ελίτ και της πνευματικής τάξης.
Οι κάτοικοι του Πειραιά θεωρούσαν ότι οι Αθηναίοι τούς αντιμετώπιζαν ως “δεύτερης κατηγορίας πολίτες”. Η Αθήνα είχε τον έλεγχο των περισσότερων κρατικών υποδομών, ενώ ο Πειραιάς αναπτυσσόταν κυρίως χάρη στο εμπόριο και τη ναυτιλία.
Η προσφυγική κρίση του 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επηρέασε περισσότερο τον Πειραιά, που δέχτηκε τεράστιο αριθμό προσφύγων, αλλά χωρίς την ανάλογη κρατική υποστήριξη. Η Αθήνα είχε πιο συγκροτημένες δομές, ενώ στον Πειραιά δημιουργήθηκαν γειτονιές όπως η Κοκκινιά (Νίκαια), η Δραπετσώνα και το Κερατσίνι, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές.
Οι Αθηναίοι, οι μεγαλοαστοί, τους έβλεπαν τους μετανάστες σαν ξένους. Σαν ανθρώπους που δεν ανήκαν στη δική τους κοινωνία. Ο Πειραιάς, όμως, τους αγκάλιασε. Γιατί ο Πειραιάς ήταν πάντα η πόλη των ανθρώπων του μόχθου.

Οι ποδοσφαιρικές ομάδες της εποχής ανήκαν σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις. Ο Παναθηναϊκός αντιπροσώπευε την αθηναϊκή ελίτ. Η ΑΕΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων, αλλά ξεκίνησε από έναν πιο αριστοκρατικό κύκλο της Κωνσταντινούπολης. Ο Εθνικός Πειραιώς, ήδη υπάρχων, δεν εξέφραζε πλήρως τη λαϊκή τάξη του λιμανιού. Ο Εθνικός που ιδρύθηκε το 1923 εξέφραζε την πιο εύπορη και μορφωμένη τάξη του Πειραιά, αποτελούμενη κυρίως από μεγαλοεμπόρους, ανώτερα στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών και παιδιά αστικών οικογενειών. Ήταν ένας σύλλογος που υιοθέτησε τα γαλάζια και άσπρα χρώματα, με πρόθεση να δώσει μια πατριωτική διάσταση, σε μια εποχή όπου η εθνική ταυτότητα βρισκόταν στο επίκεντρο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Εθνικός Πειραιώς ήταν η ομάδα της αστικής τάξης του Πειραιά και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε αντίθεση με τον Ολυμπιακό, που έγινε η φωνή της εργατιάς και των προσφύγων.
Ο Ολυμπιακός γεννήθηκε για να καλύψει αυτό το κενό.
Οι Ανδριανόπουλοι – έξι αδέρφια, γόνοι μιας εύπορης οικογένειας, αλλά με βαθιά αίσθηση του Πειραιά – δημιούργησαν έναν σύλλογο που ανήκει σε αυτούς που δεν είχαν φωνή. Σε αυτούς που ήθελαν μια ομάδα που να τους εκπροσωπεί.
Ο Αριστείδης ξεφύλλισε το αρχείο και βρήκε μια παλιά φωτογραφία.

Νεαροί άνδρες με ριγωτές ερυθρόλευκες φανέλες, χαμογελαστοί, στέκονταν μπροστά σε έναν χωμάτινο αγωνιστικό χώρο.
Κοίταξε τα πρόσωπά τους. Άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει μέσα στην αλμύρα του λιμανιού. Άνθρωποι που την ημέρα δούλευαν στα καρβουνιάρικα και τα βράδια έτρεχαν σε αλάνες να κυνηγήσουν μια μπάλα.
Σκέφτηκε 2 λεπτά και σημείωσε στο τετράδιο του.
“Ο Ολυμπιακός δεν ήταν απλώς μια ομάδα. Ήταν η απάντηση ενός ολόκληρου λαού σε μια κοινωνία που τους έβλεπε ως κατώτερους. Ήταν η δήλωση πως «είμαστε εδώ»”.
📍 Τοποθεσία: Ταβέρνα στο Πασαλιμάνι
🕰 Χρόνος: Το ίδιο απόγευμα
«Ρε Αριστείδη, πάλι χωμένος σε βιβλία ήσουν;»
Ο Αστέρης γέλασε δυνατά και τράβηξε μια καρέκλα. Ο Λάμπρος και η Σοφία ήταν ήδη εκεί, γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι γεμάτο μεζέδες και ένα μπουκάλι λευκό κρασί.
Ο Αριστείδης έκατσε και άφησε τις σημειώσεις του στο τραπέζι.
«Διαβάζω για την ίδρυση του Ολυμπιακού. Τελικά είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από το ποδόσφαιρο».
Η Σοφία άρπαξε τις πρώτες σελίδες και ξεκίνησε να διαβάζει φωναχτά.
«Το 1925 ήταν μια περίοδος έντονων πολιτικών αναταραχών στην Ελλάδα. Η χώρα βρισκόταν σε ένα μεταβατικό στάδιο, καθώς προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και την ανατροπή της μοναρχίας.
Στις 25 Ιουνίου 1925, ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος ανέτρεψε πραξικοπηματικά την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και εγκαθίδρυσε στρατιωτική δικτατορία.
Ο Πάγκαλος εκμεταλλεύτηκε το πολιτικό χάος της εποχής. Η Ελλάδα προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το προσφυγικό ζήτημα είχε δημιουργήσει τεράστια κοινωνικά προβλήματα. Οι πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ βασιλικών (μοναρχικών) και βενιζελικών (δημοκρατικών) ήταν συνεχείς. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης, ο Πάγκαλος επέβαλε λογοκρισία στον Τύπο, φυλάκισε πολιτικούς του αντιπάλους και προσπάθησε να εδραιώσει την εξουσία του με αυταρχικά μέσα. Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης (1922), περισσότεροι από 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες κατέφθασαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα και προσφυγικούς συνοικισμούς, κυρίως στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Οι ντόπιοι συχνά έβλεπαν τους πρόσφυγες με καχυποψία και τους κατηγορούσαν για την ανεργία και την αύξηση της εγκληματικότητας. Η Κοινωνία των Εθνών προσπάθησε να στηρίξει τους πρόσφυγες με τη δημιουργία της Προσφυγικής Αποκατάστασης, αλλά οι κοινωνικές εντάσεις παρέμεναν υψηλές.
Η Ελλάδα ήταν ακόμα διχασμένη μεταξύ Βασιλικών, που υποστήριζαν τον Κωνσταντίνο και τον διάδοχό του, Γεώργιο Β’, και Βενιζελικών, που υποστήριζαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την αβασίλευτη δημοκρατία. Ο Πάγκαλος, αν και προερχόταν από το στρατόπεδο των Βενιζελικών, κυβέρνησε με τρόπο αυταρχικό, προσπαθώντας να ενώσει τη χώρα με τη βία. Το ελληνικό κράτος βρισκόταν σε βαθιά οικονομική κρίση, καθώς η Ελλάδα πάλευε να αποπληρώσει δάνεια από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να στηρίξει τους πρόσφυγες. Το εμπόριο και η ναυτιλία προσπαθούσαν να ανακάμψουν, με τον Πειραιά να είναι το οικονομικό κέντρο της χώρας.
Η διεθνής κοινότητα αντιμετώπιζε με δυσπιστία την Ελλάδα, ειδικά μετά το πραξικόπημα του Πάγκαλου. Η ζωή στην Αθήνα και κυρίως στον Πειραιά ήταν δύσκολη, με ανεργία, φτώχεια και πολιτική αστάθεια. Στους δρόμους, οι προσφυγικές συνοικίες γέμιζαν με ανθρώπους που προσπαθούσαν να επιβιώσουν, ενώ οι παλιές αθηναϊκές και πειραϊκές οικογένειες (τα τζάκια) ζούσαν σε έναν δικό τους κόσμο. Ο αθλητισμός γινόταν όλο και πιο δημοφιλής, με το ποδόσφαιρο να εξελίσσεται σε κοινωνικό φαινόμενο.
Σε αυτό το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, ιδρύθηκε ο Ολυμπιακός, εκφράζοντας την ανάγκη των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά να έχουν τη δική τους φωνή. Ήταν η δική τους επανάσταση..»
Ο Λάμπρος γέλασε.
«Έλα ρε φιλόσοφε, σιγά μην ήταν και η Γαλλική Επανάσταση!»
Ο Αστέρης, όμως, δεν γελούσε.
«Δεν είναι αστείο. Ο παππούς μου ήταν ένας από εκείνους που πήγαιναν στα πρώτα παιχνίδια. Δούλευε σε μια αποθήκη στο λιμάνι, ξεφόρτωνε σακιά. Ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη, ήρθε στον Πειραιά χωρίς τίποτα. Και ξέρεις τι του έδωσε ελπίδα;»
Ο Αριστείδης τον κοίταξε σιωπηλός.
«Το να βλέπει μια ομάδα που έπαιζε για ανθρώπους σαν κι αυτόν.»
Η Σοφία άγγιξε το χέρι του Αριστείδη.
«Ελπίζω να μην σκοπεύεις να διαβάσεις μια τέτοια ιστορική αναδρομή στην ομιλία σου. Αλλά καταλαβαίνω ότι προσπαθείς να συνδεθείς με το κλίμα της εποχής».
Ο Αριστείδης κοίταξε γύρω του. Στους τοίχους της ταβέρνας, ξεθωριασμένες φωτογραφίες του παλιού Πειραιά – ψαράδες με τραχιά χέρια και χαμόγελα γεμάτα αλμύρα, ασπρόμαυρες εικόνες από ποδοσφαιρικούς θριάμβους του Ολυμπιακού, το λιμάνι όπως ήταν δεκαετίες πριν. Ανάμεσά τους, μια κορνίζα με έναν δαφνοστεφανωμένο έφηβο, σύμβολο του συλλόγου που γεννήθηκε σε αυτή την πόλη.
Τα ηχεία έπαιζαν Μάρκο Βαμβακάρη «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά»
Και `γώ φτωχός γεννήθηκα
στον κόσμο έχω γυρίσει
μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς
εγώ έχω μαρτυρήσει
Όλοι οι κουτσαβάκηδες
που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους
έχουν μεγάλο ντέρτι
Η Σοφία με τον Αστέρη το σιγοτραγουδούσαν και ο Λάμπρος, ως βαθύς μουσικογνώστης, δεν έχασε την ευκαιρία να δείξει λίγη έπαρση με τις γνώσεις του.
«Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Πειραιάς ήταν ένα χωνευτήρι ανθρώπων. Ναυτικοί, εργάτες, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μάγκες και λούμπεν στοιχεία έδιναν ζωή σε μια πόλη γεμάτη αντίθεση και πάθος. Μέσα από αυτήν τη σκληρή καθημερινότητα, γεννήθηκε το ρεμπέτικο. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έφεραν μαζί τους την παράδοση του σμυρναίικου τραγουδιού, τα μινόρε, τους αμανέδες. Οι ντόπιοι μάγκες του Πειραιά έβαλαν μέσα του τη σκληράδα, το ύφος της πιάτσας, το αργόσυρτο ζεϊμπέκικο και το πειραιώτικο μπουζούκι.

Στη δεκαετία του ’30, το ρεμπέτικο βρήκε το επίκεντρό του στις ταβέρνες, τα καφενεία και τους τεκέδες του Πειραιά. Οι πρώτες κομπανίες εμφανίστηκαν στον Καρβουνιάρη, στον Άγιο Διονύσιο, στα Ταμπούρια, στη Δραπετσώνα κι εδώ στο Πασαλιμάνι. Εκεί συναντήθηκαν οι πατέρες του ρεμπέτικου. Ο Μάρκος Βαμβακάρης – ο “πατριάρχης” του πειραιώτικου ρεμπέτικου- με το μπουζούκι του και τους στίχους που μιλούσαν για τη φτώχεια, τον έρωτα και τη μαγκιά. Και οι Ανέστης Δελιάς, Στράτος Παγιουμτζής, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μπάτης – όλοι παιδιά του λιμανιού, που έκαναν το μπουζούκι όργανο έκφρασης μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης. Τα τραγούδια τους μιλούσαν για τον έρωτα, τη φτώχεια, την αδικία, τη φυλακή, τα ναρκωτικά, την αστυνομική καταστολή. Ράπερς του προηγούμενου αιώνα δηλαδή» είπε χαριτολογώντας.
Ο Αριστείδης δεν έχασε ευκαιρία να συνδέσει την παρατήρηση του Λάμπρου με την έρευνα του. «Ρεμπέτικο και Ολυμπιακός είναι δυο όψεις του ίδιου κοινωνικού φαινομένου. Ο Ολυμπιακός και το ρεμπέτικο γεννήθηκαν από την ίδια ψυχή: τον λαό του Πειραιά. Και τα δύο αναδύθηκαν μέσα από τις φτωχογειτονιές του λιμανιού, μέσα από τις αλάνες και τα προσφυγικά, μέσα από τον μόχθο των εργατών και την περηφάνια των ανθρώπων που δεν είχαν πολλά, αλλά είχαν τα δικά τους όνειρα, τις δικές τους αξίες, τη δική τους ταυτότητα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης έλεγε «Ολυμπιακός και ξερό ψωμί» είπε και έκλεισε το μάτι στον Λάμπρο που έμεινε να τον κοιτά άφωνος.
«Γεια σου Αριστείδη Γαύρε!» αναφώνησε η Σοφία ξεσπώντας σε γέλια και τραβώντας τα βλέμματα από τα διπλανά τραπέζια.
📍 Τοποθεσία: Σκηνή επετειακής εκδήλωσης 100 χρόνων Ολυμπιακού
🕰 Χρόνος: Το παρόν – η στιγμή που όλα κορυφώνονται
Ο Αριστείδης μιλούσε ήδη 20 λεπτά αναλύοντας τις μεγάλες στιγμές που έκαναν τον Ολυμπιακό – Θρύλο με αναφορές σε αθλητικά γεγονότα που σημάδεψαν τον 20ο και 21ο αιώνα, σε προσωπικότητες, τραγωδίες και θριάμβους. Είχε έρθει η ώρα της αποφώνησης.
«Το ψευδώνυμο «Γαύροι» για τους φιλάθλους του Ολυμπιακού προέκυψε ως προσβλητικός χαρακτηρισμός από τους αντιπάλους του συλλόγου, αλλά με το πέρασμα του χρόνου οι ίδιοι οι Ολυμπιακοί το αγκάλιασαν και το μετέτρεψαν σε σύμβολο υπερηφάνειας.
Η επικρατέστερη εκδοχή συνδέεται με το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’50 και του ’60, οι αντίπαλοι φίλαθλοι (κυρίως του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ) άρχισαν να αποκαλούν τους Ολυμπιακούς «Γαύρους», κάνοντας έναν ειρωνικό παραλληλισμό με το ψάρι γαύρο, που ήταν πολύ φθηνό και συνήθως καταναλωνόταν από φτωχούς ανθρώπους και εργάτες.
Το προσωνύμιο υπονοούσε ότι οι Ολυμπιακοί ήταν «λαϊκοί» και «φτωχοί», προσπαθώντας να τους μειώσουν σε σχέση με τους οπαδούς των αθηναϊκών ομάδων, που θεωρούνταν πιο «αριστοκρατικοί».
Όπως συμβαίνει συχνά στην ποδοσφαιρική κουλτούρα, οι ίδιοι οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού αγκάλιασαν τον όρο και τον έκαναν δικό τους. Αντί να τον θεωρούν προσβλητικό, τον φόρεσαν σαν παράσημο, καθώς εξέφραζε την ταυτότητα του συλλόγου:
- Ολυμπιακός = ομάδα του λαού, των εργατών, των ναυτικών, των προσφύγων.
- Γαύρος = ανθεκτικός, δυνατός, πεισματάρης, πάντα σε κίνηση, όπως το μικρό αλλά ασταμάτητο ψάρι.
- Ή εναλλακτικά στα αρχαία ελληνικά Γαύρος σημαίνει ο επαιρόμενος, ο ανδρείος, ο αγέρωχος.
Όπως και να έχει αυτό που ξεχώρισε ως προσβολή, το «Γαύροι» έγινε σύνθημα περηφάνειας και παραμένει μέχρι σήμερα το κύριο παρατσούκλι της ομάδας μας.»
Ο Αριστείδης είδε τον Κύριο Πέτρο στην πρώτη σειρά να χαϊδεύει στοργικά το κεφάλι του εγγονιού του, που χαμογελούσε. Είδε τους διάσημους προέδρους του ποδοσφαιρικού και του μπασκετικού Ολυμπιακού να κάθονται δίπλα δίπλα. Είδε δεκάδες πρώην αθλητές του Συνδέσμου ανακατεμένους με δημοσιογράφους και πολιτικούς να ελέγχουν την ατμόσφαιρα, να κοιτάζονται, να σιγοψιθυρίζουν λέξεις και να μειδιάζουν.
Κοίταξε το ρολόι τοίχου στο βάθος της αίθουσας πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.
«Και αν κάτι μου έμαθε αυτή η περιπλάνηση στην εκατονταετή ερυθρόλευκη ιστορία, είναι πως ο Ολυμπιακός δεν είναι απλώς οι τίτλοι, οι νίκες, τα γήπεδα. Οι σπουδαίες ομάδες, οι μεγάλες αθλητικές προσωπικότητες, οι παράγοντες των διαφόρων τμημάτων. Είναι κυρίως οι άνθρωποι. Εκείνος ο παλαίμαχος που μου μίλησε με δάκρυα στα μάτια για τις μέρες που φόρεσε τη φανέλα, αλλά λόγω τραυματισμών δεν μπόρεσε ποτέ να πιάσει στην πρώτη ομάδα. Ο εργάτης του λιμανιού, που έβαλε το τελευταίο του μεροκάματο για ένα εισιτήριο στη Θύρα 7 για εκείνο το σημαντικό ντέρμπι. Ο πατέρας που κρατάει το χέρι του παιδιού του, δείχνοντάς του τον αγωνιστικό χώρο και λέγοντάς του ” ξέχνα τις βρισιές και κοίτα γύρω σου – εδώ θα μάθεις τι σημαίνει το πνεύμα του μαχητή – τι σημαίνει πίστη”. Ο νέος που πανηγυρίζει στις κερκίδες, χωρίς να έχει ζήσει τα παλιά, αλλά νιώθοντας το ίδιο πάθος με εκείνους που έρχονταν πριν από αυτόν. Γιατί ο Ολυμπιακός δεν ανήκει στο παρελθόν. Ανήκει σε όλους όσους ζουν, αναπνέουν και ονειρεύονται μέσα από αυτόν.»
Η αίθουσα σείστηκε από το χειροκρότημα. Ο Αριστείδης Εύλογος στάθηκε για λίγο σιωπηλός μπροστά στο podium, αφήνοντας το βλέμμα του για μια τελευταία φορά να περιπλανηθεί στο πλήθος.
Άνθρωποι κάθε ηλικίας, παλαίμαχοι με γκρίζα μαλλιά και παιδιά με κόκκινα κασκόλ, αθλητές που τίμησαν τη φανέλα, διάσημοι και άσημοι, φίλαθλοι που έζησαν στιγμές χαράς και πόνου. Όλοι τους στέκονταν όρθιοι, με μάτια γεμάτα συγκίνηση.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσκυψε προς το μικρόφωνο.
«Ο Ολυμπιακός δεν είναι απλώς μια ομάδα. Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο. Είναι η ιστορία ενός λαού που ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι και βρήκε μέσα από τον αθλητισμό ταυτότητα. Είναι η φωνή μιας πόλης που έμαθε να παλεύει, να χτίζει, να δημιουργεί. Να χάνει, να διεκδικεί, να κερδίζει και πάντοτε να συνεχίζει! Είναι ο εργάτης του λιμανιού που, μετά από μια σκληρή βάρδια, στέκεται στην εξέδρα και τραγουδάει. Είναι ο πρόσφυγας, που βρήκε στον Ολυμπιακό τη χαμένη του πατρίδα. Είναι ο Έλληνας μετανάστης, που σε μια ξένη χώρα φοράει το κασκόλ του και νιώθει ότι δεν είναι μόνος.»
Έκανε μια παύση.
«Ο Ολυμπιακός είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν με μια μπάλα στα πόδια και ένα όνειρο στην καρδιά. Είναι οι γενιές που πέρασαν και αυτές που έρχονται.
Είναι οι νύχτες που κλάψαμε και οι μέρες που πανηγυρίσαμε. Είναι η πιο εύηχη και νοηματικά συνδεδεμένη με την ιστορία και την ταυτότητα ενός τόπου λέξη. Μια κραυγή πάθους που βγαίνει από χιλιάδες στόματα τονίζεται σε κάθε συλλαβή της και ακούγεται σαν μελωδία:
Ό – λύ – μπί – ά – κός!
Το κοινό ξέσπασε ξανά σε χειροκροτήματα. Ήταν μια στιγμή που δεν χρειαζόταν άλλες λέξεις.
Ο Αριστείδης χαμογέλασε, πήρε τις σημειώσεις του και τις δίπλωσε αργά και ολοκλήρωσε.
«Πέρασε ένας αιώνας και οι απόγονοι των καλαφατζήδων, των μεταναστών, των ρεμπετών, της φτωχολογιάς συνεχίζουμε.. ακόμη και όσοι δεν γεννηθήκαμε σε αυτές τις συνθήκες, ούτε σε εκείνες τις εποχές – απλά αγαπήσαμε με τον δικό μας τρόπο – τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο – στον δικό μας χρόνο. Γιατί ο Ολυμπιακός είναι ιδέα και οι ιδέες δεν γερνούν. Δεν τελειώνουν. Ζουν για πάντα στις καρδιές μας. Κάπως έτσι ο Ολυμπιακός μας... στρεβλώνει τον χωροχρόνο.. και μας συνδέει με τις παλαιότερες και τις μελλοντικές γενιές Ολυμπιακών. Και αποτελούμε όλοι μαζί την καρδιά της ερυθρόλευκης ιστορίας. Σας ευχαριστώ..»
Σήκωσε το βλέμμα του μέσα στην οχλαγωγία των χειροκροτημάτων όμως δεν μπόρεσε να δει την αίθουσα και την θάλασσα των κόκκινων και λευκών συναισθημάτων γιατί δάκρυα του θόλωναν τα μάτια.
📍 Τοποθεσία: Δρόμος προς το σπίτι
🕰 Χρόνος: Νύχτα
Περπατώντας κατά μήκος της ακτής, ο Αριστείδης ένιωθε τον θαλασσινό αέρα να του δροσίζει το πρόσωπο. Στον ουρανό δεκάδες drones έδιναν ένα εντυπωσιακό θέαμα με αφορμή τα γενέθλια του Ολυμπιακού – ενώ στο βάθος του ορίζοντα πυροτεχνήματα διέσχιζαν τον ανοιξιάτικο ουρανό. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό δώρο που του είχε δώσει ο κος Πέτρος.
Ένα παλιό κασκόλ των 70ς, ξεθωριασμένο από τον χρόνο αλλά σε καλή κατάσταση, που το είχε βρει σε κάποιο μακρινό λιμάνι τα χρόνια που ταξίδευε.
Το έφερε κοντά στο πρόσωπό του. Μύριζε παλιό ύφασμα, υγρασία, μνήμες.
Ο Αριστείδης μειδίασε.
Και τότε, χωρίς να το καταλάβει, έσφιξε το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του. Και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά λίγο πιο δυνατά.
Αφιερωμένο σε όσους αγάπησαν τον Ολυμπιακό στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.


