Ρητορικό ειν’ το ερώτημα. Δεν είναι έρμα και δε ψοφάνε.
Για την ακρίβεια, μόλις φεύγουν από το δικό μας μαντρί ανασταίνονται και ενίοτε βρίσκουν τη γη της επαγγελίας, τα μεγάλα καταπράσινα βοσκοτόπια. Kάπου αλλού όμως. Όχι εδώ.
Είναι άλλωστε γνωστό πως δεν υπάρχουν βοσκοτόπια στα λιμάνια.
Με αφορμή τις πρόσφατες εξαίσιες εμφανίσεις του Baldwin, φαντάζομαι πως όλοι θα έθεσαν αυτό το ερώτημα. Μα γιατί σε εμάς δεν πέτυχε και μόλις μια σεζόν μετά, εμφανίζεται σαν αυτό που πάντα θέλαμε;
Και ο Punter όμως διανύει μια εξαιρετική σεζόν, όντας πρώτος σκόρερ στη Milano των πολλών αστέρων.
Και ο Leday ακόμα (τουλάχιστον για κάποιους – όχι τόσο για μένα) ανήκει στην μεγάλη λίστα των παιχτών που έφυγαν ως αποτυχημένοι, ως λίγοι για τη βαριά μας φανέλα, και τώρα τους κοιτάζουμε σαν ξερολουκουμα.
Την απάντηση βέβαια την έχουν δώσει πολλοί πριν από εμένα:
Πήραν και μπάλες στα χέρια, θα πρόσθετα εγώ.
Γιατί στον Ολυμπιακό η μεγάλη μεταγραφική πρόκληση είναι να βρεις συμπληρωματικούς παίχτες, με πολύ υψηλό efficiency rate. Αντιθέτως, παίχτες που για να αποδώσουν χρειάζονται αρκετά τη μπάλα στα χέρια τους, είναι, εδώ και χρόνια, μη-επιθυμητοί. Δεν είναι βέβαια τόσο παράλογα όλα αυτά, ούτε ήταν πάντα έτσι τα πράγματα.
Τη πρώτη χρονιά του Σπανούλη στο λιμάνι, στο ρόστερ υπήρχε και ο Παπαλουκάς και κυρίως υπήρχε ο Teodosic. Και παρότι προπονητής ήταν ο μεγάλος Duda, λύση δεν είχε βρεθεί, οι παίχτες κουτουλούσαν μεταξύ τους και η ομάδα είχε γνωρίσει ταπεινωτικό αποκλεισμό από την Siena. Το προφίλ της ομάδας, έστω και από ανάγκη, άλλαξε το καλοκαίρι του 2011 και αποφασίσαμε τότε πως ένας θα είναι ο καπετάνιος. Και ο καπετάνιος αυτός μας οδήγησε σε τέσσερις ευρωπαϊκούς τελικούς και φυσικά δυο περήφανους τίτλους. Not bad. Not bad at all.
Ένα πρόβλημα υπήρξε μέσα σε όλα αυτά. Η κουλτούρα του ενός καπετάνιου που πλαισιώνεται από μέτριους, μας έμεινε σα κουσούρι και τώρα που ο καπετάνιος μεγάλωσε, αποφασίσαμε, όχι να αλλάξουμε προσέγγιση αλλά, να φέρουμε άλλο καπετάνιο στη θέση του, τον οποίο πάλι θα πλαισιώνουμε με μέτριους. Φέραμε λοιπόν τον νέο καπετάνιο, του φορέσαμε το ωραίο καπέλο με τις άγκυρες πάνω και τη στολή με τα γαλόνια και τον πετάξαμε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Μόνο του.
Φευ και αλί. Το μπάσκετ προχώρησε και Σπανούλης είναι μόνο ένας.
Πάμε όμως λίγο πίσω στο χρόνο, στην εποχή Blatt. Ο Αμερικάνος coach με τις εβραϊκές ρίζες είναι καλός recruiter. Αυτή η φήμη τουλάχιστον τον συνόδευε όταν αφίχθη στο Πειραιά, και αυτή τη φήμη περιμέναμε όλοι να επιβεβαιώσει. Διάλεξε τότε για τη περιφέρεια ένα παιδί με καλή παρουσία στην Partizan, τον Goss. Πήγε να διαλέξει και έναν ακόμα αλλά, άγνωστο γιατί, δεν τον έφερε ποτέ στην ομάδα. Ναι, για τον Henry μιλάω. Οι κακές γλώσσες λένε πως, αν ερχόταν, θα έπρεπε πλέον το Usage να μοιραστεί ανάμεσα σε τρεις παίχτες και επιπλέον υπήρχε ένα αγαπημένο παιδί, με ένα διόλου ευκαταφρόνητο συμβόλαιο, το οποίο θα περίσσευε από τη περιφέρεια.
Ας πάει το παλιάμπελο, αν είναι να χαλάσουμε τις καρδιές μας, θα σκέφτηκε ο coach Blatt, και ο Henry έγινε Toupane ή Timma ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων. Κάτι που η παρουσία του δε θα ενοχλούσε κανέναν. Κάτι αδιάφορο. Μετά ο Blatt είπε να δώσει χρόνο και χώρο στον Goss να αναπτύξει το ταλέντο του και άκουσε τα εξ αμάξης για αυτή την επιλογή. Το καλοκαίρι ο Αμερικάνος έφυγε και το πείραμα πήγε στο βρόντο, αλλά αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο παίχτης θα συνέχιζε με την ομάδα, αν δεν είχε επιλέξει το ΝΒΑ. Δεν ήταν λοιπόν μια περίπτωση ενός project που εγκαταλείψαμε εμείς. Ήταν ένα Project που εγκατέλειψε εμάς. Pas mal. Η πρόθεση μετρούσε.
Την επόμενη σεζόν ο Blatt έδειξε ότι δεν αστειευόταν και ξεκίνησε απαλλάσσοντας τον Μάντζαρη από το θλιβερό καθήκον να ακούει τα εξ αμάξης από το κόσμο της ομάδας, κάθε φορά που ακουμπούσε τη μπάλα. Έφερε τότε ένα ενδιαφέρον project, τον Baldwin, έφερε επίσης τον γνωστό σούπερ σκόρερ του BCL, Punter και τέλος, για να μη χαλάσει εντελώς η συνταγή, έφερε (ή μάλλον κράτησε) και τον απίθανο Cherry.
Ο Baldwin, είναι -ομολογουμένως- περίεργο παιδί. Πέρασε το πρώτο καιρό στο πάγκο και βρισκόταν ξεκάθαρα έξω από τα νερά του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρει πολύ χρόνο ο Cherry και να πονέσουν τα μυαλά μας. O δε Punter, είχε μια τραγική βραδιά τη τρίτη αγωνιστική απέναντι στη Zenit, στην οποία πήρε 21 σουτ (τα περισσότερα άστοχα) και έτσι μπήκε από νωρίς στη μαύρη λίστα. Ο Blatt πολύ πρόωρα, και λόγω των προβλημάτων της υγείας του, αναγκάστηκε να αποχωρήσει και ο χλωμός δαίμονας Kemzura, ο οποίος ανέλαβε στη θέση του, άρχισε να δίνει σταδιακά χρόνο στον Baldwin.
Ο Μπαρτζώκας, που ήρθε αργότερα μέσα στη σεζόν, συνέχισε να δοκιμάζει τον Baldwin (ο Punter είχε ήδη φύγει ως μη συμβατός με το project) ενώ έφερε δυο ακόμα guards, τους Buycks και McKissick, για να στελεχώσουν τη γραμμή τον κοντών, από την οποία απουσίαζε λόγω τραυματισμού ο Σπανούλης. Στο τέλος της σεζόν η γεύση του Baldwin ήταν γλυκόπικρη. Κάποια καλά παιχνίδια, πολλές στιγμές ανωριμότητας, μια διαρκής ακροβασία ανάμεσα στο πολλά υποσχόμενο και στο εκνευριστικό. Ο McKissick, ιδίως με βάση το παιχνίδι απέναντι στον Παναθηναϊκό κέρδισε τις εντυπώσεις. Ο Buycks πρόλαβε να αγωνιστεί σε μόλις τρία παιχνίδια. Δε πρόλαβε να κριθεί επαρκώς, αν και κατά τη γνώμη μου, ήταν μια επίσης ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2020, όταν και η διοίκηση έκανε την επιθυμία του κόσμου και του coach πραγματικότητα, και ο Σλούκας επέστρεψε στην ομάδα (ήχος από άνοιγμα σαμπάνιας!). Ο Μπαρτζώκας έπρεπε πλέον να αποφασίσει και να μοιράσει το usage για την επόμενη σεζόν: Σλούκας, Σπανούλης (που είχε πλέον επιστρέψει υγιής) και McKissick ήταν η τελική απόφαση.
Τρεις παίχτες. Αυτοί ήταν. Οι άλλοι περίσσευαν.
Από εκεί και πέρα, θα έπρεπε να εφαρμόσουμε τη παλιά – γνωστή συνταγή και να φέρουμε παίχτες συμπληρωματικούς με υψηλό efficiency. Ήρθε ο Jenkins, επιλογή που κακώς δημιουργεί απορίες, καθώς είναι η επιτομή του τίμιου παίχτη που δε θα ζητήσει ποτέ παραπάνω χρόνο ή παραπάνω προσπάθειες. Ήρθε και ο Harrison. Ένας παίχτης με καλές περγαμηνές, με σκοπό να είναι κάτι σαν 1-2-3-do-it-al-man, που θα προσφέρει πόντους και δημιουργία, λίγο από όλα, παίζοντας κάπου, οπουδήποτε, στη περιφέρεια. Αν θεωρήσουμε ότι ο Harrison όφειλε να γίνει ο νέος Lojeski, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι απέτυχε στο ρόλο που του ανατέθηκε. Αντιθέτως, ο Jenkins είχε μια μάλλον ουδέτερη παρουσία, κάνοντας ακριβώς αυτό το οποίο του ζητήθηκε. Το τίποτα.
Αυτό που θα πρέπει όμως να μας κάνει να αναρωτηθούμε, δεν είναι το γιατί δε μας ικανοποίησε η παρουσία του Harrison ή του Jenkins, αλλά γιατί επιλέξαμε εξ αρχής να πάμε με παίχτες με συμπληρωματικά χαρακτηριστικά, αντί για παίχτες με την ικανότητα, ή έστω την προοπτική, να λαμβάνουν σημαντικό μερίδιο των αποφάσεων και των προσπαθειών ενός αγώνα. Σε τελική ανάλυση, ακόμα και αν ο Harrison ήταν ο νέος Lojeski, ποσό παραπάνω θα βελτίωνε η παρουσία του το σύνολο;
Ο Ολυμπιακός φάνηκε ομάδα με σοβαρό πρόβλημα ελέγχου του ρυθμού. Ένας κάλος σουτέρ, δεν το λύνει αυτό. Ούτε ένας τίμιος ρολίστας. Ούτε δυστυχώς ο Βασίλης, που στα 39 του έπρεπε να έρχεται από το πάγκο για να κρατάει το ρυθμό, όταν ο Σλούκας ρετάριζε.
Εκ των υστέρων κρίνοντας, ο Μπαρτζώκας φάνηκε πως θα έπρεπε να μοιράσει το usage σε περισσότερο κόσμο, χρειαζόταν περισσότερους παίχτες που να μπορούν να βοηθήσουν στο έλεγχο του ρυθμού, παίχτες που όχι μόνο να μη φοβούνται να πάρουν προσπάθειες, αλλά που να επιβάλλεται να πάρουν προσπάθειες και αποφάσεις και να στηριχθούν από όλους στη κακή τους βραδιά. Και καθώς τα χρήματα δε περισσεύουν, χρειάζονταν εξαρχής ένα ή και περισσότερα μικρά θαύματα. Παίχτες προσιτοί οικονομικά με κρυφό potential. Χρειαζόταν να βρεθούν μικροί θησαυροί, εκεί που οι άλλοι δεν είχαν κοιτάξει ποτέ.
Δε θα είμαι άδικος. Ο Mckissic έχει αρκετά από αυτά τα στοιχεία. Χρειαζόταν όμως τουλάχιστον ένας ακόμα Mckissic και ίσως αυτό να το είχε ήδη στα χέρια του ο Ολυμπιακός αλλά να προτίμησε να πάει πάσο, να μη το τραβήξει στα άκρα, να μη μοιράσει τη τράπουλα από την αρχή και αντ’ αυτού να ακολουθήσει τη παλιά συνταγή. Αυτή που εξασφαλίζει την ηρεμία στα αποδυτήρια, αυτή που στηρίζει το σύστημα που βρίσκεται γύρω από την ομάδα, αυτή που κάνει τα αποδυτήρια να νιώθουν ότι θα υπάρχει κάποιος άλλος να κατηγορηθεί όταν στραβώσουν τα πράγματα.
Αυτή η συνταγή όμως έχει πλέον μπαγιατέψει και δεν παράγει επιτυχίες.
Ο Ολυμπιακός θυσίασε τη σεζόν του για να σώσει τη ψυχή του, κάτι το οποίο το σέβομαι, αλλά δεν θα μπορούσε να του δώσει κάτι παραπάνω από τη 10η θέση (στην καλύτερη).
Τα έρμα ψοφάνε γιατί δε τα ταΐζει κάνεις; Γιατί ο ρόλος τους είναι να τιμωρούνται στις ήττες. Ακόμα και Harrison, που αυτή τη στιγμή εμφανίζεται ως η απόλυτη αιτία του κακού, είναι ακριβώς αυτό. Ο αποδιοπομπαίος τράγος. Ένας μέτριος, που τον πήραμε ως μέτριο και τελικά μας ενόχλησε που ήταν όντως μέτριος. Και τι θα γινόταν άραγε αν δεν ήταν μέτριος, αν ζητούσε συνέχεια τη μπάλα και έκοβε χρόνο και usage από τους συμπαίκτες του; Μήπως και σε αυτή τη περίπτωση μας χαιρετούσε το καλοκαίρι, γιατί “θα είχε πολύ ακριβό συμβόλαιο για αυτά που δίνει στο παρκέ”… Κάπως έτσι δεν έφυγε κάποτε ο Erick Green; Να θυμίσω και πως έφυγε ο Hackett ή θα ξύσω κι άλλες πληγές; Πάλι ήταν το κλίμα. Πάλι ήταν να μη κόψουμε χρόνο από τα δικά μας παιδιά. Έφυγε και σώθηκε και αυτός.
Η ίδια ιστορία, ξανά και ξανά, σε μια αέναη λούπα και μια ομάδα που βυθίζεται στο χάος της δίκης της εσωστρέφειας, αρνούμενη να κοιτάξει προς τα έξω, αρνούμενη να αλλάξει τις περιβόητες αρχές της, με «Έλληνες που κλαίνε και ξένους που γελάνε» μετά από ήττες, με δημοσιογράφους που σέρνουν το γαϊτανάκι των κατηγοριών για παίχτες και προπονητές και με μια διοίκηση μυστηριωδώς απούσα και χωρίς κανένα ξεκάθαρο πλάνο για την επόμενη ημέρα. Με την ίδια συνταγή. Με τους ρόλους ήδη μοιρασμένους, με ξένους που γεμίζουν το ρόστερ και δε γκρινιάζουν για το ρολό τους, με ένα προπονητή που να μη χαλάει χατίρια, γιατί… αλίμονο του.
Οι Baldwin αυτού του κόσμου, ως πλάσματα μυστήρια και ενίοτε απόκοσμα, δεν ταιριάζουν στο δικό μας κόσμο. Δε τους κάνουμε και δε μας κάνουν. Θέλουν να νιώθουν σημαντικοί και να έχουν στήριξη ακόμα και στις πιο σκοτεινές ώρες τους. Και όταν κάποιος προπονητής τους πιστέψει, μπορεί και αυτοί να του το ανταποδώσουν με εμφανίσεις που θα κάνουν τα σάλια μας να τρέχουν, αλλά τότε θα είναι πλέον αργά. Εμείς θα έχουμε τους Jenkins αυτού του κόσμου για να τους κατηγορούμε ότι είναι κοντοί και δε σουτάρουν αρκετά.
Φευ και αλί.