Οι ανεμόμυλοι του Γιώργου Μπαρτζώκα

Figure8

 

«..Τα γεγονότα, καλέ μου Σάντσο, είναι οι εχθροί της αλήθειας…»

(Don Quixote by Miguel de Cervantes)

 

Τα χίλια περιστέρια

Ε λοιπόν, ο φίλος μου ο Γιάννης Κ. είναι εντελώς μυστήρια περίπτωση ανθρώπου. Ιδιόρρυθμος μέχρι εκεί που δεν πάει. «Σχιζοειδή ιδιοσυστασία μαζί με σχιζοφρενική κατάσταση και κυκλοθυμικές εκδηλώσεις» ήταν το πόρισμα της επιτροπής στο στρατό. Πέρασε όλα του τα χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Με χρήματα, αλλά και μπατίρης. Με γυναίκες, αλλά και προδομένος. Στη φυλακή με αλήτες, αλλά και στα σαλόνια με πρίγκιπες. Ζει, πάντως όχι «αβρόχοις ποσί».

«Μαικ» μου λέει συχνά «αν δεν νιώσεις την ικανοποίηση να κρατιέσαι από τα χέρια σου στη ζωή τότε αυτό δεν είναι ζωή… είναι σύμπτωση». Πάντα τον ακούω μαγεμένος πίνοντας το κρασάκι στο στέκι μας δίπλα στη θάλασσα. Εκεί, σε μια τέτοια στιγμή έκστασης, ακούγοντας από τα ηχεία το γνωστό άσμα του Ζαμπέτα «Τα χίλια περιστέρια», γυαλίζοντας τα μάτι του, του ήρθε η μεγαλοφυής ιδέα. «Αυτό είναι» φώναξε και τινάχτηκε όρθιος από την καρέκλα του, «θα φτιάξω ένα τεράστιο κλουβί και θα μεγαλώσω 1000 περιστέρια». Ολογράφως, χίλια!!! Ζήτω η τρέλα!!! Η συνέχεια όμως ήταν πιο μεγαλειώδης. Αφού κατασκεύασε στον κήπο του σπιτιού του έναν τεράστιο περιστερώνα, αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα των συμπαθέστατων πτηνών. Μετά από πολύ καιρό, όταν είχε γεμίσει το κλουβί με εκατοντάδες περιστέρια, μας κάλεσε όλους τους φίλους στο σπίτι του να τα θαυμάσουμε. Είχε εγκαταστήσει παράλληλα μια μεγαφωνική εγκατάσταση και πατώντας το play ο κήπος πλημμύρησε με τη φωνή του Ζαμπέτα. Άρχισε να τραγουδάει δυνατά και ο Γιάννης Κ. μαζί του.

«…Πήρα λουλούδια κι έπλεξα στεφάνι να σου κάνω…» και ταυτόχρονα μπαίνει στο κλουβί με τα περιστέρια. Συνέχισε το τραγούδι, «κι ένα άσπρο σύννεφο κι ένα άσπρο σύννεφο εκεί για να σε βάλω». Ανοίγει τις πόρτες από το κλουβί – μα τι κάνει;! – και συνεχίζει το τραγούδι, «Και χίλια περιστέρια να σου φιλούν τα χέρια κι εγώ να σ’ αγαπώ κι εγώ να σ’ αγαπώ», διώχνοντας τα περιστέρια ταυτόχρονα έξω από το κλουβί. Τα ελευθέρωσε όλα ο άτιμος!!! Εκατοντάδες πτηνά όρμησαν έξω προς την ελευθερία, περνώντας σαν στούκας πάνω από τα κεφάλια μας. Δεν είχα ξαναβρεθεί σε πιο αλλόκοτη περίσταση. Πέσαμε κάτω να καλυφθούμε και εκείνος συνέχιζε να τραγουδάει Ζαμπέτα. «Τι κάνεις ρε τρελέ;» του φώναξα από μακριά. «Απλά τραγουδάω» απάντησε φυσιολογικά.

Απλά τραγουδώ… Από τις καλύτερες απαντήσεις που έχω πάρει για τα μυστήρια τούτης της ζωής φίλοι και φίλες. Ορισμένες φορές, όταν είμαι μόνος παρακολουθώντας τον μπασκετικό Ολυμπιακό, προσπαθώντας να μπω στο μυαλό του Γιώργου Μπαρτζωκα και φτάνω σε αδιέξοδο, θυμάμαι πάντα τη σκηνή που μόλις περιέγραψα. Φαντάζομαι τον κόουτς, να τον διακρίνω ελάχιστα μέσα σε πούπουλα περιστεριών, και στην αγωνιώδη ερώτηση «Τι κάνεις ρε Μπι;» αυτός ατάραχος να μου απαντάει «Απλά προπονώ Μάικ, απλά προπονώ».

Ναι καταλάβατε καλά. Το πρώτο φετινό κείμενο μου για το Redpointguard είναι αφιερωμένο στους δικούς μου προσωπικούς δαίμονες της ομάδας. Στους εξής δύο. Στον Γιώργο Μπαρτζώκα. Θα κρατήσω την αναπνοή μου και ως άλλος Μάο τσε Τουνγκ θα βουτήξω στο δικό μου «κίτρινο ποταμό». Αναζητώντας τις αλήθειες του και προσπαθώντας να μάθω τα μυστικά του. Ο κίτρινος ποταμός είναι ένα πνευματικό σύμβολο για τον κινέζικο λαό από την αρχαιότητα. Το κίτρινο ή και το χρυσό χρώμα, στην κινεζική φιλοσοφία, συμβολίζει την μέση οδό, την χρυσή ισορροπία. Το ποτάμι, συμβολίζει την ροή της πληροφορίας, που μας οδηγεί στον ωκεανό της γνώσης, στο ενιαίο πεδίο, εκεί απ’ όπου όλα ξεκίνησαν, το πεδίο της αληθινής σοφίας. Λένε ότι οι ΟΙ ΘΝΗΤΟΙ δεν πρέπει ποτέ να προκαλούν τον Δράκοντα του Ποταμού. Φαντάζομαι ότι αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για τους «αντιμπαρτζωκικους», όπως η αφεντιά μου… Μπορει και όχι όμως. Κάποτε, στα χρόνια της οργισμένης νεότητας μου είχα την τύχη να γνωρίσω ένα σημαντικό ιεράρχη, τον αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο. Προσπαθώντας αγωνιωδώς να πουλήσω πνεύμα, υιοθετώντας το προφίλ του Άθεου και επικριτικού με τη θρησκεία, γέλασε πονηρά και με αποστόμωσε λέγοντας μου απλά «Μιχαήλ, να ξέρεις ότι εσύ που αμφισβητείς τον Κύριο είσαι πιο κοντά σε αυτόν, ακόμα και από τους πιο πολλούς πιστούς γιατί εσύ στην πραγματικότητα καθημερινά αναζητάς την αλήθεια Του». Λέτε φίλοι μου «Μπιλόβερζ»;

Για όλα φταίει το γκαζόν

Νομίζω για να προσεγγίσει κάποιος τον προπονητή Μπαρτζώκα, αρκεί και μόνο να κοιτάξει την φετινή ομάδα. Είναι πέραν πάσας αμφιβολίας η πιο μπαρτζωκική ομάδα που δημιούργησε ποτέ. Όπως και για να κατανοήσει αντίστοιχα κάποιος το μεγαλείο του Θερβάντες, αρκεί να βυθιστεί στη μαγεία του αριστουργήματος του, του Δον Κιχώτη. Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει πως η ζωή του Θερβάντες ήταν πιο πολυτάραχη και γοητευτική απ’ αυτήν του Δον Κιχώτη. Παρ’ όλο που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, είχε πάρα πολλές οικονομικές δυσκολίες που τον ανάγκασαν να δουλέψει σκληρά μέχρι τα γηρατειά του. Ο Θερβάντες πρέπει να είναι το πρότυπο του περιπετειώδη ανθρώπου. Πολέμησε σε μια ιστορική για την Ευρώπη ναυμαχία, αυτή της Ναυπάκτου, αργότερα τραυματίστηκε, φυλακίστηκε 5 χρόνια. Ξέρουμε πάντως ότι στο διάστημα αυτό της αιχμαλωσίας του έγραφε νυχθημερόν την ιστορία που θα τον έστελνε στο πάνθεο της γραφής: το πρώτο μέρος του «Δον Κιχώτη» κυκλοφόρησε στη Μαδρίτη τον Ιανουάριο του 1605, για να παρακολουθήσει τις περιπέτειες του ηλικιωμένου Δον Κιχώτη και του πιστού του υπηρέτη Σάντσο Πάντσα, καθώς μάχεται ανεμόμυλους! Ο Μπαρτζώκας στη γαλέρα της μπασκετικής του ζωής – και όχι μόνο – τράβηξε άγριο κουπί για να δανειστώ μια φράση του μεγάλου Θανάση Βέγγου. Δύσκολα παιδικά χρόνια με εξόριστο πατέρα, ατυχία με τραυματισμούς ως παίκτης αλλά κυρίως πολλή προσπάθεια 20 ετών ως προπονητής για να φτάσει μέχρι την κορυφή. Τίποτα δεν του ήρθε εύκολα και τίποτα δεν του χαρίστηκε. Με την πρώτη του θητεία στην ομάδα μας θα ασχοληθώ στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος για Μπι. Στο πιο σκοτεινό. Βλέπετε η δική μου πορεία στον ορμητικό κίτρινο ποταμό θα αρχίσει από τα πιο εύκολα νερά… Τον κόουτς όλη αυτή η δύσκολη διαδρομή τον στιγμάτισε και ίσως τον ωρίμασε. Άλλωστε όταν ρωτούσαν τον μεγάλο Ισπανό συγγραφέα πως εμπνεύστηκε τον Δον Κιχώτη απαντούσε « ..Ο Δον Κιχώτης μου είναι ένα έργο που γεννήθηκε μέσα στη μάχη, γι’ αυτό και είναι έργο πολεμικό, αγωνιστικό, ματωμένο έργο…»

Και ο Μπαρτζώκας λοιπόν επέστρεψε για να δημιουργήσει ακριβώς μια ομάδα μαχητή, όπως μαχητής υπήρξε και ο ίδιος. Και κάπου εκεί εμφανίζονται οι Canaan και οι Peters αυτού του κόσμου, τα περιβόητα ροτέισον, οι κλασσικές «χριστοσταθμίσεις» και οι περίεργες δηλώσεις και αρχίζουν οι απορίες…

Τα πήγε καλά λοιπόν φέτος ο Μπαρτζώκας με τη στελέχωση; «Κάνει ο Canaan;» και άλλα παρόμοια ερωτήματα διαβάζω σχεδόν καθημερινά εκτός από το βασικό ερώτημα: «Ποια θεωρεί σωστή στελέχωση ο Μπι». Αν πιστεύουμε ότι ο κόουτς προσεγγίζει το recruiting με τη νοοτροπία του παίκτη Tetris είμαστε βαθειά νυχτωμένοι. Οι παίκτες γι αυτόν δεν είναι περίεργα ΑΨΥΧΑ σχηματάκια που πρέπει «κουμπώσουν» το κάθε ένα με το διπλανό του. Είναι πρωτίστως ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ με σκέψεις και συναισθήματα. Σαφώς και πρέπει να υπάρχει ποιότητα, δεξιότητες κλπ. Αλλά ανάμεσα σε ένα πλήθος ικανών παικτών θα επιλέξει εκείνους πως ο χαρακτήρας του θα είναι αυτός κουμπώσει με το σύνολο και όχι τα χαρακτηριστικά τους. Τελεία και παύλα. Ακόμα και αν εμείς πιστεύουμε, για παράδειγμα, ότι η ομάδα στην θέση του Peters ή του Canaan χρειάζεται παίκτες με άλλα χαρακτηριστικά στο παιχνίδι τους, ο κόουτς πάντα θα είναι πεπεισμένος ότι η ομάδα χρειάζεται πρωτίστως την νοοτροπία τους. Γι αυτό θα συνεχίζει να τους στηρίζει μέχρι τέλους της αγωνιστικής περιόδου ή μέχρι το σημείο εκείνο στο οποίο θα διαπιστώσει ότι η προσωπικότητα τους δεν προσφέρει κάτι το θετικό στη χημεία της ομάδας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όταν αναφέρεται στον αγαπημένο του Delaney, αυτό που εκθειάζει πρώτο είναι πχ ο αλτρουισμός του. Όπως υπήρξε και επιφυλακτικός για τον Dorsey, παρόλο που τον θεωρούσε ιδανικό fit, ακριβώς λόγω της νοοτροπίας του. Η λογική του κόουτς είναι απλή. Για να καταφέρεις να γίνεις καλή ομάδα, αρχικά πρέπει να γίνεις ομάδα.

Στο θέμα στελέχωσης και αλλαγών «το καραβάνι θα προχωράει και τα σκυλιά ας γαβγίζουν». Ο κόουτς έχει τη δική του φιλοσοφία. Και ο Θερβάντες άλλωστε, τους ήρωες του, τους έπλασε ερήμην των αναγνωστών του! Αλλά μια που η κουβέντα μας έφερε στη Ισπανία, θυμάμαι τα λόγια του Laso κάποτε, που είπε ότι πολλοί μπορούν να παίξουν στη Ρεάλ, αλλά ελάχιστοι μπορούν να παίξουν ΓΙΑ την Ρεάλ. Εγώ θα προσθέσω ότι λίγοι επίσης μπορούν να παίξουν για τον Ολυμπιακό αλλά πραγματικά αυτοί που μπορούν να παίξουν ΓΙΑ ΤΟΝ Ολυμπιακό ΚΑΙ ΓΙΑ τον Μπαρτζωκα είναι σπάνια πουλιά… Είναι λοιπόν σωστή η στελέχωση; Όχι! Είναι λάθος; Πάλι Όχι. Τότε τι είναι ρε Figure; Α χα! Εδώ κάπου βγαίνει ο Μπαρτζώκας σκεπασμένος με τα πούπουλα από τον περιστερώνα και απαντάει: «Απλά επιλέγω»…

 

 

Μπαρτζωκική στελέχωση λέγεται απλά φίλοι μου και καλωσορίσατε στο φετινό imaginarium του φανταστικού κύριου Μπι. Απολαυστε τις μοναδικές στιγμές και μη σπάτε το κεφάλι σας. Θυμάμαι πάλι τον φίλο μου τον Γιάννη Κ. Έσπειρε τον κήπο του κάποτε για να βγει γκαζόν. Το επόμενο πρωί μου τηλεφώνησε απελπισμένος «Μάικ, έλα γρήγορα». Όταν έφτασα, το θέαμα που αντίκρισα ήταν ανεπανάληπτο. Όλος ο κήπος είχε καλυφθεί από δαιμονισμένα μυρμηγκάκια που του έκλεβαν τα σποράκια!!! Άδοξο τέλος είχε η επιχείρηση γκαζόν του Γιάννη. Θα σπείρει ο κόουτς τα σποράκια με τις προσωπικότητες των παικτών στον ερυθρόλευκο κήπο και θα περιμένει υπομονετικά να φυτρώσουν.

Νομίζω η ιστορία του recruiter Μπαρτζώκα είναι καταβάθως μια ιστορία αναζήτησης του εαυτού του. Ψάχνει τον παίκτη που θα του θυμίζει πάντα τον μαχητή, ψυχωμένο Γιώργο, που διένυσε ωκεανούς μπασκετικού χρόνου για να φτάσει στην κορυφή. Και αυτό ακριβώς ζητάει. Ταλέντο και χρόνο. Και απαιτεί ψυχή. Τον φαντάζομαι, στις συσκέψεις με την διοίκηση για τις μεταγραφές, να σηκώνεται πάνω και ως άλλος Κουντουρώτης, κυβερνήτης του Αβέρωφ, μπροστά στον Ελευθέριο Βενιζέλο να ξεστομίζει «Κύριε Πρόεδρε, εγώ δεν γνωρίζω πολλά περί παραλλάξεων και τα τοιαύτα. Εν όμως γνωρίζω, ότι πλοία δίχως ψυχωμένο πλήρωμα, είναι μόλυβδος βαρύς, βυθιζόμενος εντός του ύδατος!» Και όλοι γνωρίζουμε μετά την ιστορία του Θωρηκτού – του επονομαζόμενου και τυχερού Μπαρμπαγιώργου – νομίζω…

Και κάπως έτσι άρχισε να εξελίσσεται η ιστορία του Δον Κιχώτη. Ο ρομαντικός τρελός ιππότης, ο διασημότερος όλων των ιπποτών, καβάλα στο άλογο του τον Ροσινάντε, μαζί με τον πραγματιστή και άξεστο σύντροφο του, τον Σάντσο Πάντσα (πάνω στο γαϊδουράκι του), ζουν τις πανέμορφες περιπέτειες τους μέσα στις σελίδες αυτού του αριστουργήματος. Ο συμπαθής Σκακιστής μας σαν άλλος Θερβάντες λοιπόν κάθισε στον περιστερώνα του, ακούμπησε την φτερωτή πένα του πάνω στο χαρτί και άρχισε να δίνει μορφή σχήμα και ψυχή στον Δον Κιχώτη του. Οι παίκτες μας είναι οι ήρωες του και η περιπέτειες του φετινού Ολυμπιακού το δικό του αριστουργηματικό λογοτεχνικό έργο… Η δική μου προσπάθεια όμως να περιγράψω τι σημαίνει για μένα ο Μπαρτζώκας, τι πιστεύω για τις μπασκετικές ιδέες του, τη φιλοσοφία του και το χαρακτήρα του τώρα ξεκινάει. Η προσπάθεια μου να κολυμπήσω αντίθετα με το ρεύμα του «Μεγάλου κίτρινου ποταμού» τώρα ουσιαστικά φτάνει στο πιο δύσκολο σημείο της και διάβολε δεν νιώθω ακόμα αρκετά λουσμένος από τη σοφία του. Σε αυτό το σημείο θα κάνω ένα διάλλειμα θα βγάλω από το κεφάλι μου από το νερό και θα θυμηθώ τους φίλους μου. Αυτούς που σίγουρα θα με κάνουν σοφότερο…

Το μυστικό δείπνο της 9ης Ιανουαρίου 2020

Ρουφάω δειλά την τελευταία γουλιά από τη μπύρα που έχω μπροστά μου παρατηρώντας όλη την παρέα του Redpointguard που βρίσκεται στο τραπέζι. Την προσοχή μου τραβάει το τελευταίο λουκάνικο που βρίσκεται στην πιατέλα. Αυτά είναι τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα της ζωής αναλογίζομαι. Να το φάω; Μπα… Τι θα σκεφτούν για μένα πρώτη φορά που με γνωρίζουν; Αλλά και πάλι γιατί όχι; Αρπάζω το πιρούνι μου σαν το εξκάλιμπερ. Όχι, όχι figure ακούω τη φωνή μέσα μου. Μαζεύω το χέρι. Όρμα figure ακούω μια άλλη φωνή… Απλώνω χέρι. Μαζεύω χέρι. Αρχίζω και θυμίζω Μπαρτζώκα με τις απότομες κινήσεις μου. Η παρατηρητική σουπιά που κάθεται απέναντι μου, ο Charles Bronson, αντιλαμβάνεται με το σπινθηροβόλο βλέμμα του το εσωτερικό δράμα μου. «Ρε Μάικ, πάρε το λουκάνικο, δεν έχεις φάει και τίποτα». Αυτά αγαπητοί φίλοι είναι σοφά λόγια, που μου προκαλούν ρίγη συγκίνησης κάθε φορά που τα θυμάμαι. Σπουδαίες και μελωδικές κουβέντες, σαν το τριών ακόρντων τεράστιο riff, στο back in black των AC/DC. Μνημειώδες riff. Φωτίζει τις κατασκότεινες νύχτες πιρουνιάζοντας σαν αστραπή το λουκανικ… εεεε το σκοτάδι ήθελα να πω. Σκέφτομαι ότι αυτό είναι πραγματική φιλία, να φτάνεις να μοιράζεσαι το τελευταίο κομμάτι λουκάνικου.

 

 

Αρπάζω το τρόπαιο μου και αρχίζω να το μασάω, μακαρίζοντας την τύχη μου που γνώρισα αυτά τα παιδιά! Δυο θέσεις παραδίπλα κάθεται ο Spanoularos. «Πες μας ρε Μάικ τίποτα, είσαι σιωπηλός, τι σκέφτεσαι;». Βασικά σκέφτομαι ποιος έφαγε τα περισσότερα λουκάνικα, αλλά δεν του το λέω. «Τίποτα Γιώργο, δε σκέφτομαι, απολαμβάνω την παρέα σας». Αλήθεια είναι αυτό. Θυμάμαι πάλι τους AC/DC και τον τραγουδιστή τους, τον Brian Johnson, που ξεχνιέται όταν βρίσκεται στη σκηνή μαζί με το συγκρότημα και τους απολαμβάνει σαν θεατής. «Αυτή η μπάντα είναι ό,τι καλύτερο, το καλύτερο για μένα είναι ότι βρίσκομαι σε όλες τις συναυλίες τους χωρίς να πληρώνω ένα γαμημένο εισιτήριο, και έχω την καλύτερη θέση!» Αυτό ακριβώς αισθάνομαι και εγώ.

Το Redpointguard μοιάζει στο μυαλό μου με μια μπάντα. Ροκ ή ορχήστρα με κλαρίνα, δεν έχει σημασία. Ακούω τα διαβολικά τύμπανα του Charles Bronson να δίνουν τον ρυθμό, τα ήρεμα πλήκτρα του Teo να προσθέτουν βάθος και το σταθερό μπάσο του Ataraxia να σου τρυπάει το κεφάλι. Βλέπω τον Μάνο να, να… να… να μοιράζει αυτόγραφα τέλος πάντων. Από την παρέα λείπουν σπουδαίοι μουσικοί, ο Φίλιππος, ο Νίκος, ο Μανόλο, αλλά οι παρόντες τα δίνουν όλα. Ο Θύμιος ζεσταίνει τις χορδές του, ο Σπανούλαρος περνάει το κορδόνι της κιθάρας γύρω από τον ώμο του και ο Ναβάχο απλώνει τα δάχτυλα του να πάρει την πένα από τα δόντια του έτοιμος να σολάρει. Ήδη αισθάνομαι την έξαψη. Είναι έτοιμοι για το ένα και μοναδικό riff, το riffiest of the lot, αυτό που ανασταίνει και νεκρούς. Να είναι το back in black… όχι, όχι σίγουρα θα είναι από satisfaction… μα τι λέω; Βάζω στοίχημα ότι είναι το… «..να ζήσεις Ναβάχο και χρόνια πολλάαα…». Oh wait boys… «… μεγάλος να γίνεις με plays πολλάαα..». Αμάν ξέχασα. Επανήλθα απότομα. «… παντού να σκορπίζεις του μπάσκετ το φωως…». Ω θεοί παρασύρθηκα. Είναι τα γενέθλια του Νάβα! «… και όλοι να λένε να ένας σοφόος…», να και ο σερβιτόρος με την τούρτα – προπονητικό πινακάκι – έκπληξη. Να ζήσεις Νάβα! Φφφφφφ πάει το κεράκι. «Παιδιά είστε του μπάσκετ;» ρωτάει απορημένος ο σερβιτόρος. «Ναι, ναι» απαντάει ξεροκαταπίνοντας τα σάλια του ο Τεό. «Του Ολυμπιακού» συμπληρώνει με τον απαραίτητο στόμφο ο Spanoularos. Αστράφτει το πρόσωπο του αθώου σερβιτόρου μην πιστεύοντας την τύχη του! Φωνάζει και τους υπόλοιπους του μαγαζιού. «Σας παρακαλώ, πείτε μας τώρα που έφυγε ο Κεμζούρα, ποιος προπονητής θα έρθει;» Η απάντηση ήρθε από όλους ταυτόχρονα με ένα διαβολεμένο συντονισμό. Με μια φωνή, μια ψυχή, μια πίστη, μια καρδιά…

 

«Ο καλύτερος όλων φίλε θα έρθει. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας».

 

Βλέπετε τον Μπαρτζώκα τον περιμέναμε πίσω, πολλά χρόνια, με ανυπομονησία. Όχι, λαθεμένη λέξη. Με λύσσα. Από πότε; Μα από την πρώτη μέρα που έφυγε, από εκείνη την αποφράδα ημέρα της 10ης Οκτωβρίου 2014. Είχαν περάσει 1925 μέρες, 11 ώρες και 12 περίπου λεπτά… ο Μπαρτζώκας θα επέστρεφε για να γράψει ως άλλος Θερβάντες το δικό του, το κατάδικο του αριστούργημα…

(Συνεχίζεται…)

5 3 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments
Next Post

Encore Game 8: The Midnight Lies

Στο AUDI DOME του Μονάχου ο Ολυμπιακός συνέχισε την “αλάθητη” μέχρι τώρα […]

Subscribe US Now

0
Would love your thoughts, please comment.x
()
x
%d bloggers like this: