Και μετά ήρθε ο Γενάρης… Τον οποίο Ιανουάριο τον έχω στο μυαλό μου σαν εκείνο τον ηρωικό συνταγματάρχη του Αλβανικού έπους του ’40, που παρουσιάστηκαν μπροστά του οι ταλαίπωροι στρατιώτες του και του εξήγησαν, με πόνο ψυχής, ότι τις τελευταίες 20 μέρες τρώνε σκέτο ρύζι κάθε μέρα και ότι δεν αντέχουν άλλο αυτή την κατάσταση. Τους συμπόνεσε ο συνταγματάρχης και κατανοώντας πλήρως το αίτημα τους είπε «σταθείτε» και ζήτησε να του φωνάξουν τον μάγειρα. Ε, όταν ήρθε τρέχοντας ο μάγειρας γυρνάει ο διοικητής μας και του λέει με αυστηρό ύφος: « Σήμερα, βράσε όρυζα».
Ήρθε λοιπόν ο πρώτος μήνας του έτους και, όπως πολλές φορές έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, αρχίσαμε τους λαπάδες. Τρεις λαπάδες σερί μάλιστα, που τον τελευταίο τον φάγαμε και κρύο. Αγαπητοί μου φίλοι λοιπόν πάρτε ανάσα, και ετοιμαστείτε σήμερα για μια κατάδυση στην ερυθρόλευκη μπασκετική σκουληκότρυπα, που εμφανίζεται συχνά πυκνά τέτοιες μέρες όλα τα χρόνια και μας οδηγεί στην πικρή αποτυχία. Ο σημερινός παρατηρητής του Red Point Guard δεν θα μιλήσει με το «χάρισμα της αυθεντίας», ούτε θα διεκδικήσει και δάφνες αντικειμενικότητας, αλλά ό,τι διαβάσετε, κάθε λέξη από αυτό το κείμενο θα γραφτεί με αγάπη για την ομάδα και ειλικρίνεια, χωρίς μηδενισμούς και με σεβασμό στα μέλη της.
Πριν λίγες μέρες ασχοληθήκαμε με την «ευλογία» της ομάδας, οπότε θα ξεκινήσω σήμερα με την ευλογία της γενειάδας του Red Point Guard, διότι σπίτι που δεν παινεύεις –και ομάδα ενίοτε – πέφτει και σε πλακώνει. Όσοι παρακολουθείτε την σελίδα ή συμμετέχετε στο αστραφτερό #AperitifByRPG, θα έχετε διαπιστώσει όλο το προηγούμενο διάστημα μια αυτοσυγκράτηση στις αντιδράσεις και μια επιμονή και προσήλωση στο ίδιο το παιχνίδι. Ξέρετε, αν πολλές φορές είναι δύσκολο να εντοπίσεις τους παράγοντες που σε οδηγούν σε αποτυχία, άλλο τόσο και δυσκολότερο είναι να κρίνεις τι είναι αυτό που σε οδήγησε στις νίκες. Τις ήττες τις ακολουθεί σιωπή και στεναχώρια αλλά η φύση, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, σε οδηγεί σε σκέψη, προβληματισμό και αναζήτηση λύσεων.
Αντίθετα στις νίκες, ακολουθεί θόρυβος από το πάρτι και συνήθως συνοδεύεται και από το φυσιολογικό hangover που ακολουθεί, που παρελαύνουν στην οθόνη μας όλοι οι πρωταγωνιστές που αποθεώνονται. Αλλά είναι αυτές ακριβώς οι στιγμές που πρέπει να διατηρείς την αυτοκυριαρχία σου ως ομάδα και, το βασικότερο όλων, να κάνεις σωστή ανάγνωση των λόγων που σε οδήγησαν σε μια νίκη. Ναι, αυτό θέλω να πω που καταλάβατε.
Και αυτό το διάστημα έχουμε ηττηθεί και αγωνιστικά και πνευματικά. Διανύουμε, θα λέγαμε, τα δικά μας μαύρα φεγγάρια του έρωτα. Βλέπετε η φετινή μας ιστορία είναι μια ιστορία έρωτα και σαγήνης, αλλά πιθανότατα και σαδομαζοχισμού. Ακριβώς όπως το ομώνυμο βιβλίο. Στροβιλιζόμαστε σε στιγμές έξαψης και σεξουαλικής κορύφωσης και βυθιζόμαστε στις σκοτεινές διαδρομές του ψυχισμού της ομάδας. Μπέρδεμα.
Αλλά ας επιστρέψουμε, προς το παρόν, στο παρκέ. Θα μπορούσαμε να γράψουμε δικαιολογίες που αφορούν τον covid, τις απουσίες ή την μειωμένη παρουσία κόσμου. Πιστεύω όμως ότι τέτοιες αιτιάσεις δεν αρμόζουν στην ιστορία της ομάδας, την αντίληψη των φιλάθλων της και στις προσπάθειες της διοίκησης. Κυρίως όμως προσβάλουν τους ίδιους που τις ξεστομίζουν. Όλοι οι αντίπαλοι μας, άλλωστε, τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν.
Η ομάδα σίγουρα απέδωσε καλά στον πρώτο γύρο. Δύο, τελείως διαφορετικές, νοοτροπίες αναμίχθηκαν και λειτούργησαν στο παρκέ. Από τη μια η φιλοσοφία του προπονητή, που βασίζεται στην γρήγορη κυκλοφορία, με απλές πάσες στην επίθεση, μέχρι να βρεθεί η αντίπαλη άμυνα σε ανισορροπία, ώστε να υπάρξει εκτέλεση κάτω από καλές προϋποθέσεις, και η δυναμική άμυνα που βασίζεται στην ατομική ενέργεια και αντίληψη. Αυτές οι αρχές βόλεψαν αρκετά παίκτες όπως τον Dorsey, τον Λαρεντζάκη ή τον McKissik. Παρουσιάστηκαν απελευθερωμένοι από αγωνιστικά στενά καλούπια και είχαν πολύ καλή απόδοση. Από την άλλη υπήρξε μια άλλη φιλοσοφία που πρεσβεύει ένα άλλο, πιο “ευρωπαϊκό μπάσκετ”, συνεργασίας, εκμετάλλευση αδυναμιών αντιπάλου, διαβάσματος, προσαρμογής στης άμυνας σε κάθε κομμάτι του αντίπαλου παιχνιδιού. Ο Πριντεζης, ο Παπανικολάου, ο Walkup, αλλά κυρίως ο σημαντικότερος παίκτης της ομάδας, ο Σλούκας, απέχοντας μάλλον αρκετά από τον τρόπο σκέψης του προπονητή τους αλλά πιστοί στον δικό τους τρόπο, κατάφεραν να εντάξουν το παιχνίδι τους μέσα στο ευρύτερο αγωνιστικό πλαίσιο. Κάποιες φορές το μπάσκετ Μπαρτζώκα ήταν αρκετό. Άλλες φορές όμως η ομάδα έβρισκε λύσεις, που βασιζόταν είτε στην ατομική ελευθερία που έδινε ο προπονητής, είτε στο ένστικτο των παικτών.
Και έτσι όμορφα κύλησαν οι ερυθρόλευκες μέρες και ακόμα πιο γλυκά πλεχτήκαν οι ιστορίες των πρωταγωνιστών! Εχμ… όχι. Αυτό ακριβώς ήταν το θέμα! Ποτέ δεν παντρευτήκαν εις σάρκα μια τα δυο σώματα και οι δυο ψυχές που αντιπάλευαν στην ομάδα. Ούτε κυριάρχησε κάποια από τις δυο νοοτροπίες ξεκάθαρα. Μαύρα φεγγάρια ανέτειλαν στον χειμωνιάτικο ουρανό. Bitter moon… Ωραίο βιβλίο. Να το διαβάσετε όσοι δεν το έχετε πράξει. Περιστρέφεται αρχικά στο δίλλημα σκοτεινό σεξ ή ξενέρωτη αγάπη και καταλήγει στη… διαστροφή. Και την καταστροφή. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και σκοτεινή, κυρίως για να αποτυπώσει τις εσωτερικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστών, του Nigel μιας που -α, δεν το ανέφερα ακόμα;- τόσο η σεξουαλική Mimie, όσο και ο σαρδόνιος Oscar, προσπαθούν να τον σπρώξουν στην απιστία. Ε, και κάπου εδώ είναι που φαίνεται καθαρά η αντίστιξη των δύο ζευγαριών, η αντίστιξη ανάμεσα στο καθαρό και τακτοποιημένο από την μία και από την άλλη στο μυστήριο και γοητευτικά άρρωστο.
Σε μας, στην ομάδα του μπασκετικού Ολυμπιακού, αντίστιξη γιοκ. Η ομάδα δεν έχει αποκτήσει κάποιο σταθερό χαρακτήρα στο παιχνίδι της, ούτε αυτόν που επιβάλλουν οι δυνατότητες των παικτών, ούτε αυτόν που φαντάζεται ο προπονητής της. Και το κακό σε αυτή τη ζωή και σε αυτή την Ευρωλίγκα, είναι ότι κανείς δε σε περιμένει και κάνεις δε σου χαρίζεται. Η σεζόν προχωρεί και όσο εσύ δε βελτιώνεσαι, παρακολουθείς τους άλλους να το κάνουν αυτό και μένεις σαν τρυφερή αγελάδα στο πράσινο λιβάδι της στασιμότητας. Παρατηρείς τα τρένα να περνούν και εσύ να αναμασάς το πράσινο δροσερό χορταράκι, ψιθυρίζοντας «κοιλιά είναι θα περάσει». Αμ δε… καλό μου θηλαστικό! Το καράβι αναχωρεί από λιμάνι, όχι το λιμάνι από το καράβι. Το πρόβλημα είναι αγωνιστικό και έχει ακριβώς να κάνει με τα όσα συμβαίνουν στο παρκέ… ή όσα δε συμβαίνουν.
Και θα πει κάποιος «Άσε μας ρε figure που έφερες την καταστροφή με 2 ήττες». Απαντώ το εξής: Καταστροφή στον αθλητισμό αφενός δεν υπάρχει. Υπάρχει αποτυχία, και είναι και το πιο συνηθισμένο εδώ που τα λέμε, καθώς ένας παίρνει πρωτάθλημα, 4 πάνε f4 και 10 δεν τα καταφέρνουν. Το δεύτερο όμως που θα απαντήσω αφετέρου, και είναι το σημαντικότερο, είναι ότι μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας συνήθως δεν μεσολαβούν σημεία και τέρατα, εγκλήματα και πομπώδη πράγματα, αλλά κάτι που είναι το σημαντικότερο και δυσκολότερα διαχωρίσιμο πράγμα στον γαλαξία μας: οι λεπτομέρειες!
Και θα το κάνω ως εξής: Περπατάω στο σκοτεινό διαμέρισμα του Παρισιού που λαμβάνουν χώρα τα όργια στο ανάγνωσμα των σκοτεινών φεγγαριών. Το φως δεν μπορεί να διαπεράσει τις χοντρές κουρτίνες. Ανοίγω την πρώτη κουρτίνα. Λιγοστό φως πλημμυρίζει το δωμάτιο και φωτίζει το ρόστερ της ομάδας. Τα τέσσερα τεσσάρια είναι ωραία για να τους βάλεις να παίξουν καμιά δηλωτή σε ζευγάρια αλλά, προϊόντος του χρόνου της σεζόν της Ευρωλίγκας, διαπιστώνει κανείς ότι άλλες θέσεις έχουν κενά κόουτς… Η τρυφερή ψυχή ο Acy ήρθε να καλύψει το κενό του 6ου ξένου παίκτη και τελικά δυσκολεύεται να γεμίσει και το δικό του κενό. Κατανοώ ότι είναι παλιά σου αγάπη, από την εποχή της Βαρκελώνης, αλλά μπορεί οι παλιές αγάπες να πάνε στον παράδεισο που λένε και οι Πυξ Λαξ αλλά μέχρι τότε, εμείς ως ομάδα μπορεί να έχουμε κόψει ρόδα μυρωμένα και εσύ κινδυνεύεις να στέλνεις στην παλιά σου αγάπη αναπάντητες από κάνα κολασμένο αγωνιστικό καζάνι. Τραβάω την επόμενη κουρτίνα.
«Figure στον αιώνα σου λέγε, τι βλέπεις;»
Overcoaching βλέπω, αυτή τη μάστιγα. Βασικά μάστιγα την θεωρεί ο προπονητής και την αποφεύγει. Δεν θα κρίνω γενικά αν έχει δίκιο, αλλά αν ξοδεύεις το 80% του budget σου σε παίκτες που αποδίδουν καλύτερα σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο που απαιτεί καλά οργανωμένο σχέδιο, μπορεί να φέρει δράματα η επιμονή σου στην… trompowsky attack. Αυτό με το περίεργο όνομα αναφέρεται σε ένα ιδιότροπο αλλά αμφιλεγόμενο ας πούμε σκακιστικό άνοιγμα. Μια ωραία πρωία εμφανίστηκε ένας κορυφαίος Έλληνας σκακιστής, επί πολλά έτη πανελλήνιος πρωταθλητής, και το έπαιξε σε ένα παιχνίδι κερδίζοντας έναν διάσημο Ρώσο Γκραν μετρ. Αποφάσισε να το παίξει στο πανελλήνιο πρωτάθλημα. Έχασε το πρώτο παιχνίδι. Οι προπονητές και οι φίλοι του, του εφιστούσαν την προσοχή ότι η θεωρία αλλά και η πράξη έχει ας πούμε καταρρίψει την αξία της trompowsky. Αυτός επέμενε και πίστευε ότι στο τέλος θα δικαιωθεί. Τελικά σημείωσε 3-4 ήττες στη σειρά, η τελευταία από τον πλέον αδύναμο παίκτη του πρωταθλήματος, με ταπεινωτικό τελικό αποτέλεσμα. Δεν ξανάπαιξε ποτέ το συγκεκριμένο άνοιγμα.
Και λέγοντας εμμονές τραβώντας την τρίτη κουρτίνα φτάνουμε στο θέμα του ροτέισον. Σίγουρα ο κόουτς μπορεί να έχει κάτι στο μυαλό του, επιλέγοντας τα συγκεκριμένα σχήματα στο ξεκίνημα των παιχνιδιών, με τοποθέτηση Σλούκα ας πούμε με την second unit. Το θέμα είναι ότι μόνο αυτός φαίνεται να καταλαβαίνει γιατί το κάνει. Ουδείς άλλος και κυρίως οι παίκτες. Αλλά και το καλύτερο σχέδιο να είναι, οφείλεις να τους πείσεις για την λογική και την αξία του. Καλύτερα ένα κακό σχέδιο που όμως το εκτελούν με πίστη παρά ένα μεγαλοφυΐες πλάνο που το κατανοείς μόνο εσύ, κόουτς. Α, και ο Navaho, ο οποίος πιστεύει ότι είναι αναγκαιότητα ο Σλούκας να παίζει με τους συγκεκριμένους, δηλαδή τους McKissik, Λαρεντζακη, Πριντεζη και Hassan, γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να τρέξει αυτή την πεντάδα. Μπορεί και να υπάρχει μπασκετική λογική, δεν γνωρίζω.
Αυτό που γνωρίζω όμως είναι ότι η μπασκετική λογική είναι υποσύνολο της λογικής γενικά. Αν δεν είναι λογικό, δεν μπορεί να είναι μπασκετικά λογικό. Υπάρχουν οι Rolling Stones και το συγκρότημα του φίλου Charles Bronson από το Αιγάλεω. Δε σημαίνει ότι άμα πάρω τον Keith Richards και παίξει μαζί τους θα γίνουν θρύλοι του ροκ. Αντίθετα, με τον μέτριο κιθαρίστα δίπλα του ο Mick Jagger θα καταλήξει πιο δυστυχισμένος από Έλληνα που μόλις άνοιξε το λογαριασμό του ρεύματος. Δυστυχισμένα και μπερδεμένα πρόσωπα βλέπω κόουτς στην ομάδα και δεν είναι πολύ ευοίωνο.
Υπάρχει βέβαια και η πνευματική καθίζηση της ομάδας. Θα με ρωτήσει βέβαια κάποιος «Οι παίκτες δεν φταίνε; Όταν κερδίζουμε, κερδίζουν οι παίκτες και όταν χάνουμε φταίει μόνο ο προπονητής; Για τον Σλούκα δεν θα γράψεις τίποτα;» Ας ανοίξουμε λοιπόν ακόμα μια κουρτίνα να φωτίσουμε το υλικό της ομάδας. Εξήγησα στην αρχή ότι η καλή απόδοση της ομάδας πρέπει να πιστωθεί τόσο στην φιλοσοφία του κόουτς, όσο και την προσπάθεια των παικτών. Σε επίπεδο αρχής της σεζόν, αυτό φτάνει. Στην πορεία όμως, και όσο ο συντελεστής δυσκολίας της σεζόν αυξάνεται, ειδικά όσο οι αντίπαλοι βελτιώνονται, τα πάντα κρίνονται το κατά πόσο εσύ εξελίσσεσαι ως ομάδα. Και αυτό είναι δουλειά του προπονητή κυρίως.
Προσέξτε, δεν αφορά την ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ του κάθε κόουτς, το πόσο θα δουλέψει και θα βελτιωθεί ένα σύνολο, αλλά την ΕΥΘΥΝΗ που βαρύνει κυρίως τον προπονητή. Άλλωστε εμείς δεν κάνουμε καλλιστεία προπονητικής αξίας ή καταλληλότητας γενικά, αλλά αναζητάμε συγκεκριμένες ευθύνες, σε μια συγκεκριμένη ομάδα, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Έτσι, αν οι παίκτες της ομάδας δεν είναι κατάλληλοι, ο προπονητής οφείλει να προβεί σε αλλαγές ή να επικοινωνήσει ότι δεν είμαστε για πολλά-πολλά και ήταν συμπτωματική η καλή πορεία τον πρώτο γύρο, άρα τσάμπα τα credits που έλαβε. Αν πάλι είναι καλοί παίκτες, αλλά δεν ανταποκρίνονται σε αυτά που τους ζητάει, έχει την ΕΥΘΥΝΗ να τους πείσει. Αν δεν μπορεί, τότε ή θα πρέπει να τους αλλάξει ή να ζήσει με αυτές τις συνέπειες. Αλλιώς, αν δεν γίνεται κάτι από τα παραπάνω, τότε εκτός από ευθύνη ανοίγει η συζήτηση για την καταλληλότητα.
Συμπερασματικά, αν το ρόστερ είναι καλό έχει ευθύνες να το κάνει να αποδώσει, ενώ αν δεν είναι καλό έχει ευθύνες γιατί το επέλεξε… Άλλωστε, σε περίπτωση επιτυχίας όλη η δόξα στον προπονητή δεν θα πήγαινε; Ευθύνες βέβαια έχουν και οι παίκτες, να φέρονται επαγγελματικά και να τιμούν το συμβόλαιο τους και τα χρήματα που λαμβάνουν. Σαφώς και η δουλειά τους είναι να εργάζονται μαζί με το κόουτς που έχει επιλέξει η διοίκηση.
Οι πρώτοι καλό είναι να καταλάβουν που βρίσκονται, αλλιώς αργά η γρήγορα θα αποτελέσουν παρελθόν από την ιστορία της ομάδας. Οι δεύτεροι καλό είναι να κάνουν όση υπομονή μπορούν. Ξέρετε, ενώ λέμε ότι ο προπονητής καλό είναι να κρίνεται στο τέλος, ας σκεφτόμαστε ότι οι παίκτες κρίνονται από τον προπονητή τους κάθε βδομάδα, σε κάθε παιχνίδι, ανάλογα με τον χρόνο και τον ρόλο που τους επιφυλάσσει. Ε, είναι λίγο σκληρό αυτό, όταν μιλάμε για παίκτες που έχουν 1-2-3 Ευρωλίγκες, κάποια f4 και mvp. Ναι για τον Σλούκα μιλάω. Όποιος δεν μπορεί να κατανοήσει ότι τέτοιοι παίκτες είναι ειδικές περιπτώσεις και έχουν κερδίσει το προνόμιο να μετράει η μπασκετική τους γνώμη, τότε βλέπει άλλο άθλημα όλα αυτά τα χρόνια. Νομίζω ότι πρέπει ο κάθε Σλούκας να θεωρείται βοηθός προπονητή εντός γηπέδου και όχι απλός εντολοδόχος 18 λεπτών! Αλίμονο αν δεν κάνεις έναν τέτοιο παίκτη να νιώσει σημαντικός.
Τελευταία κουρτίνα. Και τελευταία ιστοριούλα. Αφορά το γνωστό τραγούδι των Κατσιμιχαίων «μια βραδιά στο λούκι (ή Λούκυ)», όπου με το Λούκι αναφέρεται στο παλιό μπαράκι στο κέντρο της Αθήνας με το όνομα αυτό. Και φυσικά οι στίχοι του αναφέρονται σε πραγματικό περιστατικό, που έλαβε χώρα στο εν λόγω μπαρ, με μια Γαλλίδα φίλη φίλου, τη Ρενέ, για την οποία ο Χάρης Κατσιμίχας ζητούσε “βοήθεια χριστιανοί”. Ο ίδιος νομίζω κάπου εξομολογήθηκε αργότερα ότι η Ρενέ αρέσει γιατί είναι «…ήτο δεν ήτο. Είναι θελκτική αλλά χωρίς σεξισμό. Είναι κορίτσι με την αθωότητα αγοριού. Είναι άφυλα ερωτική. Είναι νεράιδα αλλά και του κόσμου τούτου. Η Ρενέ είχε βαφτιστεί πλέον ως «ήτο δεν ήτο…». Έτσι κι ο Μπι αισθάνομαι πολλές φορές ότι «είναι και δεν είναι» πνευματικά. Ισχύει για τις επιλογές του, τη διαχείριση στο παιχνίδι, τις αντιδράσεις του κατά τη διάρκεια του αγώνα, τις δηλώσεις του. Δίνει πολλές φορές την εικόνα ότι μπορεί να αντιλαμβάνεται πλήρως την πραγματικότητα, μπορεί και όχι. Μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού, σε μια δική του πραγματικότητα τέλος πάντων, που δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε εμείς οι απλοί οπαδοί. Θα δείξει ο χρόνος.
Υπάρχει χρόνος και υπάρχει ομάδα. Υπάρχουν τρόποι να γυρίσουμε την κατάσταση ξανά. Προς το παρόν… Bitter moon φίλοι και φίλες. Ξεφυλλίζω λίγο το βιβλίο. Το βιβλίο περιγράφει την ιστορία ενός έρωτα που γεννιέται όπως όλοι οι έρωτες (όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο): εντελώς τυχαία. Με χειρουργική ακρίβεια καταγράφει όλα τα στάδια μιας σχέσης: από τον ενθουσιασμό μέχρι τον απόλυτο εκφυλισμό. Και φυσικά μιλά για την αυταπάτη, που μας θολώνει το νου όταν ερωτευόμαστε και μας κάνει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε τόσο βαθιά τον άλλον, που θα γίνει ένα με την εικόνα που έχουμε φτιάξει. Δεν γνωρίζω αν ποτέ θα καταλάβουμε, εμείς οι απλοί οπαδοί, το μπάσκετ. Ίσως. Αισθάνομαι όμως ότι το πνεύμα της ομάδας, την καρδιά της και τα μυστικά της, δε θα τα κατακτήσουμε ίσως ποτέ. Πάντα θα είμαστε εκεί βέβαια υποτακτικοί υπηρέτες της, ικανοποιώντας κάθε ιδιοτροπία της κάθε διαστροφή της. Εκεί, δίπλα της, σε κάθε σκοτεινό της φεγγάρι…