Acy
Ένας… Δύο… Τρεις… Ο τέταρτος Ρήγας έπεσε βαριά στο τσόχινο τραπέζι. Το καρέ κέρδιζε το φουλ του άσσου του. Καταλάβαινε το παγωμένο βλέμμα του καινούργιου αυτού φρούτου, του GM της ομάδας του μεγαλύτερου Λιμανιού της Ελλάδας, να τον καρφώνει μέσα από τα γυαλιά ηλίου του, καθώς έσπρωχνε προς το μέρος του την χαρτοπετσέτα. Είχε χάσει το στοίχημα. Το στοίχημα που τον προκάλεσε να βάλει ο τύπος αυτός, που τον βρήκε στο στέκι του, σε αυτήν την άγραφη πόλη του Τέξας. «Μια παρτίδα Texas Holdem για να παίξεις για μας, με ό,τι σου δώσω». Το δέχθηκε, ίσως διότι του φάνηκε διασκεδαστικό να συνεφέρει αυτήν την φλωρόφατσα με το ακριβό, αλλά στενόχωρο, κουστούμι, ίσως διότι κατά βάθος κολακεύτηκε από τον κόπο που έκανε για τον ξετρυπώσει, μετά από σχεδόν 2 χρόνια που είχε να πιάσει την σπυριάρα.
Φούντωσε μια τελευταία φορά το πούρο του, έσταξε την στάχτη στο σταχτοδοχείο, έβρεξε τον δείκτη στο μπέρμπον και πήρε τόση όση του χρειάστηκε να αφήσει το αποτύπωμά του στο φτηνιάρικο χαρτί. Έτσι ήταν ο άγραφος κανόνας του κλαμπ, πιο δυνατός από οποιοδήποτε συμβόλαιο. Παραξενεύτηκε που ο ξένος το αποδέχθηκε τόσο εύκολα. Τον είδε να διπλώνει με προσοχή το έγγραφο (πλέον), να αφήνει γερό φιλοδώρημα για την μπάνκα, να σηκώνεται και να χαιρετάει, του έγνεψε καλό κατευόδιο. Τον ακολούθησε με τα μάτια, σκοτεινή μορφή μέσα στο μισοσκόταδο, πέρα από τον φωτεινό κύκλο της λάμπας, πάνω από την τσόχα. Η πόρτα άνοιξε και στο φως που μπήκε, διέκρινε ένα τραπουλόχαρτο ίσα να ξεπροβάλλει από το μανίκι του ξένου. Φουρτούνιασε, αλλά παραδόξως μια σκέψη τον ηρέμησε. «Και αυτοί 2-3 χρόνια έχουν να μυρίσουν Πλέηοφς και παραπάνω κούπα», αναλογίστηκε, «μπορεί είναι γραμμένο να επιστρέψουμε μαζί, μέχρι τέλους»
Ήπιε μια γουλιά από το μπέρμπον του και γέλασε δυνατά. Στο τηλέφωνο ήδη καλούσε τον ατζέντη του για τα περαιτέρω.
Λεπενίντζα
«Γιατί γελάει ο αναθεματισμένος;». Ίσως δεν έπρεπε να δεχθεί το κωλόχαρτο αυτό ως δέσμευση. Είχε νιώσει ότι έτσι έπρεπε, αλλά τώρα, με αυτό το κάγχασμα τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ανέβηκε τα σκαλιά, καθώς τον τύφλωνε η λάμπα του κλιμακοστασίου. Άνοιξε την εσωτερική πόρτα, βγήκε στο μπαρ, χαιρέτισε την μπαργούμαν και τον ξερακιανό σερβιτόρο και διέσχισε αργά την διαδρομή ως την έξοδο.
Βγήκε στο υγρό και κρύο στενό. Έβγαλε και κοίταξε την μουντζουρωμένη χαρτοπετσέτα. Θυμήθηκε το βλέμμα του Acy, όταν του έλεγε τι και πως. «Δε μπορεί, δε γίνεται να ήταν ψεύτικο αυτό», σκέφτηκε. Ανέπνευσε βαθιά, βάζοντας πάλι το χαρτί στην εσωτερική τσέπη. ‘Ένιωσε καλύτερα. «Να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου», του είχε πει ο Σκλερός Μερακλόγερος, όταν σχεδίαζαν την αποστολή στα γραφεία της ΚΑΕ και του έδειχνε πώς να φυλάει και να βγάζει τα χαρτιά από μανίκι. Ασυναίσθητα ψάχτηκε, μα, αυτό εξείχε ώρα ή τώρα ξεμύτισε; Νέο άγχος… Περπάταγε νευρικά προς την κεντρική οδό, να βρει ταξί. «Πόση ώρα πέρασε; Σε πέντε λεπτά μου είπε θα έχω απάντηση από τον Καπάζoγλου… Να πάρω τώρα τηλέφωνο Ελλάδα ή να περιμένω;»
Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη την ώρα που φώτιζε η ειδοποίηση, είχε email. Μπήκε και διάβασε αυτά που περίμενε. Έσφιξε την γροθιά και χαμογέλασε. Σε κλάσματα δευτερολέπτων πέρασαν από τα μάτια του οι υπογραφές του καλοκαιριού, η μαεστρική εκλογή του Πατρινού και η εκπαραθύρωση του Jordi, το σερί του συνέχιζε νικηφόρο. Είχε καταφέρει τόσα, γιατί τώρα σε αυτό να έχει τόσο άγχος; «Διότι τώρα που η ομάδα αχνοβλέπει Βερολίνο, κάθε κίνηση μετράει όλο και πιο βαριά» σκέφτηκε και πήγε να καλέσει… αλλά τον πρόλαβε το μήνυμα του Λόκα.
Γέλασε δυνατά και ξαναπήγε να τηλεφωνήσει, αλλά τη δεύτερη φορά τον πρόλαβε αυτός που σκόπευε να καλέσει, ο ίδιος ο Σκλερός.
Τον καληνύχτισε και σήκωσε το χέρι. Βυθίστηκε στο κάθισμα του ταξί και καθώς έβλεπε τα φώτα της δημοσιάς να τρέχουν, σκέφτηκε χαμογελώντας:
«Επιστρέψαμε κουφάλες, κρύψτε τους αμάχους!»