Γράφω πάντοτε με βασικό συστατικό την ειλικρίνεια, και δε σκοπεύω ν’ αλλάξω συνταγή. Εγώ λοιπόν, ο ίδιος άνθρωπος που θύμωνε με όσους γκρίνιαζαν κάτω από κάθε ανάρτηση μεταγραφών και απογοητευόντουσαν πριν καν αντικρίσουν παρκέ, αναζητώ πια το κουτί παραπόνων.
Όποιου του μέλλει να πνιγεί…
Ψάχνοντας τον εαυτό μου λίγους μήνες πριν, η πρώτη εικόνα που αναδύεται, με βρίσκει ‘’να έχω πάρει θέση στην κερκίδα’’. Η διαφορά είναι πως είμαι δακρυσμένη, με το ερυθρόλευκο κασκόλ μου παραπεταμένο στους ώμους και θέα τον Weber να δακρύζει σκυμμένος πάνω απ’ το παρκέ. Καλά καταλάβατε, μιλάω για το ματς που έκρινε την είσοδό μας στα playoffs της περσινής Ευρωλίγκας.
Παρά την αξιομνημόνευτη πίκρα, που όλοι μας γευτήκαμε εκείνη τη νύχτα, τόσο εγώ όσο και αρκετά μεγάλο μέρος των οπαδών της ομάδας, σταθήκαμε -και στεκόμαστε- νοερά στο πλάι της ομάδας, αναγνωρίζοντας πως κάθε σύλλογος θα ‘’σκοντάψει’’ σε κάποιο σκαλοπάτι της ανοδικής, ή καθοδικής, πορείας του.
Δημοσίευα συνεχώς φωτογραφίες από δαφνοστεφανωμένες στιγμές και στιγμιότυπα από σπουδαία καλάθια που έκριναν τρόπαια ή προκρίσεις. Έγραφα κείμενα με σκοπό να παροτρύνω τους συνοπαδούς μου να στηρίξουν την ομάδα σε αυτό το στραβοπάτημά της. Ερχόμουν σε συνεχείς αντιπαραθέσεις με εκείνους που προδίκαζαν τους νεοφερμένους παίκτες αλλά και τις επιλογές της διοίκησης και του Blatt.
Κυρίως όμως, ήλπιζα. Και νομίζω και αρκετοί άλλοι. Δε ξέρω σε τι όμως. Ακόμη και με την ολοκλήρωση των μεταγραφικών κινήσεων, που δεν πλησίαζαν αυτό που εμείς είχαμε προσχεδιάσει για την ομάδα (!), παρέμεινα αισιόδοξη και οριακά… ανυπόμονη να ξεκινήσει η σεζόν. Ίσως, παρ’ότι προσπάθησα να… εμβολιαστώ ενάντια στον ιό, πίστεψα πως κάποιοι παίκτες θα μπορούσαν να κάνουν την έκπληξη και παρά το γεγονός ότι δεν μας γέμισαν το μάτι, να γέμιζαν τα ποσοστά τους.
Ίσως βασίστηκα στον βασικό κορμό των Σπανούλη – Πρίντεζη – Παπανικολάου – Milutinov. Ίσως, με μια δόση παρελθοντολαγνείας, να θεώρησα πως ο Ολυμπιακός μπορεί να προχωρήσει όντας κάτοχος 3 τροπαίων και αρκετών τιμητικών προκρίσεων και πως το βάρος της φανέλας μπορεί να μας καθοδηγήσει στο σκοτάδι.
Ό,τι και να με εφοδίασε με αυτήν την ελπίδα και αισιοδοξία, πνίγηκε στις εμφανίσεις της ομάδας.
Παρατηρώντας μέσα απ’ το κλουβί
Υπήρξε όμως και κάτι ακόμα που με έκανε να θελήσω να καταγράψω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Έλαβε χώρα αυτήν την αγωνιστική και δεν είναι άλλο από την νίκη της Zalgiris, κόντρα στην πάντοτε ποιοτική Real. Γνωρίζουμε όλοι βέβαια πως η Real έχασε, δεν κέρδισε η Zalgiris.
Ωστόσο, να σας επιστήσω την προσοχή, δεν ήταν το αποτέλεσμα που με εντυπωσίασε, όσο το πιο ανταγωνιστικό και δυνατό χαρτί της Zalgiris. Αυτό του Saras, ενός προπονητή που εκτιμώ όσο λίγους κσαι με ένα χαρακτηριστικό που εκτιμώ όσο λίγα: την άγνοια κινδύνου. Ο Jasikevicius φαίνεται να έχει ‘’μπολιάσει’’ στους παίκτες του μια αξιοζήλευτη φιλοσοφία. Ο τρόπος με τον οποίο οι παίκτες κινούνται στο παρκέ, με αυτοπεποίθηση, με δυναμισμό και θράσος, μαρτυρούν πως γι’ αυτόν τον, πάντοτε αξιόμαχο, σύλλογο δεν υπάρχουν φαβορί, και παρά την αντίληψη της ποιότητας της Real, της Fener ή της CSKA, ’’ρίχνονται’’ στην μάχη, ξεκινώντας κάθε ματς από το 0-0.
Κάνουν ακριβώς αυτά που μπορούν να κάνουν, δεν διστάζουν να τολμήσουν, να πάρουν ευκαιρίες, να σουτάρουν, να αστοχήσουν, να κάνουν λάθος. Και το ίδιο θα έλεγα ακόμη και αν, με το τέλος του αγώνα, δεν είχαν το ροζ φύλλο στα χέρια τους.
Αυτή η συνειδητοποίηση ‘’ήρθε και έδεσε’’ με την εικόνα μας την Παρασκευή. Δεν απογοητεύτηκα τόσο με την ήττα, αν και αυτό ίσως είναι απόρροια του ότι την ανέμενα, όσο με την εικόνα: φοβισμένοι παίκτες, που άλλοτε είχαν σηκώσει το τρόπαιο της Ευρωλίγκας, παίκτες που αγωνίζονται χρόνια στα παρκέ.
Για την ‘’παλιοσειρά’’
Υπήρξαν τόσα αρνητικά και άλλα τόσα πικρόχολα σχόλια για τον αρχηγό, θεωρώντας τον Σπανούλη ‘’ματαιόδοξο’’ που φιλοδοξεί να τελειώσει τις φάσεις μόνος του, ’’αφελή’’ που δεν αναγνωρίζει την φθορά του χρόνου ή απλά ‘’ανίκανο’’ να αντέξει σε τέτοια πίεση για τόσα λεπτά στα 37 του.
Αντιθέτως εγώ το μόνο που ένιωσα στο βλέμμα του αρχηγού ήταν φόβος. Μια κραυγή απελπισίας σε κάθε μακρόσυρτο κράτημα της μπάλας, μια κραυγή βοήθειας σε κάθε αβέβαιη πάσα και ντρίπλα. Ο Σπανούλης δεν εμπιστεύεται. Δεν εμπιστεύεται να δώσει την μπάλα, να την ρισκάρει σε άλλα χέρια. Και αυτό αποτελεί την πρώτη κλινική εικόνα μιας ομάδας που πάσχει.
Ο αρχηγός δεν βλέπει, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, ισότιμους παίκτες. Βλέπει παντού στοιχήματα και φιλόδοξα projects. Τον στοιχειώνει η ελπίδα των προέδρων και του πρώην coach να ‘’βγουν’’ οι χαμηλόμισθες προσθήκες, να πετύχουν οι ‘’value for money’’ μεταγραφές. Ο Σπανούλης, ο Βασίλης Σπανούλης των -128 πόντων πριν την κατοχή του τίτλου του πρώτου σκόρερ στην ιστορία της διοργάνωσης, φοβάται.
Ένα το κρατούμενο.
Συνεχίζουμε περνώντας στην αντιπέρα όχθη, με τους Πρίντεζη – Milutinov και Παπανικολάου, που αποτελούν τα βασικά ‘’όπλα’’, να μην εμπιστεύονται με την σειρά τους, κανέναν χειριστή της μπάλας πλην του αρχηγού. Εδώ όμως έχουμε την εξής αναθεώρηση των πραγμάτων: πώς να εμπιστευτούν όταν η μπάλα στα χέρια των υπολοίπων τρέμει;
Αν κάτι έχουμε πλήρως αντιληφθεί, παίκτες, προπονητές, διοικούντες και οπαδοί, είναι πως ο Σπανούλης των 37 ετών, στο χειρότερο του βράδυ, αποτελεί και πάλι ‘’το καλύτερό μας πιάτο’’. Άποντος μέχρι το τελευταίο λεπτό, με περισσότερα λάθη από κάθε άλλον συμπαίκτη του, θα προσφέρει ξανά εκείνα τα πολύτιμα αγαθά που μέχρι και σήμερα δεν έχει κανείς καταφέρει να δώσει στην ομάδα: εμπιστοσύνη, ροή, ψυχραιμία.
Ο νέος είναι πάντοτε ωραίος;
Είναι σαφές πως ούτε ο Rubit ούτε ο Baldwin ξέχασαν να παίζουν μπάσκετ. Όλοι γνωρίζουμε πως ένας παίκτης, πλην του ταλέντου και της ικανότητάς του, πρέπει να ‘’δέσει’’ και να βρει τον χώρο του στην εκάστοτε ομάδα για να εμπιστευτεί, να ρισκάρει, να εξελιχθεί.
Το πρόβλημα είναι πως περιμένουμε από υπεράριθμους παίκτες να ‘’δέσουν’’ και να ‘’βρουν τον χώρο τους’’, σε μια στιγμή που δεν χωράνε λάθη και δεύτερες ευκαιρίες, σε μια στιγμή που η κλεψύδρα έχει ήδη γυρίσει.
Θέλω σε αυτό το σημείο να δηλώσω υπεύθυνα πως στο επόμενο ματς, θα φωνάζω ρυθμικά το όνομα του Rubit, θα ζητωκραυγάζω σε κάθε προσπάθεια του Baldwin και σε κάθε φοβισμένο σουτ του Κόνιαρη. Είναι μέλη της ομάδας (μας), ιδρώνουν για τον σύλλογο και χρήζουν την στήριξή μας, δίχως καμία αμφιβολία. Ο Cherry, και ο κάθε Cherry, αποτελούν μέλη του συλλόγου που στηρίζουμε.
Προπονούνται καθημερινά και παλεύουν να διορθώσουν, ό,τι μπορούν, για να σταθούν επάξια απέναντι μας στις κερκίδες. Σαφώς και πολλοί ανέλαβαν ρόλο που δεν συνάδει με την ποιότητα και τις ικανότητες τους, την εμπειρία και το ταλέντο τους. Παίκτες άπειροι και φοβισμένοι, καλούνται να δώσουν ανάσες και να αντικαταστήσουν τον Πρίντεζη και τον Milutinov.
Και αυτό είναι το δεύτερο κρατούμενο: μετά από εκείνους, το χάος.
Άγνωστες οι βουλές των Αφών
Από συνειδητοποιημένη επιλογή, σπάνια θα ασχοληθώ με κινήσεις, αποφάσεις και δηλώσεις των προέδρων και διοικούντων. Εντούτοις, αν θέλω να εκφράσω συνολικά τις -δίχως ειρμό- σκέψεις μου, θα πρέπει να εκφράσω το μοναδικό -παιδικό και αφελές- ερώτημα που μονολογούσα κατά τη διάρκεια του ματς κόντρα στην Zenit:
-Τα βλέπουν άραγε τα ματς; Όχι αν τα κοιτάζουν, αν τα βλέπουν ρωτάω.
Η ομάδα βρυχάται, ουρλιάζει για βοήθεια. Μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι δεν ακούνε την έκκληση. Ως φίλαθλος, αλλά και οπαδός, οφείλω να πω πως απαιτείται σίγουρα μια εξήγηση. Είναι απόλυτα σεβαστό να μην θέλουν, ακόμη και να μπορούν. Είναι απόλυτα αποδεκτό, να μην μπορούν, ακόμη και να θέλουν. Είναι όμως απόλυτα αναγκαίο να εκφράσουν τις σκέψεις τους ή, ακόμη καλύτερα, να πράξουν. Προς όποια κατεύθυνση, αρκεί να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την απραξία και την αδράνεια.
Μιλώντας λογικά και μαθηματικά, είναι εκείνοι που προσφέρουν τα απαραίτητα χρηματικά ποσά ώστε να υφίσταται η ομάδα, ακόμη και με αυτήν την ταυτότητα. Στον αντίποδα όμως, υπάρχει πάντοτε και ο ηθικός κώδικας, το άγραφο καθήκον, απέναντι σε έναν σύλλογο που καθίσταται επιτυχημένος, με σημαντικές παρουσίες και κατακτήσεις τροπαίων και μια λαοθάλασσα οπαδών που βροντοφωνάζει στις κερκίδες.
Βρίσκω λοιπόν, το λιγότερο, υποχρέωση εκ μέρους τους να γνωρίζουμε. Τι να περιμένουμε, τι να σχεδιάζουμε, σε τι να ελπίζουμε. Η κατάσταση έφτασε να ‘’γρατζουνάει’’ το ζήτημα του σεβασμού.
Τέλος καλό, αλλά όλα καλά;
Προσπαθώ να συντάξω μια πρόταση που να συνοδεύει το ‘’εν κατακλείδι’’ και δεν βρίσκω. Κι αυτό γιατί δεν γνωρίζω τι περιμένω, τι φιλοδοξώ. Το μόνο που γνωρίζω καλά είναι αυτό που ίσως χαρακτηρίζει κάθε κείμενο και ανάρτησή μου: ότι στηρίζω.
Ίσως λίγο ρομαντικά θα εξηγήσω πως στηρίζω την ομάδα σε μια αποδεδειγμένα νέα εποχή, που ίσως ξεκινά από ένα σημείο μηδέν, χωρίς σαφή προσανατολισμό και κατεύθυνση. Είναι το μοναδικό άλλωστε που μπορούμε να προσφέρουμε εμείς από την κερκίδα.
Όταν το λέω, με ρωτάνε κάποιοι θυμωμένοι, κάποιοι απογοητευμένοι, κάποιοι χλευάζοντας: ‘’τι ακριβώς στηρίζεις, μου λες;’’
Μόνο μια απάντηση χωράει: