Ξέρω, ξέρω. Είναι (ακόμη;) νωρίς. Ξέρω, ο φρενήρης ρυθμός ξεγελά. ‘’Μην ξεμυαλίζεσαι’’, με μαλώνουν. Είναι που γυμνάσαμε τους εαυτούς μας επί σειρά ετών. Εκπαιδεύτηκε η ερυθρόλευκη εξέδρα να μεταβολίζει την πίκρα, να φιλοδοξεί συνετά, να ελπίζει συγκρατημένα. Απογοήτευση την απογοήτευση, ατρόφησε η ονειροπόλα και συνάμα… τσαμπουκαλεμένη μας πτυχή. Η ρομαντική και ταυτόχρονα μάγκικη. Η Πειραιώτικη, δηλαδή.
Ατρόφησε τόσο, που με την εκπνοή κόντρα στην -πρωτοπόρο- Μπαρτσελόνα, μούδιασα για λίγο. Αναρωτήθηκα, επιτρέπονται τώρα τα μεγαλεπήβολα σχέδια; ‘’Με ρέγουλα’’, με παρότρυνε η Μαίρη που δάκρυζε παρέα με τον Γουέμπερ. Που ερχόταν σε σύγκρουση με τις άδειες εξέδρες. Που μελετούσε προσεκτικά κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, με τον οποίο τα βολικά αποτελέσματα των άλλων θα μας ‘’χάριζαν’’ το χρυσό εισιτήριο για τα playoffs. Τότε, που η επίγευση των ματς ήταν πικρή. Τότε, που φώλιαζε ο θυμός και η απογοήτευση και ματαιοπονούσαμε στις δάφνες του παρελθόντος.
Και τα ζύγισα. Και ο ενθουσιασμός μου ισοσκέλισε τις αμφιβολίες μου. Άνοιξα λάπτοπ, πληκτρολόγησα λαίμαργα. F…i…n…a…l…F…o…u…r…T…i…c…k…e…t…s. ‘’Φτάνει’’, μονολόγησα. Θέλω να ενδώσω.
Τι αξία έχουν δύο λεπτά;
Κάθε Οκτώβρη συνηθίζω να ποστάρω σε κάποιο σόσιαλ την λέξη ‘’Devotion’’. Δεν έχω καταλάβει γιατί το κάνω. Είναι, πιθανόν, τόσο ορμητικός ο παιδικός ενθουσιασμός μου για την νέα αγωνιστική σεζόν, που έχω την ανάγκη να τον μοιραστώ. Η -πραγματική- έναρξη της χρονιάς, σηματοδοτείται με το πρώτο σφύριγμα της Ευρωλίγκας. Όλοι το ξέρουν αυτό.
Με την φετινή έλευση του Οκτωβρίου, δεν γνώριζα τι ακριβώς περίμενα. Έβλεπα θολά, ζαλισμένα. Ο φετινός Ολυμπιακός φάνταζε κατάλληλα εφοδιασμένος για κατάκτηση ψηλών κορφών και αυτό με ξεσήκωνε. Είπαμε όμως. Όφειλα να είμαι προετοιμασμένη, ψύχραιμη, σεμνή. Ήθελα όμως;
Αποδείχθηκε πως ούτε ήθελα, ούτε μπορούσα. Και δεν άργησα να πειστώ. Χρειάστηκαν περίπου δύο λεπτά. Διορθώστε με, αλλά τόσο περίπου δε χρειάζεται κάποιος να περάσει την εκάστοτε θύρα στο ΣΕΦ και να πλησιάσει την εξέδρα; Αυτή την εξέδρα που σιγοκαίει, που αναβλύζει πάθος και ζωή, που πλημμυρίζει από συσπειρωμένο κόσμο να υψώνει γροθιές και να παρατηρεί με την διορατική του ματιά. Εκεί που εφάπτονται όλες μας οι τρελές επιθυμίες και όνειρα. Το χρώμα της φωνής μας φέτος δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης. Επιστρέψαμε.
Κοινό συμφέρον
Πριν επιστρέψουμε, όμως, εμείς, επέστρεψε η ομάδα. Δεν εννοώ την ομάδα που αποτελείται από παίκτες και προπονητικό σταφ. Εννοώ την ομάδα ως ένα ανταγωνιστικό και αδιαίρετο σύνολο, μια ‘’παρέα’’ που υπερνικά τον εγωισμό και καταφέρνει να προτάσσει το ‘’εμείς’’, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία. Ένα σύνολο παικτών που αγωνίζονται για την ερυθρόλευκη φανέλα, λογίζοντάς το ως την πιο ηχηρή ανταμοιβή της δουλειάς τους.
Ένα καλοκουρδισμένο σύνολο, όμως, απαιτεί και κάποιον να δεσπόζει πίσω από την sideline. Κάποιον σαν τον εκ γενετής ‘’γαύρο’’ κόουτς Β. Ο Μπαρτζώκας ‘’ξεδίψασε’’ την ομάδα που ζητούσε πειθαρχία, ροή, καθοδήγηση. Επανέφερε στις ‘’εργοστασιακές ρυθμίσεις’’ την αγωνιστική τους ταυτότητα, τρατάροντάς τους και λίγο παλιό αυθεντικό ρομαντισμό. Τους έπεισε ότι μπορούν. Εμπιστεύτηκαν τους εαυτούς τους, θωράκισαν την αυτοπεποίθησή τους. Και έτσι, ‘’μέθυσαν’’ από θάρρος, θράσος και άγνοια κινδύνου. Και το απρόσιτο όνειρο, έγινε προδιαγεγραμμένο τέλος.
Θα κοιτάω εκεί που θέλω να βρεθώ, για να μην βρεθώ εκεί που κοιτάω
Στο ίδιο ύφος θα είχα κινηθεί ακόμη και αν η Μπαρτσελόνα έφευγε νικήτρια με εμφατικό σκορ. Ακόμη και αν ο Ουόκαπ δεν ευστοχούσε σε αυτό το απροσδόκητο τρίποντο, ακόμη και αν ο ΜακΚίσικ δεν έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του, ακόμη και αν ο Μάρτιν δεν ‘’μακίγιαρε’’ τα -αδικαιολόγητα- χαμένα ριμπάουντ με άριστη αμυντική λειτουργία, ακόμη και αν οι απουσίες των Φαλ και Σλούκα εκτός από ορατές, αποδεικνύονταν και μοιραίες.
Γιατί αυτή η ομάδα δεν εμπνέει σύνεση και ψυχραιμία. Η ομάδα εμπνέει τραγούδι, φωνή, πάθος και όνειρα. Και αυτό της πρέπει. Παραβλέπω, λοιπόν, ευγενικά τις συμβουλές σας, και λέω να το απολαύσω.
Ωραία που είναι!