Η Οδύσσεια ενός Μεσσία

Manolo 77

Στις 7 Αυγούστου, ο Βασίλης Σπανούλης έκλεισε τα 39 του χρόνια, μετά από μια καριέρα γεμάτη τίτλους, διακρίσεις και καθολική αναγνώριση από όλο τον μπασκετικό κόσμο ως ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους παίκτες όλων των εποχών. Αναμφισβήτητα δε ως εκείνος που δεν είχε αντίπαλο στην crunch time, όταν μεταμορφωνόταν σε super ήρωα, φόραγε την μπέρτα του και έσωζε τον κόσμο, aka την ομάδα του!

Η απόπειρα να γίνει ένα αφιέρωμα, το οποίο να αποδίδει στον Σπανούλη τις τιμές που του αξίζουν, ειδικά από εμάς τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, ισοδυναμεί με ανάβαση στο όρος Έβερεστ και ένιωσα ιδιαίτερη τιμή, όταν ο Red Emerald μου ζήτησε κάτι τέτοιο. Σίγουρα το να απαριθμήσω τα κατορθώματά του, τους τίτλους του και να αναφερθώ στην επίδραση του στην ομάδα και στο μπάσκετ γενικότερα, είναι κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν και δείχνει τη μία όψη του νομίσματος, εκείνη του Σπανούλη ως αθλητή, ως παίκτη, ο οποίος όπου και αν πήγε, είχε επιτυχίες και δεν δίσταζε να αναλαμβάνει την ευθύνη, όποιος και αν ήταν ο ρόλος του, σε όποια ηλικία και αν ήταν. Γιατί όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι, έχοντας ζήσει και τη χρυσή εποχή του Γκάλη, κατά βάθος ξέρουμε ότι αυτά που έκανε ο V-Span, o Kill Bill, όπως σας αρέσει πείτε τον, στο φινάλε αγώνων, μπορούν να συγκριθούν μόνο με ταινίες…

Ωστόσο, σε αυτό το κείμενο θα επιχειρήσω να παρουσιάσω ένα flash back στον Σπανούλη, με γνώμονα τον ατσάλινο χαρακτήρα του, τις αντιξοότητες που είχε στην καριέρα του από ένα σημείο και έπειτα, ειδικά όταν πήρε την απόφαση ζωής να μετακομίσει στον Ολυμπιακό και άλλαξε τη μοίρα μιας ομάδας και όλων όσων τον περίμεναν ως Μεσσία. Και όπως ο … θρησκευτικός Μεσσίας, έτσι και εκείνος, έπρεπε να περπατήσει από το δύσκολο δρόμο, να γνωρίσει τη «σταύρωση» από εχθρούς, αλλά και φίλους, για να «αναστηθεί», φέρνοντας μαζί με τους υπόλοιπους «πιστούς μαθητές» του, τον Ολυμπιακό ξανά στην κορυφή, μετά από πολλά χρόνια.

Το 7, λοιπόν, έμελλε να είναι σημαντικό από το ξεκίνημα του, καθώς ήρθε στη ζωή το 1982, στις 7 Αυγούστου στη Λάρισα, ενώ διάφορες πηγές αναφέρουν ότι σε ηλικία 7 ετών ξεκίνησε την ενασχόληση του με τον αθλητισμό. Τα είδωλα του δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα από τους stars της εποχής, Νίκο Γκάλη και Michael Jordan.

Αυτό που σημάδεψε, όμως, τα νεανικά του χρόνια ήταν η απώλεια του πατέρα του, ένα τόσο δυσάρεστο γεγονός που έφερε τον ίδιο και τον αδελφό του, αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα… Η διέξοδος και των δύο ήταν το μπάσκετ, με τον Βασίλη να πραγματοποιεί επαγγελματικό ντεμπούτο, σε ηλικία 17 ετών, με τον ιστορικό Γυμναστικό Λάρισας, ο οποίος τη διετία (1999-2001) ήταν στην Α2, μετά από την επιτυχημένη του παρουσία στα μέσα των ‘90 στα μεγάλα σαλόνια. Την ίδια περίοδο ο Σπανούλης άρχιζε να «κάνει θόρυβο», τόσο με την εφηβική ομάδα του ΓΣ, όσο και με την Εθνική U-18.

 

Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε, το ταλέντο του ήταν πολύ μικρό για μια επαρχιακή ομάδα και το δυνατό, τότε, Μαρούσι, με τον Νίκο Λινάρδο στον πάγκο του (από βοηθός προπονητή μέχρι πρότινος) έδωσε την ευκαιρία στον νεαρό άσο να πρωταγωνιστήσει. Εκείνος, όμως, που τον «απογείωσε» αγωνιστικά ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης, προπονητής στην ομάδα από το 2002, δίνοντας του όλο και περισσότερο χρόνο και πρωτοβουλίες. Ο Σπανούλης ήταν ήδη από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του και με την ομάδα των βορείων προαστίων, θα κέρδιζε τους πρώτους τίτλους του σε επίπεδο ανδρών.

Το καλοκαίρι του 2005, έχοντας κάνει νωρίτερα την αποδοτικότερη σεζόν της καριέρας του, αφού οδήγησε το Μαρούσι στους τελικούς της Α1 με πολύ καλά νούμερα, θα γινόταν παίκτης του ΠΑΟ, σε μια εποχή όπου οι «πράσινοι» αποκτούσαν… ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στην Ελληνική αγορά. Ήταν τότε που ο Raznatovic, θα γινόταν ο συνοδοιπόρος του και θα έθετε τους όρους συνεργασίας. Ο Σπανούλης, στον Παναθηναϊκό του Obradovic, θα κατακτούσε το πρώτο του Πρωτάθλημα, «σκουπίζοντας» στον τελικό τον Ολυμπιακό, αφού λίγους μήνες πριν είχε στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική ομάδα! Σιγά, σιγά ο Σπανούλης, όχι μόνο «έχτιζε» το προφίλ του ως ένας κορυφαίος παίκτης, αλλά το όνομα του συνδεόταν όλο και περισσότερο με νίκες και τίτλους.

Το καλοκαίρι του 2006 θα ήταν ονειρικό, με τον Σπανούλη να είναι ο «φονιάς» της USA Team, στον περίφημο ημιτελικό του Mundobasket και γενικά να πραγματοποιεί ένα σπουδαίο τουρνουά! Μπορεί να μην κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, αλλά «εξαργύρωσε» τις εμφανίσεις του με μια θέση στο ΝΒΑ, στο Houston, καθώς υπήρχε σχετικό buy out στο συμβόλαιο με το τριφύλλι.

Εκεί θα συναντούσε τις πρώτες δυσκολίες στην καριέρα του, δίχως να του δοθούν ευκαιρίες και αρκετός χρόνος συμμετοχής, με τον Jeff Van Gundy να τον «ψέγει» ότι ήταν επιρρεπής στο λάθος. Παρόλο που την επόμενη Off Season έγινε ανταλλαγή στους Spurs, όπου φαινόταν ότι ο Popovich ήθελε να συνεργαστεί μαζί του, ο Σπανούλης είχε πάρει την απόφαση του, να επιστρέψει στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού.

Στην επόμενη τριετία με τα πράσινα, θα κατακτούσε ισάριθμα πρωταθλήματα Ελλάδας, την Euroleague του 2009, όπου ανακηρύχθηκε MVP, ενώ οδήγησε την Εθνική ομάδα στο χάλκινο μετάλλιο (το τελευταίο της) την ίδια χρονιά. Κάπως έτσι, φθάσαμε στο καλοκαίρι του 2010, που έληγε το τριετές συμβόλαιο του. Ο Σπανούλης αποδείχθηκε σκληρός διαπραγματευτής, όχι μόνο όσον αφορά το χρηματικό, όπου ήθελε να είναι από τους υψηλότερα αμειβόμενους, όσο και για το ρόλο του, καθώς με τον Διαμαντίδη και τον Jasickevicius την περασμένη σεζόν, ένιωθε ότι δεν ήταν όσο επιδραστικός ήθελε και ο ίδιος.

Φημολογείται ότι το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού είχε εκδηλωθεί αρκετούς μήνες πριν, με μια ηγεμονική πρόταση (€2.4 εκατ. καθαρά), που θα τον έχριζε τον απόλυτο ηγέτη της νέας ομάδας του Ivkovic. Όσο περνούσαν οι ημέρες και ο Σπανούλης δεν απαντούσε θετικά στην πρόταση ανανέωσης από τον ΠΑΟ, τόσο η υπόθεση «μύριζε μπαρούτι». Μάλιστα είχε δοθεί τελεσίγραφο για την οριστική του απάντηση και, όπως δήλωσαν ο Obradovic και ο Ιτούδης αργότερα, θεώρησαν τη στάση του προσβλητική ως προς την ιστορία της ομάδας, καθώς τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα παρέμενε στο τριφύλλι.

Ωστόσο, ο Σπανούλης είχε πάρει την απόφαση του… Ήθελε να γίνει το νούμερο 1, ο παίκτης που θα βγάλει από την αφάνεια τον Ολυμπιακό! Και πράγματι, το βράδυ της 11ης Ιουλίου του 2010, στο ημίχρονο του τελικού του Mundial, βγήκε η ανακοίνωση της απόκτησής του από τον Ολυμπιακό. Σε μια εποχή όπου τα social media δεν ήταν τόσο διαδεδομένα και οι περισσότεροι δεν κυκλοφορούσαμε με ένα κινητό που είχε δεδομένα Internet, στην αρχή κάτι τέτοιο έμοιαζε με φάρσα. Τελικά δεν ήταν…

Ο Σπανούλης, θα γινόταν, άλλος ένας παίκτης που θα άλλαζε στρατόπεδο, όμως φαινόταν ότι αυτήν τη φορά η συγκεκριμένη μετακίνηση ήταν διαφορετική. Σε χρόνια που οι πράσινοι είχαν την αφρόκρεμα των Ελλήνων παικτών και κυριαρχούσαν, ο Kill Bill προχώρησε σε μια ακατανόητη, με μια πρώτη ανάγνωση, απόφαση. Οι οπαδοί (και όχι μόνο) του ΠΑΟ άρχισαν να τον κατηγορούν για αχαριστία και φιλαργυρία, κάτι αναμενόμενο βέβαια για τα δεδομένα της Ελλάδας. Ο Obradovic θα έπρεπε να αναπροσαρμόσει τα πλάνα του και να ανακατανείμει τους ρόλους στην ομάδα, όμως το σημαντικότερο ήταν ότι οι ερυθρόλευκοι είχαν πετύχει ένα μεγάλο αγωνιστικό πλήγμα στον αντίπαλο τους, αποδυναμώνοντας τον, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι είχαν την δυνατότητα να «χτίσουν» πάνω στον Σπανούλη μια νέα ομάδα υψηλότατου επιπέδου.

Σαν σήμερα μου μοιάζει και ας είναι 11 χρόνια πριν… Ο Ολυμπιακός με μια 4άδα – όνειρο στην περιφέρεια, με Σπανούλη, Παπαλουκά, Teodosic και Gordon, τους Nesterovic, Erceg και Μπουρούση στη ρακέτα, να «αλώνει» το ΟΑΚΑ για τον αγώνα της RS παρά την κακή απόδοση του Σπανούλη. Η πρώτη χρονιά του Σπανούλη με τα ερυθρόλευκα, φορώντας τη φανέλα με το 7, κάθε άλλο παρά στρωμένη με ροδοπέταλα ήταν. Οι απαιτήσεις από το πρόσωπο του ήταν τεράστιες, την ίδια ώρα που η ομάδα ήταν μακριά από major τίτλους για 14 χρόνια.

Παρά το καλό ξεκίνημα του Ολυμπιακού, η παρθενική χρονιά του Σπανούλη στέφθηκε από αποτυχία, όσον αφορά το κομμάτι των τίτλων, με τους ερυθρόλευκους να κατακτούν μόνο το Κύπελλο Ελλάδας, να αποκλείονται στα Ρ/Ο της Euroleague από τη Siena και στο Ελληνικό πρωτάθλημα, να είμαστε στο ίδιο έργο θεατές, με τον ΠΑΟ για άλλη μια χρονιά νικητή… Όλοι έχουμε να θυμόμαστε την κλασική ατυχία της ομάδας, με τον τραυματισμό του Nesterovic, το μέτριο «κούμπωμα» στο back court μεταξύ Παπαλουκά – Σπανούλη – Τeodosic, αλλά και τη συνηθισμένη αντιμετώπιση στους τελικούς της Α1. Η πρώτη χρονιά του στον Ολυμπιακό ήταν μια ατελείωτη ανηφόρα, αλλά θα έπρεπε να συνηθίσει σε κάτι τέτοιο για τα επόμενα χρόνια, εφόσον έκανε το … ατόπημα να μετακομίσει από τον ΠΑΟ στον αιώνιο αντίπαλο.

Η χλεύη που εισέπραξε από όσους τον αποθέωναν μέχρι τότε και όλα αυτά μέσα από έναν καλοστημένο μηχανισμό, ήταν άνευ προηγουμένου, θα ξεπερνούσε ακόμη και όσα πέρασε ο Γιαννάκης πριν λίγα χρόνια, επειδή και εκείνος επέλεξε τον Ολυμπιακό. Οι περισσότεροι περίμεναν ότι ο Σπανούλης θα λύγιζε, ειδικά μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2011, τότε που οι Αγγελόπουλοι, απηυδισμένοι από όλα όσα συνέβησαν στην ομάδα, αρχικά είχαν αποφασίσει να αποσυρθούν, τελικά (ευτυχώς για όλους) συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο, αλλά με σαφώς μειωμένο budget για την ομάδα…

Και μέσα σε 1 μόλις χρόνο, ο Σπανούλης είχε άλλη μια Decision βαρύνουσας σημασίας. Να έμενε σε έναν Ολυμπιακό λιγότερο ποιοτικό (με τον ίδιο βέβαια να έχει τις ίδιες χρηματικές απολαβές) ή να έπαιρνε μεταγραφή σε ομάδα, ξεκάθαρα title contender στην Euroleague;

Παρόλο που ήξερε πόσο δύσκολο θα ήταν, για τις φιλοδοξίες του ως παίκτης, το 1ο σενάριο, ξανά θα επέλεγε το δύσβατο δρόμο, εκείνον της ανέλπιστης επιτυχίας, ως outsider. Εξάλλου χρόνια μετά και ο ίδιος δήλωσε, ότι βλέποντας τον πάλαι ποτέ κραταιό Ολυμπιακό, να μη θυμίζει σε τίποτα την ομάδα του παρελθόντος, ήθελε όσο τίποτα να ξυπνήσει τον κοιμώμενο γίγαντα, με κάθε τρόπο.

Μια νέα πραγματικότητα ξημέρωνε για τον ίδιο και την ομάδα… Με συμπαίκτες νεαρούς Έλληνες παίκτες και ξένους, που σε τίποτα δε θύμιζαν τα περασμένα μεγαλεία, ο Σπανούλης θα έπρεπε σαν άλλος Οδυσσέας να βρει την Ιθάκη του. Λίγοι πίστεψαν σε κάτι καλό εκείνη τη χρονιά, ειδικά μετά το μέτριο ξεκίνημα στην Ευρώπη. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, μαζί με τις αλλαγές ξένων που έγιναν, ο Ολυμπιακός «έχτιζε momentum», πετυχαίνοντας στο Top 16 σημαντικές νίκες επί της Efes εντός και εκτός έδρας, που τον έστειλαν στο Ρ/Ο, ξανά με αντίπαλο τη Siena, αλλά αυτή τη φορά με τον ίδιο ως underdog. Σε μια σειρά – αποκάλυψη, οι ερυθρόλευκοι, αν και με μειονέκτημα έδρας, απέκλεισαν την Ιταλική ομάδα και μετά από απουσία 1 χρόνου, επέστρεψαν σε F4, παρέα με τον «αιώνιο εχθρό», αλλά αυτήν τη φορά η πιθανή διασταύρωση μεταξύ τους, μπορούσε να γίνει μόνο στον τελικό.

Ο ημιτελικός απέναντι στην Barcelona ήταν μια μοναδική παράσταση του Kill Bill, ο οποίος πέραν των καθοριστικών σουτ που πέτυχε στο φινάλε, «διάβαζε» τόσο καλά το παιχνίδι, με την ομάδα να ελέγχει το ρυθμό του αγώνα καθ’ όλη τη διάρκεια του. Όμως, ο τελικός θα ήταν άλλη υπόθεση για 28’, απέναντι στο θηρίο της CSKA. Το άπειρο σύνολο του Ολυμπιακού, αποκαμωμένο από την υπερπροσπάθεια του ημιτελικού και με τον απόλυτο star του σε μέτρια βραδιά, έβλεπε το τρόπαιο να απομακρύνεται και όλοι (σχεδόν) είχαμε αποδεχθεί τη μοίρα μας… Εξάλλου ήδη αυτή η ομάδα είχε κάνει την υπέρβαση της και ο μεγάλος στόχος ήταν πια το Ελληνικό πρωτάθλημα.

Όμως, όλα όσα έγιναν από εκεί και έπειτα συνιστούν ένα θαύμα, που μόνο με ένα … Μεσσία, όπως ο Σπανούλης, θα μπορούσε να γίνει και ας ήταν «ωσεί παρών» στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα. Το φινάλε, με την «αέρινη κατεβασιά» του και την πάσα πάρε – βάλε στον Άγιο Γεώργιο Πρίντεζη, ξεπερνά κάθε σενάριο ταινίας, είναι απλά η θεία – δίκη, η δικαίωση των κόπων τόσων ετών, για μια μερίδα ανθρώπων, με τον πιο αναπάντεχο και εντυπωσιακό τρόπο!

Ο Ολυμπιακός έφθασε στην κορυφή της Ευρώπης και της Ελλάδας μετά από 15 χρόνια και μάλιστα την επόμενη σεζόν, με τον Σπανούλη σε beast mode, αυτή τη φορά στον τελικό, θα πάρει… παραμάζωμα τη Real, με άλλη μια επική ανατροπή, νικώντας με (100–88)! Ξανά MVP για τον Σπανούλη και ο Ολυμπιακός γίνεται η μοναδική Ελληνική ομάδα με back2back τίτλους Euroleague! Την ίδια ώρα ο ΠΑΟ και αυτός σε μια νέα εποχή, χωρίς τον Obradovic και με μειωμένο budget, μένει εκτός F4 και στους τελικούς έχει μειονέκτημα έδρας. Η κατάληξη της σεζόν έχει πικρή γεύση, με το τρικ του Πεδουλάκη, για την εξόντωση του Σπανούλη, με Lasme – Gist, να αναβιώνει τη Νέμεση του Έλληνα άσου, δηλαδή τα παιχνίδια ενάντια στον ΠΑΟ.

Παρά τα κατορθώματα της ομάδας, η αδυναμία να κατακτήσει τον εγχώριο τίτλο, φέρνει εσωστρέφεια και κριτική, ειδικά στις τάξεις των οπαδών, που δεν «χωνεύουν» την ήττα από τον αιώνιο αντίπαλο, έστω και αν υπήρχαν ελαφρυντικά, έστω και αν τα mind games από την άλλη πλευρά πήγαν σε… άλλο επίπεδο, έστω και αν τίποτα δεν άλλαξε ως προς το σεβασμό της Ομοσπονδίας και των διαιτητών, απέναντι στον τρις Πρωταθλητή Ευρώπης. Παρόλα αυτά ο Σπανούλης, δεμένος με την ομάδα, ανανεώνει το συμβόλαιο του για άλλα τρία χρόνια, αν και δέχεται  πλουσιοπάροχες προτάσεις από το εξωτερικό, παραμερίζοντας τον Misko…

Η επόμενη σεζόν ήταν η αποκορύφωση της «εσωτερικής γκρίνιας», χωρίς κανείς να μένει στο απυρόβλητο, ούτε ο αναμορφωτής Σπανούλης. Το ξέσπασμά του ήρθε με την περίφημη ενέργεια, μετά το πρώτο (από όσα θα ακολουθούσαν) νικητήριο καλάθι απέναντι στον ΠΑΟ για το Top 16 της Euroleague. «Δεν σας ακούω, δεν σας ακούω τώρα»… Το πρώτο από τα μυθικά buzzer beater, με τη φανέλα των ερυθρόλευκων, απέναντι στον κακό δαίμονα του, ήταν γεγονός. Με την αντίδραση του, σαν να έβγαλε από μέσα του, τους ασκούς του Αιόλου, όλα αυτά που «μάζευε» και δεν εξωτερίκευε για τόσο καιρό. Ο Σπανούλης δηλώνει πάντα «παρών», δεν φοβάται την ευθύνη, όποιος και αν είναι ο αντίπαλος. Δε χρειαζόταν, φυσικά, αυτό το παιχνίδι για να το αποδείξει, αλλά ήταν μια μικρή υπενθύμιση και ας παρουσιάστηκε τότε η νίκη, από το γνωστό σύστημα, ως αδιάφορη βαθμολογικά.

Για λίγο καιρό, η μουρμούρα εκ των έσω κόπασε, για να κάνει ξανά την εμφάνιση της στους τελικούς του 2014, όπου ο Ολυμπιακός σπάει την αντίπαλη έδρα, μετά από χρόνια, αλλά δεν αντέχει το βάρος στον κρίσιμο 4ο τελικό, σε συνδυασμό και με κάποια φαλτσοσφυρίγματα στο φινάλε.

Η εμπειρία τόσων ετών, έχει οδηγήσει σε έναν άγραφο κανόνα, ειδικά για τον Ολυμπιακό. Χρονιά που ξεκινάει με προβλήματα (1996–97, 2011–12) συνήθως τελειώνει όμορφα, ενώ όταν η ομάδα «ξεκινάει τρένο» (1998–99, 2013–14) «κλείνει» με απογοητευτικό τρόπο… Έτσι και η σεζόν (2014–15) αρχίζει με ήττα – σοκ από τον, γεμάτο απουσίες, ΠΑΟ στο άδειο ΟΑΚΑ. Η αποχώρηση του Μπαρτζώκα είναι γεγονός, αλλά η ομάδα σταδιακά βρίσκει την αυτοπεποίθηση και την ταυτότητά της. Χωρίς τραυματισμούς, μετά από πολλά χρόνια, με ένα σκληροτράχηλο και καλοκουρδισμένο σύνολο, ο Ολυμπιακός, αποκλείει με μειονέκτημα έδρας το φαβορί Barcelona, σε μια συγκλονιστική σειρά και θα προκριθεί ξανά στο F4.

Εκεί τον περιμένει η παλιά γνώριμη CSKA, σε ένα παιχνίδι όπου ο Σπανούλης για ένα ημίχρονο δεν θυμίζει τον γνωστό Kill Bill. Ποιος άλλος, όμως, μπορεί να βρει τα ψυχικά αποθέματα, για να «κλείσει» με τέτοιον τρόπο το παιχνίδι; Οι τελευταίες του επιθετικές ενέργειες σε αυτόν τον ημιτελικό, όσον αφορά το βαθμό δυσκολίας και την κρισιμότητα τους, θυμίζουν μάλλον τον Οδυσσέα, όταν έπρεπε να τα βάλει με τόσους μνηστήρες… Και φυσικά για άλλη μια φορά κέρδισε! Το νέο κάζο της CSKA προσπαθεί να εξηγηθεί πλέον μεταφυσικά, αλλά τι να κάνει και η μεταφυσική μπροστά στον Kill Bill; Απλά υποκλίνεται!

Ο Ολυμπιακός δεν καταφέρνει, απέναντι στη Real, άλλο ένα θαύμα, ωστόσο η κατάκτηση του Ελληνικού πρωταθλήματος με «σκούπα» απέναντι στον ΠΑΟ, φέρνει έναν ακόμη τίτλο και την απαραίτητη ηρεμία. Ο Σπανούλης πλέον, είναι ο απόλυτος star της ομάδας, εκείνος που την έβγαλε από την αφάνεια, ο δικός της Jordan, που με τον Πρίντεζη σε ρόλο Pippen, έχοντας ξεπεράσει τις δυσκολίες των πρώτων ετών, έφθασε στην κορυφή… Ή σχεδόν σε αυτή.

Μάιος 2016: Η τελευταία πίστα

Όσα έγιναν το Μάιο, πριν 5 χρόνια, από τον Βασίλη Σπανούλη, μέσα στο ΟΑΚΑ, στα δικά μου μάτια, είναι ανάλογα, αν όχι μεγαλύτερα, από το έπος της Πόλης. Σε ένα εχθρικό κλίμα, κόντρα στην παλιά του ομάδα, με την οποία πλέον δεν τον συνδέει σχεδόν τίποτα, παρά μόνο η αγάπη για τους αδελφούς Γιαννακόπουλους και οι παλιοί συνοδοιπόροι του, Διαμαντίδης και Φώτσης, ο Σπανούλης, όχι μία, αλλά δύο φορές, against all odds, με τους δύο τελικούς να «κρέμονται σε μια κλωστή», θα πάρει δύο εξωφρενικές ενέργειες, απέναντι σε Καλάθη και Διαμαντίδη αντίστοιχα και θα σκοράρει, δίνοντας ισάριθμες νίκες, ένα πρωτάθλημα και μια απέραντη περηφάνεια σε όλους εμάς. Live by the sword, die by the sword, αυτό είναι ο Kill Bill, μόνο που εκείνος ζει κάθε φορά, όπως οι καλοί στις ταινίες!

Και πάλι τα κατορθώματα του υποβαθμίζονται από την αντίπαλη πλευρά, που ανακαλύπτει βήματα με το μεγεθυντικό φακό, όταν φάσεις πιο ξεκάθαρες στο παρελθόν έχουν αγνοηθεί. Όμως τι σημασία έχουν όλα αυτά; Ο Σπανούλης πια έχει φθάσει στην Ιθάκη του, έχει νικήσει όλα όσα βρήκε στο διάβα του, έχει πετύχει πράγματα, που μόνο κάποιος με το δικό του χαρακτήρα θα μπορούσε… Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος από εκείνον μετά;

Και όμως εκείνος συνέχισε και τα επόμενα χρόνια, με το ίδιο πάθος, να κάνει τα ίδια και να αφήνει όλη την μπασκετική Ευρώπη άφωνη. Σπάει τα ρεκόρ το ένα μετά το άλλο, οδηγεί την ομάδα σε F4, γιγαντώνει το μύθο του. Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι τα τελευταία χρόνια ήταν «βάρος» για την ομάδα, ότι τη «φρέναρε», αλλά αλήθεια ποιος άλλος στη θέση του, δεν θα προτιμούσε να «κρεμάσει τα παπούτσια» του και να βρει την ησυχία του; Χωρίς τη βοήθεια που είχε παλιά, με συμπαίκτες χαμηλότερης ποιότητας, ο Σπανούλης κατέθετε πάντα στο παρκέ ό,τι είχε, έδειχνε το δρόμο και ηγούταν της ομάδας, όπως μόνο εκείνος ήξερε.

Εξάλλου όπως έχει πει ο γερουσιαστής Mitt Romney, ηγεσία είναι όταν κάποιος αναλαμβάνει τις ευθύνες και όχι όταν βρίσκει δικαιολογίες. Και ο Σπανούλης όλα του τα χρόνια, σε όλες τις ομάδες, αυτό έκανε, αναλάμβανε τις ευθύνες, όσο δύσκολες και αν ήταν, όσο επίπονες, χωρίς να επικαλεστεί ποτέ δικαιολογία.

Είμαι από τους τυχερούς που έζησα μεγάλους star του παγκόσμιου μπάσκετ, αλλά την «αύρα» του Σπανούλη, την ικανότητά του στο σκοράρισμα και στην πάσα ταυτόχρονα, το διάβασμα του παιχνιδιού και την ανυπέρβλητη, σχεδόν μυθική, παρουσία του σε κλεισίματα αγώνων, την είχαν ελάχιστοι.

Οδυσσέας και Μεσσίας μαζί για τον Ολυμπιακό, θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας, για όσα έκανε όσο ήταν στην ομάδα, αλλά κυρίως για το πως τα έκανε! Γιατί με εκείνον, νιώσαμε και αγγίξαμε την αιωνιότητα…

“I broke my heart, fought every gain
To taste the sweet, I face the pain
I rise and fall, yet through it all
This much remains

Give me one moment in time, when I’m racing with destiny
Then in that one moment of time,
I will feel,
I will feel eternity…”

5 1 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments
Next Post

Guards Play Type Performance (EL 2021)

Play type information from InStat Το γράφημα απεικονίζει την απόδοση των περιφερειακών […]

Subscribe US Now

0
Would love your thoughts, please comment.x
()
x
%d