Αναζητώντας το Είναι μας… συνεχίζουμε με τα σκληρά, τα ζόρικα, τα αχώνευτα, τα επικίνδυνα. Αυτά που ακόμα και στον εαυτό μας, χρειάζεται να μαζέψουμε κουράγιο να τα πούμε. Το κάνει με γενναιότητα, παρρησία και ενάργεια ο Red Emerald. Στέκομαι 100% δίπλα του, ώμο με ώμο, στο παράτολμο αυτό βήμα, συμφωνώ σε πολλά, αλλά διαφωνώ σε άλλα. Αυτό πυροδοτεί το μεγαλύτερο «Ατάραχο σχόλιο». Θα πυροδοτηθούν και πολλές αντιδράσεις. Εδώ είμαστε να τα πούμε όλα, περιμένουμε το χειρότερο για να φτάσουμε στο καλύτερο. Διαβάστε με ανοικτή ψυχή και κοιτώντας τον οπαδικό μας εαυτό βαθιά στα μάτια.
∼o∼
του Red Emerald
Μπασκετόγαυρος λοιπόν, αυτό το απροσδιόριστο, ίσως και περίεργο ον ή μήπως απλά ένας εσωτερικός ψυχαναγκασμός αυτοπροσδιορισμού; Την πρώτη φορά που το άκουσα σκέφτηκα “τι εύστοχος και εύηχος τίτλος!”… αλλά μετά πραγματικά προβληματίστηκα για το τι τελικά σημαίνει. Γι’ αυτό και απαίτησα από τον Νονό (ή τουλάχιστον αυτόν που με εισήγαγε αρχικά στην ιδέα) να προσδιορίσει επακριβώς το πλαίσιο. Μέχρι να το κάνει όμως αυτό, προσπάθησα να δώσω και εγώ την δική μου εκδοχή. Στο μυαλό μου λοιπόν, διαβάζοντας την λέξη – ορισμό συμβαίνουν τα ακόλουθα. Εννοιολογικά και σημειολογικά το μπάσκετ πρέπει να έρχεται πρώτα ως πρόθεμα στον οπαδικό χαρακτηρισμό και αυτό ναι, είναι μάλλον ψυχαναγκασμός. Καθώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να είσαι μέρος του ορισμού πρέπει να αγαπάς πρωτίστως το παιχνίδι σε οποιαδήποτε μορφή του και επίπεδο. Πρέπει να σε τσιγκλάει κάτι μέσα σου όταν βλέπεις μια σωστά εκτελεσμένη συνεργασία, ενέργεια ή ακόμα και ένα ανόητο λάθος ή απόφαση. Γιατί αυτό σημαίνει ότι το ολοκληρωμένο του θεάματος σε ικανοποιεί και το αναζητάς ή το κρίνεις αρνητικά όταν δεν σου προκύπτει.
Εν αρχή λοιπόν, είναι το ενδιαφέρον για παιχνίδι και αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος που παρακολουθείς μια ομάδα, τα υπόλοιπα έρχονται νομοτελειακά στην πορεία. Όμως όταν στην εξίσωση μπαίνει το δεύτερο συνθετικό ο “Γαύρος”, τότε προχωράς με γοργά βήματα στην χώρα των αντιθέσεων και σύντομα κολυμπάς σε αχαρτογράφητα νερά. Βλέπεις φίλε Ατάραξ, ο Ολυμπιακός είναι ένα τεράστιο μέγεθος αθλητικά, κοινωνικά, οικονομικά και ίσως και με “παρεμβάσεις” και σε άλλους τομείς της κοινωνικής μας δραστηριότητας. Όμως, αυτό που δημιουργήθηκε ως κοινωνικό-αθλητικό φαινόμενο από το 1925 μέχρι και σήμερα δεν είναι το ίδιο με τις βασικές ιδέες των ιδρυτών του. Γιατί η ζωή είναι δυναμική τα πάντα αλλάζουν και εξελίσσονται και ο Ολυμπιακός των προπολεμικών ετών, με αυτόν των μεταπολεμικών, του εμφυλίου, της Χούντας, της μεταπολίτευσης, της περιόδου ΠΑΣΟΚ, των προ Ολυμπιακών της Αθήνας και εν τέλει των μνημονίων – δεν είχε τις ίδιες ανάγκες, επιδιώξεις ούτε και την ίδια φιλοσοφία.
Ο εν τη γενέσει του λοιπόν Μπασκετόγαυρος, πιστεύει ότι “οφείλει” και “είναι” ένας γεννημένος νικητής… γιατί; Γιατί έτσι του είπαν ότι έπρεπε να είναι! Αν μάλιστα ήταν και άτυχος, να μεγαλώνει στα πέτρινα χρόνια του ποδοσφαιρικού τμήματος… ε, η οργή και η διάθεση εκδίκησης απέναντι σε όποιον θεωρούσε ότι τον κατεδίωκε του έγινε εμμονή και στόχος. (Ίσως και κάπως στοχευμένα, ώστε να γίνει και στο μέλλον αντικείμενο πολιτικής και εμπορικής εκμετάλλευσης από διάφορους επιτήδειους). Κάπου εκεί εμφανίζεται χρονικά και η αναγέννηση του μπασκετικού τμήματος, που ουδέποτε ήταν σημαντικό μέγεθος εντός του Ελλαδικού χώρου. Ο απελπισμένος ερυθρόλευκος οπαδός αρπάζεται από την αναπάντεχη και ευτυχή συγκυρία, καβαλάει το κύμα του θαύματος του ‘87 και νομίζει ότι γίνεται μύστης της σπυριάρας. Στην πραγματικότητα όμως αυτό είναι μια δική του εσωτερική διαδικασία αυτοσυντήρησης. Μια γλυκιά επούλωση ποδοσφαιρικών τραυμάτων.
Έτσι η “αγορασμένη” επιτυχία του Ελληνικού μπάσκετ των 90ς – όταν οι ομάδες μας έπαιζαν με τριπλάσιο budget από τους περισσότερους Ευρωπαίους αντιπάλους τους, με 6-7 ελληνοποιημένους ξένους, τους καλύτερους Έλληνες και ξένους προπονητές και το δανεικό χρήμα της Πασοκάρας να ρέει στην αγορά (παίρνοντας προκαταβολικά δανεικά, χρόνια και ευκαιρίες από τις επόμενες γενιές…), έφτιαξε μια γενιά μπασκετικών οπαδών που αγάπησαν την αίγλη των Final-4 και τις μεγάλες νίκες επί του Παναθηναϊκού. Επιτυχίες όμως που γρήγορα διεγράφησαν από την μνήμη τους, όταν το χρήμα και οι φιλοδοξίες του Σώκρατες βρήκαν διέξοδο στην μήτρα του Ολυμπιακού Συνδέσμου που πάντοτε θα είναι το ποδόσφαιρο. Ο μέσος ερυθρόλευκος οπαδός δεν αγάπησε ποτέ το μπάσκετ, όπως ο αντίστοιχος του Άρη ή του Παναθηναϊκού (για διαφορετικούς λόγους), αλλά μέσα από αυτό απέκτησε υπόσταση για τα δύσκολα χρόνια και το πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα όταν ξεκίνησε και πάλι την συλλογή ποδοσφαιρικών τίτλων.
Αυτή του την αχαριστία και αμετροέπεια θα την έβρισκε μπροστά του ο ερυθρόλευκος οπαδός, όταν ο μεγάλος του αντίπαλος θα έβρισκε την ευκαιρία στο μέλλον να αλώσει τα κέντρα μπασκετικής εξουσίας και να φτιάξει μια αυτοκρατορία που θα τιμωρούσε τον Ολυμπιακό σε κάθε ευκαιρία με προκλητικές σφαγές και αδικίες. Οι δε “άτυχοι” Ευρωπαϊκοί τελικοί του Τελ Αβιβ (1994) και της Σαραγόσα (1995) και το triple crown του 1997, δημιούργησαν μια ψευδαίσθηση ότι ήρθαν ως συνέπεια μιας τεχνογνωσίας. Όμως, όπως απεδείχθη στα αμέσως επόμενα χρόνια, ήταν κυρίως λόγω διαφοράς ποιότητας έναντι των αντιπάλων. Ως φυσικό επακόλουθο, η εξαγορά της επιτυχίας δια μέσω του χρήματος εγκαθιδρύεται ως σημείο αναφοράς και γίνεται το εργαλείο που καθορίζει οπαδικές συνειδήσεις (και όχι μόνο) σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα. Η κατανόηση της εξέλιξης του αθλήματος, το χτίσιμο βάση πλάνου, η δημιουργία στέρεων θεμελίων, η υπομονή και η σταδιακή βελτίωση ατόμου και ομάδας, είναι έννοιες που δεν πουλάνε στα αθλητικά πρωτοσέλιδα. Όχι τουλάχιστον, όσο οι λαϊκίστικες κορώνες περί του μάγου παιχταρά που θα τους βάλει όλους στα δίχτυα και του μεγάλου προπονηταρά που ξέρει τα μαγικά τρικς που θα οδηγήσουν σε τίτλους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η απότομη μετάβαση από τα ψηλά στα χαμηλά του μπασκετικού τμήματος – ήταν η απαιτούμενη συνθήκη – για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να ξεκινήσει ένα μικρό γκρουπ ανθρώπων να σκέφτεται διαφορετικά.
Για εμένα η χρονική στιγμή που γεννιέται ο Μπασκετόγαυρος ως έννοια είναι στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την εγκατάλειψη του τμήματος από τον Σ. Κόκκαλη. Τότε που ο ερυθρόλευκος οπαδός καταλαβαίνει ότι οι επιτυχίες του παρελθόντος ήταν εφήμερες και ότι έχασε μια τεράστια ευκαιρία να γίνει το αφεντικό ή έστω ένα powerhouse στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ. Οι δε συνεχόμενες ευρωπαϊκές επιτυχίες του Παο ήταν μαχαιριές στο ΥΠΕΡ ΕΓΩ του γαύρου και οι περισσότεροι φίλοι της ομάδας την εγκαταλείπουν. Όμως όσοι έμειναν, επέλεξαν να στηρίξουν την προσπάθεια δημιουργίας κάτι νέου και να μελετήσουν το παιχνίδι πλέον ως outsider, μια έννοια αδιανόητη για γαύρους, ανύπαρκτη σχεδόν στο Ολυμπιακό λεξιλόγιο. Όμως, ένας οπαδός που θέλει να κατανοήσει το παιχνίδι σε βάθος είναι πολύ ισχυρό χαρτί και πιο χρήσιμος στην δημιουργία της κατάλληλης φιλοσοφίας ενός αθλητικού οργανισμού.
Οι Αφοί Αγγελόπουλοι, με τις δικές τους ιδέες για το πως πρέπει να λειτουργήσει ο Ολυμπιακός, έρχονται ως μάνα εξ ουρανού και αρχίζουν να σκορπάνε εκατοντάδες εκατομμύρια σκουπίζοντας την αγορά από εγχώριο ταλέντο και φέρνοντας σπουδαίους ξένους παίκτες. Όμως η διαφορά τους είναι ότι ταυτόχρονα στηρίζουν τους προπονητές και δημιουργούν μια σειρά στελεχών που θα υποστηρίξουν την ομάδα για περίπου μια δεκαετία. Η τεχνογνωσία που αποκτάται ή δημιουργείται παραμένει στον σύλλογο (ως συσσωρευμένη αξία) και όταν το πλήρωμα του χρόνου φέρει τον μεγάλο δάσκαλο Duda και πάλι στο τιμόνι, μαζί με έναν εκ των σπουδαιότερων παικτών που έχει δει ποτέ το ευρωπαϊκό μπάσκετ, τον Βασίλη Σπανούλη… η θεά Τύχη ανταποδίδει με το Έπος της Πόλης. Μια ομάδα Low Cost σε σύγκριση με τις προηγούμενες, όμως με ξεκάθαρους ρόλους, δίψα για επιτυχίες, νεανικό ενθουσιασμό, τεχνικές καινοτομίες και αθλητικότητα! Κερδίζει με buzzer beater έναν τελικό που αν τον ξαναπαίζαμε 100 φορές θα τον χάναμε 101. Όμως όσο παράλογο και αν ακούγεται οι αρχές του θαύματος είχαν μπει στον οργανισμό από τα προηγούμενα χρόνια – ίσως και πριν την επάνοδο Ivkovic.
Οι κερκίδες ξαναγεμίζουν και πάλι με αγαπητικούς της νίκης και το B2B στο Λονδίνο τους αβγατίζει φτιάχνοντας μια νέα γενιά. Μόνο που αυτή η γενιά μαθημένη στους ποδοσφαιρικούς τίτλους έρχεται με διαφορετικές εικόνες και κριτήρια, πάντοτε με ορμητήριο το ποδόσφαιρο που βιώνει χρυσά χρόνια (σχεδόν 2 δεκαετίες) και έχει υλοποιήσει την Μεγάλη Ολυμπιακή Ιδέα, απωθημένο των πέτρινων χρόνων: “Τίτλοι και νίκες παντού No matter what!”
Ποιός νοιάζεται όμως… το μόνο που χαλάει την μανέστρα των νικο-εμμονικών είναι οι ήττες από τον αιώνιο αντίπαλο στο μπάσκετ, έτσι λοιπόν δεν διστάζουν να στήσουν το περιβόητο πάρκινγκ για να διώξουν τον Γ. Μπαρτζώκα, μετά από μια ήττα στο κύπελλο από τον Παναθηναϊκό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σχεδόν σε όλα τα ντέρμπι που έγιναν επεισόδια στο ΣΕΦ με τον Παο το ήξεραν όλοι μερικές ημέρες νωρίτερα ότι θα γίνουν. Δεν αποτελεί λοιπόν καμία έκπληξη ότι όλοι αυτοί οι κυρίως νεόκοποι οπαδοί εγκατέλειψαν γρήγορα και πάλι τις κερκίδες του ΣΕΦ τα τελευταία χρόνια. Αφού ο “θίασος” δεν προσφέρει χαρές πήγαν αλλού να τονώσουν το ΕΓΩ τους και θα επιστρέψουν όταν νιώσουν και πάλι κυρίαρχοι. Μια ξεκάθαρη σχέση συνδιαλλαγής που αντιτίθεται τόσο στην έννοια του οπαδού όσο και της αγάπης προς το άθλημα.
Καταλήγω, φίλε Ατάραξ γιατί έχω πλατειάσει αρκετά – όμως δεν μπορούσα να αυτό περιοριστώ. Διαφωνώ στην γενίκευση ότι επειδή «όλοι Ολυμπιακοί είμαστε», άρα έχουμε κοινή συνείδηση και στόχους. Ναι είμαστε όλοι Ολυμπιακοί και υποστηρίζουμε τον Σύνδεσμο όμως ταυτόχρονα κάποιοι αγαπάμε ένα άθλημα περισσότερο και δεν είμαστε το ίδιο εμμονικοί με την έννοια νίκη. Αυτό δεν μας κάνει σημαντικότερους, καλύτερους ή οτιδήποτε άλλο προσδίδει ελιτισμό, αξία ή ανωτερότητα. Μας κάνει όμως διαφορετικούς! Και μας οδηγεί στο να αγαπάμε, να σκάμε και να πανηγυρίζουμε σε υπερθετικό βαθμό οτιδήποτε μας συμβαίνει. Οι αποτυχίες και ή δύσκολη σύγκριση με τον αιώνιο αντίπαλο μας βοήθησε να αξιολογήσουμε την όποια νίκη / επιτυχία γιατί την βιώνουμε ως πραγματική κατάκτηση και όχι ως απόρροια του μεγέθους του Club.
Και δεν μας απασχολεί αν αυτό δεν θέλει κανείς Ολυμπιακός ή αντίπαλος να το πιστέψει. Το γεγονός ότι αυτή μας η στάση έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το πράσινο μπασκετικό κατεστημένο και τους “γκρίζους λύκους” που τελούν υπό την ηγεμονία του “Φάρου” είναι κάτι που θα το κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση οι Μπασκετόγαυροι (σύμφωνα με τον δικό μου ορισμό πάντοτε) είναι μια υπαρκτή και πολύ μικρή μειοψηφία Ολυμπιακών οπαδών που αγαπούν το παιχνίδι, την ομάδα και δεν μισούν κανένα… με αυτή ακριβώς την σειρά. Και θα βρίσκονται πάντοτε εκεί, για να στηρίζουν την αγαπημένη τους ομάδα… #MexriTelous και εδώ κολλάει το #NoMatterWhat.
∼o∼
Ατάραχο σχόλιο: Φίλε Έμεραλντ αρχικά να σημειώσω ότι το σμαράγδι έχει πράσινο χρώμα και αυτό πρέπει ίσως να σε ανησυχήσει, χεχεχε! Αστειεύομαι, γνωρίζω από πού ορμώμενος υιοθέτησες το παρανόμι αυτό και ναι, θεωρώ ότι μπορείς να κάνεις κόκκινο, δικό μας ακόμα και αυτόν τον καταπράσινο πολύτιμο λίθο!
Μιλώντας για πολύτιμα για μας πράγματα, το μπασκετ και τον Ολυμπιακό, συμφωνώ με τα περισσότερα που γράφεις. Εντυπωσιάζομαι για την ενάργεια της αυτοκριτικής σου (μας) που κάνεις ως Γαύρος, διότι είμαι σε πολύ κοντινό μήκος κύματος. Με τον κίνδυνο «να φάμε ξύλο», κάτι που δεν μας κάνει να «ιδρώνουμε» όμως αν θεωρούμε ότι έχουμε δίκιο, συμφωνώ ότι η σύγχρονη νοοτροπία για νίκη με κάθε τρόπο και με οποιοδήποτε κόστος, η «νικο-εμμονή» που λες ή «τιτλο-λαγνεία» που θα έλεγα εγώ, είναι πρόβλημα για τον Γαύρο. Διαφωνώ όμως ότι ήταν από πάντα αυτή η Μεγάλη Ολυμπιακή Ιδέα, αποδεικνύεται αυτό από την Ιστορία, όπου πχ υπήρξαν πέτρινα χρόνια μετά τα έξι συνεχόμενα ποδοσφαιρικά Πρωταθλήματα της ομάδας που έδωσε στον Σύνδεσμο το προσωνύμιο Θρύλος. To 2/12 τότε, δεν είναι και πάρα πολύ διαφορετικό από το 1/13, όπως τα 7 συνεχόμενα χωρίς πρωτάθλημα από τα 9. Η αντίδραση όμως δεν ήταν ίδια, αντί Κόκκαλη και «παράγκα» (το γράφω για να συνεννοηθούμε, είναι μεγάλη κουβέντα το τι, το πως, το από ποιόν και για ποιόν και το από πότε της παράγκας), είχαμε Μπούκοβι και Γουλανδρή.
Το «νίκη με κάθε τρόπο και με οποιοδήποτε κόστος» είναι επιβλαβής μετάλλαξη του «θα γραφούν στην ιστορία τα παιδιά του Πειραιά, που ενίκησαν την Σάντος τίμια και καθαρά». Και η μετάλλαξη αυτή οφείλεται στην αλλαγή του γενικότερου πλαισίου στην δεκαετία του ’90, και στην κοινωνία και στο ποδόσφαιρο, από όπου παίρνουν ρυθμό και όλα τα άλλα αθλήματα στην Ελλάδα. Και πριν υπήρχαν παραγοντισμοί και υπόγεια μέσα επιβολής, αλλά από το ’90 και μετά, για τους λόγους που λέω, φρονώ ότι υπήρξε μια επιβλαβής μετάλλαξη. Στον Ολυμπιακό μας αυτό εκφράστηκε μέσω του Σωκράτη Κόκκαλη, του οποίου η προεδρία επέφερε αυτή την μετάλλαξη που συζητάμε, η οποία υπάρχει σε όλους τους οπαδούς, είπαμε μέσα στο γενικότερο πλαίσιο. Απλά εμείς μέσω του Σώκρατες ήμασταν πιο επιτυχημένοι να το μεταφράσουμε σε επιβολή σε τίτλους.
Το ότι υπάρχει σε όλους τους οπαδούς αποδεικνύεται από την κατάσταση στο μπάσκετ, και από το τι τρόπους υποστηρίζουν και τι καταπίνουν για να φτάνουν σε πρωτάθλημα οι αντίπαλοί μας στο ποδόσφαιρο, όποτε σπάνια το καταφέρνουν. Επειδή πλατειάζω όμως και όλα αυτά ας τα γράψω καλύτερα σε κείμενο, διαφωνώ επίσης ότι η «υπαρκτή και μικρή μειοψηφία Ολυμπιακών οπαδών που αγαπούν το παιχνίδι, την ομάδα και δεν μισούν κανένα… με αυτή ακριβώς την σειρά. Και θα βρίσκονται πάντοτε εκεί, για να στηρίζουν την αγαπημένη τους ομάδα» είναι αποκλειστικά ή «οντολογικά» Μπασκετόγαυροι. Θεωρώ ότι είναι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του οπαδικού μας κόσμου, δεν ισχύει για παράδειγμα ο διαχωρισμός «ποδοσφαιρικοί» και «μπασκετικοί» με αυτόν τον τρόπο δηλαδή. Οπότε σκέφτομαι ότι ίσως δεν συμπεριλαμβάνεται στον ορισμό του Μπασκετογαυρου, αν και υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αυτοί οι Ολυμπιακοί να προσελκύονται στον μπασκετικό Ολυμπιακό, όχι λόγω του αθλήματος, αλλά λόγω του παραγοντικού ήθους των Αδερφών Αγγελόπουλων.