Μέρος Α’
Όταν μιλάμε για Eυρωπαϊκό μπάσκετ, είναι σχεδόν αδύνατο να μην καταλήξει αργά ή γρήγορα η συζήτηση στην μεγάλη των Πλάβι Σχολή. Άλλωστε, οι τίτλοι σε επίπεδο εθνικών ομάδων, οι Γιουγκοσλάβοι προπονητές που κυριάρχησαν στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις, οι σπουδαίες ομάδες και η παραγωγή μεγάλων παικτών σε βάθος ετών μιλάνε από μόνα τους. Όμως η δημιουργία αυτής της Σχολής δεν ήταν κάτι που έγινε μέσα σε ένα βράδυ. Πρόκειται για μια μακρά εξελικτική διαδικασία που κράτησε 45 χρόνια και πλέον συνεχίζει την πορεία της στον χρόνο αλλά υπό διαφορετική μορφή. Είναι όντως παράδοξο, αλλά εν τέλει η αξία, όπως και η προσφορά, των πρώην Γιουγκοσλάβων στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ αναγνωρίστηκε σε τέτοιο βαθμό – λόγω της διάλυσης την Γιουγκοσλαβίας. Ένα ιστορικό γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα πολλές χώρες να γίνουν αποδέκτες της τεχνογνωσίας που οι Πλάβι δημιούργησαν επί σειρά δεκαετιών. Κλασσικότερο παράδειγμα από την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει άλλωστε.
(S.Pesic, B.Malkovic, D.Ivkovic, Z.Obradovic, V.Jurovic)
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αρκετά ερωτηματικά γύρω από το “πλάβι μοντέλο”. Ερωτήματα όπως, αν ήταν τελικά αποτέλεσμα συστηματικής μεθοδολογίας ή απόρροια του φυσικού ταλέντου κάποιων εκ των οραματιστών και των καινοτόμων ιδεών που έβαλαν στο άθλημα – δεν έχουν (στο δικό μου τουλάχιστον μυαλό) απαντηθεί. Για να φτάσουμε όμως ως εκεί θα πρέπει να βουτήξουμε στα βαθιά (και ορισμένες φορές βρώμικα) νερά της Ιστορίας εκεί που αθλητισμός και πολιτική εμπλέκονται με τέτοιο τρόπο όπου οι ζυμώσεις μπορούν να παράγουν και εξαίρετο αθλητικό “οίνο” αλλά και επιβλαβείς κοινωνικές αναθυμιάσεις. Το ξεκίνημα για το Γιουγκοσλαβικό μπάσκετ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Καθώς σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο που κληρονόμησε πολλές από τις υποδομές και την τεχνογνωσία του από το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μπάσκετ είχε ελάχιστη προηγούμενη κληρονομιά. Έτσι το άθλημα αναπτύχθηκε ουσιαστικά από το μηδέν εντός της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας από ορισμένους θιασώτες του όπως οι Nebojša Popović, Borislav Stanković, Radomir “Raša” Šaper, Aleksandar “Aca” Nikolić γνωστοί και ως οι 4 Άγιοι αλλά και χάρη τον σπουδαίο Ranko Žeravica (βοηθό του Nikolić) ο οποίος προσέφερε σπουδαίο έργο παρότι λειτούργησε σχετικά ανεξάρτητος από την Αγία Τετράδα. Προτού όμως μιλήσουμε για τους πρωτεργάτες πρέπει να μιλήσουμε για το περιβάλλον και την εποχή που όλα αυτά διαδραματίστηκαν.
(B.Stankovic, R.Saper, N.Popovic)
Το Γιουγκοσλαβικό μπάσκετ ξεκίνησε να αναπτύσσεται οργανωμένα στα μέσα της δεκαετίας του 1940, όταν και ιδρύθηκαν οι Crvena Ζvezda και Partizan. Όμως το μπάσκετ ως άθλημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην χώρα αρκετά νωρίτερα. Στην επικράτεια της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, το μπάσκετ αρχίζει να παίζεται πρώτα μεταξύ των νέων της Sokol, και μετά στις κοινωνίες Sokol.
(Σημείωση: Το κίνημα Sokol είναι ένας αθλητικός οργανισμός / κίνημα με στόχο την προώθηση της γυμναστικής σε όλες τις ηλικίες που ιδρύθηκε για πρώτη φορά στην Πράγα, αναπτύχθηκε στην περιοχή της Αυστρίας-Ουγγαρίας και στην Τσεχία το 1862 από τους Miroslav Tyrš και Jindřich Fügner. Βασίστηκε στο δόγμα «ισχυρό μυαλό σε ένα υγιές σώμα». Το σύστημα Sokol, μέσω διαλέξεων, συζητήσεων και ομαδικών εκδρομών παρείχε αυτό που ο Tyrš θεωρούσε φυσική, ηθική και πνευματική εκπαίδευση για το έθνος. Αυτή η εκπαίδευση επεκτάθηκε σε άνδρες όλων των ηλικιών και τάξεων, και τελικά σε γυναίκες. Και με τον καιρό υιοθετήθηκε από σχεδόν όλο το Σλαβικό σύστημα).
(Επίδειξη ασκήσεων Sokol)
Η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση την καλαθοσφαίρισης στην Γιουγκοσλαβία, έχει γίνει στο δημοτικό σχολείο Studenci, κοντά στο Μάριμπορ, το 1919. Παρουσιάστηκε από τον Ćiril Hočevar, ο δάσκαλος αυτού του σχολείου, αναφέρεται ότι γνώρισε το μπάσκετ ακόμη και πριν από το 1914, δουλεύοντας σε σχολεία στο Μάριμπορ, όπου έπαιζε αυτό το νέο παιχνίδι η νεολαία του σχολείου.
Στο Βελιγράδι το παιχνίδι πρωτοπαρουσιάζεται στις αρχές Οκτωβρίου του 1923 μετά την επίσκεψη του κ. William A. Wailland, ως εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού. Ο Wailland πήγε στο Βελιγράδι για να διοργανώσει παιδικά παιχνίδια και παιδικές χαρές. Αλλά και για να προσφέρει σειρά μαθημάτων για παιδικά παιχνίδια, σε άνδρες και γυναίκες. Η εκπαίδευση αφορούσε καθηγητές δημοτικών σχολείων, καθηγητές γυμναστικής, ηγέτες Sokol και προσκόπων από τις 27 Σεπτεμβρίου έως τις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ανάμεσα σε άλλα παιχνίδια, οι συμμετέχοντες στο μάθημα είχαν την ευκαιρία να δουν για 1η φορά το νέο αμερικανικό παιχνίδι – το μπάσκετ. Μετά το Βελιγράδι, με τον ίδιο στόχο ο Wailland πήγε σε Σεράγεβο, Νόβι Σαντ, Μπίτολα, Σκόπια, Νις, Ζάγκρεμπ, Σπλιτ και Λιουμπλιάνα, όπου έκανε αντίστοιχες παρουσιάσεις. Ο σπόρος είχε μπει σε όλη την επικράτεια.
Το Γεωπολιτικό πλαίσιο
Όμως πριν μιλήσουμε για την ανάπτυξη του μπάσκετ ας κάνουμε μια προσπάθεια να προσδιορίσουμε το περιβάλλον και τις συνθήκες της εποχής. Η πρώτη ενωμένη Γιουγκοσλαβία, 1929 – 1941, ήταν απόρροια της διάλυσης της Αυστρο-ουγγαρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων, κουβαλούσε ανεπίλυτες εθνικιστικές διαμάχες στο εσωτερικό της. Ειδικότερα, από τα μέσα του 1920 δημιουργήθηκαν δύο σημαντικά εθνικιστικά κινήματα με σκοπό την προώθηση των δικών τους προτεραιοτήτων εις βάρος των άλλων εθνοτήτων που κατοικούσαν στον Γιουγκοσλαβικό γεωγραφικό χώρο. Πρώτο και κυριότερο το ακροδεξιό κίνημα των Ουστάσι, δημιούργημα του δικτάτορα Άντε Πάβελιτς στην Κροατία, που ανέπτυξε στενές σχέσεις τόσο με την φασιστική Ιταλία όσο και με την ναζιστική Γερμανία. Μετά την κατάληψη των Βαλκανίων από τους Ναζί, ο Κροάτης στρατάρχης Σλάβκο Κβάτερνικ άδραξε την ευκαιρία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Κροατίας από την πρώτη Ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Και αυτό υπήρξε η αρχή μιας σειράς ακραίων γεγονότων που θα οδηγούσαν μετά από πολλά επεισόδια στον οριστικό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1991, άλλα ας επιστρέψουμε στην περίοδο του 2ου ΠΠ.
Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι Ουστάσι ως συνεργάτες των Ναζί διορίστηκαν τρόπω τινά “τοποτηρητές” και με την συμπαράσταση των Βοσνίων (κυρίως μουσουλμανικών πληθυσμών) προέβησαν σε χιλιάδες δολοφονίες Σέρβων, Ρομά και Εβραίων. Η αντίδραση στην γενοκτονία ήρθε από το αντίστοιχο εθνικιστικό κίνημα των Σέρβων γνωστών και ως Τσέτνικς όπου υπό την ηγεσία του Ντράζα Μιχαήλοβιτς, ανταπέδωσαν τις ακρότητες των Ουστάσι με σφαγές Κροατικών και Βοσνιακών πληθυσμών. Εν τέλει καμιά από τις δύο εθνικιστικές οργανώσεις Κροατών και Σέρβων δεν κυριάρχησε αφού οι Παρτιζάνοι Κομμουνιστές του Τίτο Μπροζ απέκτησαν τον έλεγχο όλης της περιοχής και δημιούργησαν την νέα ενωμένη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία υπό το δόγμα “αδελφοσύνη και ενότητα”. Ο Τίτο γνωρίζοντας ότι η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας είναι μια διαδοχική εθνολογική διαμάχη (σχεδόν από τον 15ο αιώνα) έθεσε ως πρωταρχική στόχευση του την δημιουργία μιας κοινής Γιουγκοσλαβικής ταυτότητας και κοινού πολιτειακού κράτους ανεξάρτητα από εθνικότητα και θρησκεία. Έτσι το 1946 η Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας ήταν γεγονός. Μια ομοσπονδία απαρτιζόμενη από 6 ομόσπονδες “δημοκρατίες” τις Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την μέχρι τότε Vardarska Banovina που επί Τίτο μετονομάστηκε σε “Μακεδονία” και το Μαυροβούνιο.
Μετά το σχηματισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1945, υπήρξε κεντρική πολιτική κατεύθυνση για αθλητική ανάπτυξη στο νεοσύστατο έθνος. Αφού όπως κάθε κομμουνιστικό καθεστώς που σέβεται τον εαυτό του έπρεπε να προβάλει τα κάλλη και την ρώμη του Σοσιαλισμού στον Δυτικό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ταυτόχρονα η Γιουγκοσλαβία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν (με εξαίρεση μεγάλες πόλεις όπως το Βελιγράδι, η Λιουμπλιάνα, το Ζάγκρεμπ και το Σεράγεβο) ως επί το πλείστον απαρτιζόμενη από περιοχές φτωχές κατεστραμμένες από τον 2ο Π.Π. που δεν είχαν λόγω των μεταπολεμικών συνθηκών ευκαιρίες στον αθλητισμό. Παρόλα αυτά, το 1945 και το 1946 η Γιουγκοσλαβία γνώρισε μια έκρηξη δημιουργίας νέων συλλόγων και πρωταθλημάτων για κάθε άθλημα, ενώ το πρωτάθλημα μπάσκετ ήταν μέρος αυτού του φαινομένου. Και αυτό δεν έγινε τυχαία αλλά οργανωμένα και συστηματικά.
Η πρώτη διοργάνωση στο πλαίσιο του νεοσύστατου γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος μπάσκετ το 1945, (έγινε παράλληλα με το πρώτο πρωτάθλημα του ποδοσφαίρου), ήταν λίγο πολύ μια προσπάθεια αντιπροσωπευτικής εκπροσώπησης σε εθνικό επίπεδο. Αντί όμως μεμονωμένων συλλόγων να ανταγωνίζονται με τον συνηθισμένο τρόπο, υπήρχαν μόνο οκτώ ομάδες. Έξι εκπροσωπούσαν κάθε κράτος εντός της Γιουγκοσλαβίας, μια ομάδα εκπροσωπούσε την επαρχία Βοΐβοντίνα και η τελευταία εκπροσωπούσε τον Λαϊκό Στρατό της Γιουγκοσλαβίας.
(H μήτρα του Σερβικού μπάσκετ το θρυλικό Kalemegdan)
Ταυτόχρονα οι πολιτικές εξελίξεις από το 1949 και έπειτα (ο Τίτο απέσυρε την Γιουγκοσλαβία από την Κομινφορμ, απομονώθηκε από την ΕΣΣΔ και ακολούθησε το δικό του Σοσιαλιστικό εγχειρίδιο επιτυχίας <sic>) δημιούργησαν μια μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ Γιουγκοσλάβων και Σοβιετικών στον τομέα του αθλητισμού. Ο Τίτο λοιπόν ο οποίος είχε μεταλλαχθεί, από αντάρτης – στρατάρχης – απελευθερωτής στον απόλυτο ηγέτη / δικτάτορα της Γιουγκοσλαβίας, ζητούσε διεθνείς επιτυχίες και νίκες και υποστήριζε με πάθος οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση – ειδικά στα αθλήματα που διέπρεπαν οι Σοβιετικοί. Αυτό δημιούργησε ένα περιβάλλον φιλικό προς την αθλητική ανάπτυξη και η προσπάθεια αυτή διήρκεσε τουλάχιστον 2 δεκαετίες μέχρι το αθλητικό του πρόγραμμα να αποδώσει τα αναμενόμενα.
Τελικά τη δεκαετία του 1970 ήρθε η καινοτόμος κουλτούρα του μπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας για να αναγνωριστεί ως το κορυφαίο έθνος στο μπάσκετ (εξαιρουμένων των ΗΠΑ). Ξεφεύγοντας από την κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης, το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα δημιούργησε αστέρια που θα κέρδιζαν πολλά παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα μπάσκετ. Μετά από μια δεκαετία κυριαρχίας, στα 80’s ήρθε νομοτελειακά και η πτώση και η Γιουγκοσλαβία γνώρισε μια απογοητευτική παραγωγή ταλέντων στο εγχώριο πρωτάθλημα μπάσκετ. Όμως οι επιτυχίες των προηγούμενων ετών, η τεχνογνωσία και η κουλτούρα των Γιουγκοσλάβων γύρω από το μπάσκετ ήταν πλέον τέτοια που ήταν θέμα χρόνου για να δημιουργήσουν και πάλι σπουδαίες φουρνιές αθλητών – όπως και έγινε.
(Πίνακας από wikipedia)
Έτσι για άλλη μια φορά ο κόσμος είδε έναν κοιμώμενο γίγαντα να ξυπνά στις αρχές της δεκαετίας του ’90 καθώς η Γιουγκοσλαβία κέρδισε δύο συνεχόμενα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα μπάσκετ και ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ. Συνολικά σε 39 διεθνείς διοργανώσεις που συμμετείχαν (Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια και Ευρωπαικά Πρωταθλήματα) οι Πλάβι πήραν 26 μετάλλια – ένα κατόρθωμα εξωπραγματικό. Αυτή η εξελικτική πορεία, σταμάτησε απρόσμενα από την εθνοτική διαμάχη που ξέσπασε το 1991, τον νέο εμφύλιο και την παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων που διέσπασαν την χώρα σε έξι διάδοχες δημοκρατίες, καθεμία από τις οποίες ίδρυσε την δική της ομοσπονδία μπάσκετ και από τότε ακολουθούν ξεχωριστές πορείες.
Το Πλάβι Μοντέλο
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε το Γιουγκοσλαβικό μπασκετικό οικοδόμημα από το 1945-1991. Τι ήταν αυτό που το έκανε τόσο ποιοτικό και κυριαρχικό;
Όμως τι ακριβώς σήμαινε αυτό – άλλωστε αυτό δεν προσπαθούν όλοι;
Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όλα δούλευαν για την Εθνική ομάδα που ήταν ο εκπρόσωπος του Γιουγκοσλαβικού μπάσκετ στο εξωτερικό. Αυτό σήμαινε ότι παράγοντες, ομάδες, προπονητές και παίκτες ήταν μέρος ενός ενιαίου προγράμματος. Και παρότι αυτό απέδωσε σε βάθος χρόνου παίκτες και αποτελέσματα για την εθνική Γιουγκοσλαβίας της τότε εποχής, ορισμένοι από αυτούς τους συντελεστές ήταν δέσμιοι του “προγράμματος”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παίκτες που έπεσαν θύματα της κεντρικής απόφασης για αύξηση του εγχώριου ανταγωνισμού του εθνικού πρωταθλήματος. Ο στόχος αυτός επετεύχθει χάρη στη διάταξη της Ομοσπονδίας Μπάσκετ ότι οι παίκτες δεν μπορούσαν να εργαστούν για αλλοδαπούς εργοδότες έως ότου ήταν 27 ετών και φυσικά ακόμα και τότε δεν μπορούσαν να μετακινηθούν μεταξύ των ομάδων παρά μόνο με απόφαση της ομοσπονδίας. Ως εκ τούτου πολλοί παίκτες έχασαν την ευκαιρία να κάνουν σπουδαίες καριέρες σε ομάδες του εξωτερικού αλλά και να ανταμειφθούν για το ταλέντο τους.
Τέλος ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το οργανωμένο, συστηματικό scouting και την διαδικασία πρώιμης ανάπτυξης για εφήβους παίκτες. Ως αποτέλεσμα αυτού του τύπου ανάπτυξης, η εθνική ομάδα έφερνε μαζί ολόκληρες γενιές παιδιών από όλη τη χώρα, τα οποία συχνά άρχιζαν να παίζουν μαζί για την εθνική ομάδα από 16 χρονών. Πολλοί εξ αυτών θα έμεναν μαζί καθ ‘όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, διατηρώντας έτσι το esprit de corps των εφηβικών τους ημερών. Παρότι αυτό αθλητικά ακούγεται θεμιτό, υπήρξαν καταγγελίες για υποχρεωτική μετακίνηση εφήβων σε άλλες πόλεις για να υποστηριχθεί το “πρόγραμμα” σε ομάδες που είχαν ανάγκες. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της προσπάθειας χρονικά το πρόγραμμα ξεκίνησε πιλοτικά το 1942 από το αθλητικό συμβούλιο του Εθνικού Φύλακα και επικεφαλής του τεθεί ο Rafael Ban που είχε την φήμη διάσημου αθλητικού Sport expert. Και ολοκληρώθηκε με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας 49 χρόνια αργότερα. Για περίπου μισό αιώνα λοιπόν, ένα πρόγραμμα καθόριζε τις ζωές χιλιάδων που το υπηρετούσαν. (Για κάποιους όλο αυτό μπορεί να ακούγεται ίσως φυσική συνέπεια καθεστωτικής πολιτικής, εμένα όμως μου σφίγγει την καρδιά μόνο στο άκουσμα του).
Οι ανοικτοί ορίζοντες
Ανεξάρτητα με το πως αντιλαμβάνεται κανείς ένα σύστημα κεντρικού σχεδιασμού και πόσο φίλα προσκείμενος μπορεί να νιώθει σε αυτό, οι Γιουγκοσλάβοι ανέπτυξαν μια μέθοδο μεταλαμπάδευσης γνώσης από γενιά σε γενιά νέων προπονητών οι οποίοι εξέλισσαν τις ιδέες των δασκάλων τους. Και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι κεντρικοί σχεδιαστές απεδείχθησαν πολύ ανοικτόμυαλοι. Καθώς, δεν έμειναν προσκολλημένοι μόνο στην δική τους παράδοση αλλά την μπόλιαζαν συνεχώς με ξένες ιδέες και προσπάθησαν να τις προσαρμόσουν στο δικό τους τρόπο παιχνιδιού σε μια μακρά εξελικτική διαδικασία. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάθε χρόνο έστελναν 2 προπονητές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες για να μελετήσουν το Κολεγιακό και επαγγελματικό μπάσκετ. Πράγματα ανήκουστα για ένα κομμουνιστικό καθεστώς της εποχής του ψυχρού πολέμου. Το σύστημα των Πλάβι όμως απέδιδε καρπούς και εστίαζε στα στοιχεία που του έδιναν πλεονέκτημα.
Χαρακτηριστικά η Γιουγκοσλαβική εθνική ομάδα μπάσκετ δεν έπαιξε ποτέ μπάσκετ “run and gun” και σπάνια έπαιξε full court press (και τα δύο κυριαρχούν στις ΗΠΑ), αλλά έπαιξε αποτελεσματικά διάφορους τύπους άμυνας ζώνης που απαιτούν πολλή ομαδική εργασία και αντίληψη του παιχνιδιού. Οι Γιούγκοι κατανόησαν ίσως γρηγορότερα από πολλούς ότι αφού δεν είχαν την αθλητικότητα άλλων λαών έπρεπε να επενδύσουν στα fundamentals (πάσα, ντρίπλα, σουτ) και στην δημιουργία μέσα από στοχευμένες συνεργασίες.
Ο Vladimir Koprivica (Σέρβος ακαδημαικός που μελέτησε την μεθοδολογία της προπόνησης των Σπόρ) περιέγραψε το Γιουγκοσλαβικό μπάσκετ ως:
Ήταν τελικά το αθλητικό τους αποτέλεσμα ένα συγκυριακό γεγονός ή το αποτέλεσμα μεθοδολογικής προσέγγισης και προετοιμασίας; Ότι και να πιστεύει κανείς, το δεδομένο είναι ότι το Γιουγκοσλαβικό μοντέλο μπάσκετ είναι ότι πιο παραγωγικό και αποτελεσματικό έχουμε δει τουλάχιστον στα ευρωπαϊκά γήπεδα σε επίπεδο αποτελεσμάτων Εθνικών ομάδων όπως και παραγωγής παικτών και προπονητών.
Οι αρχιτέκτονες
Για να φτάσουν όμως σε αυτό το σημείο υπήρξε μια ομάδα ανθρώπων που εργάστηκαν με όραμα και πάθος για δεκαετίες. Στην αρχή αυτού του κειμένου μιλήσαμε για την αγία τετράδα των Popović, Stanković, Šaper και Nikolić.
Και οι τέσσερις υπήρξαν παίκτες που έμαθαν τα μυστικά του μπάσκετ μαζί, στα ανοικτά γήπεδα στο πλέον περιβόητο πάρκο του Kalemegdan, μέσα στο Φρούριο του Βελιγραδίου. Ενώ έπαιζαν μπάσκετ, ήταν επίσης καλοί μαθητές. Αυτός ήταν ο κανόνας για τους περισσότερους παίκτες μπάσκετ εκείνη την εποχή, επειδή ήταν άθλημα για διανοούμενους για την κοινωνία της εποχής. Ο B.Stanković ολοκλήρωσε κτηνιατρικές σπουδές. Ο R.Šaper ήταν μηχανικός και μετά από αυτό ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Ο N.Popović είχε πτυχίο νομικής και διπλωματίας και ήταν διευθυντής της σερβικής τηλεόρασης για πολλά χρόνια. Και ο A.Nikolić σπούδασε φυσική αγωγή γιατί πάντα έβλεπε το μέλλον του στον αθλητισμό. Ήταν φίλοι, ιδιαίτερες προσωπικότητες αλλά είχαν κοινό όραμα για το αγαπημένο τους σπορ παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες τους. Σε αυτό βοηθούσε το γεγονός ότι εκτός από παίκτες είχαν προπονήσει με επιτυχία σημαντικές ομάδες εκείνης της εποχής. Αυτό τους βοηθούσε να κατανοήσουν την εξέλιξη του αγωνιστικά αλλά και να προβλέψουν που θα οδηγηθεί στα επόμενα χρόνια.
(Η αγία τετράδα μαζί με παρέα φίλων τους στις κερκίδες του Kalemegdan)
Ο Popović εκ των ιδρυτών της Crvena Zvezda (Ερυθρού Αστέρα) ήταν ένας υπερ-πρωταθλητής πολλαπλών γιουγκοσλαβικών πρωταθλητών (κατέκτησε 10 ανδρών και 7 γυναικών την περίοδο 1946-1955). Ο Stanković έκανε το ίδιο αργότερα με την ΟΚΚ Βελιγραδίου ( 3 πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας: 1958, 1960, 1964, 1 Ιταλίας με την Cantu: 1968). Ενώ ο Aca Nikolić (γνωστός ως ο Καθηγητής) κατέκτησε όχι μόνο τον τίτλο του πρωταθλητή στην χώρα του με την ΟΚΚ αλλά και άλλους 3 στην Ιταλία με την Varese και επιπροσθέτως 3 φορές την Euroleague (στην τότε μορφή της) και 2 διηπειρωτικά. Μόνο ο Šaper δεν ήταν προπονητής κάποια στιγμή. Ήταν περισσότερο τύπος γραφείου, οργανωτικός και είχε το όραμα. Διετέλεσε πρόεδρος της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας για οκτώ χρόνια και αργότερα, γενικός γραμματέας του πρωταθλήματος για οκτώ ακόμη.
Και οι τέσσερις κατανοούσαν, ότι το μπάσκετ τους έπρεπε να μάθει από εκεί πού γεννήθηκε, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με μια απόφαση που ήταν μπροστά από την εποχή της, η ομοσπονδία έστειλε τον Nikolic στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1963. Έμεινε εκεί για έξι μήνες και αφού είδε κολεγιακό μπάσκετ και το ΝΒΑ, επέστρεψε με διαφορετική νοοτροπία. Σύμφωνα με δήλωση του ανακάλυψε ένα άλλο μπάσκετ. O Nikolić πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να μάθει από την πηγή, αλλά όχι κάπου στην τύχη γιατί πέρασε πολύ καιρό μελετώντας τον John Wooden, τον πατέρα της φιλοσοφίας του αμερικάνικου μπάσκετ.
(Aca Nikolic o “Καθηγητής”)
Ήταν δε τόσο μεγάλη η επιρροή των ιδεών από την απέναντι πλευρά του ατλαντικού που η αγία τετράς μερικά χρόνια αργότερα, έπεισε την ομοσπονδία να διακόπτει ακόμη και το εθνικό πρωτάθλημα για μερικές εβδομάδες τον Νοέμβριο. Και να διοργανώνει μια υποχρεωτική περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες για σειρά φιλικών που έδινε η εθνική ομάδα. (διαδικασία που ακολουθήθηκε για 20 χρόνια) Έτσι οι Πλάβι έπαιζαν με τα καλύτερα πανεπιστήμια εκείνης της εποχής και σε μερικά παιχνίδια έχασαν και με βαριά σκορ, αλλά ο κύριος στόχος αυτών των ταξιδιών ήταν να μάθουν.
Επιστρέφοντας στην χώρα του ο A.Nikolic δεν κράτησε αυτή την γνώση για τον εαυτό του, αντιθέτως προσπάθησε να την περάσει και στους υπόλοιπους προπονητές είτε ήταν στην ομάδα του είτε στις αντίπαλες. Και η νοοτροπία του αυτή ήταν η τεράστια καινοτομία που δημιούργησε την έννοια της Γιουγκοσλαβικής Σχολής – μιας λογικής αέναης και σταθερής εξέλιξης. Ο Aca Nikolić δεν θεωρείται άδικα ο “Καθηγητής” από τους συμπατριώτες του ειδικά όταν δίπλα του μαθήτευσαν οι Zeravica, Malković, Tanjević και Obradović. Όμως θα μιλήσουμε περισσότερο για τον Πατριάρχη (όπως τον απεκάλεσε ο B.Malković στην κηδεία του) στο επόμενο μέρος που θα ασχοληθούμε με τις μεγάλες προπονητικές μορφές των Πλάβι.
Πηγές
http://coachingbetterbball.blogspot.com/2010/04/yugoslavian-school-of-basketball.html?m=1
Πτυχές Γιουγκοσλαβικής Ιστορίας: Μπασκετικές Αρχές και Πολιτική
Click to access clanak%202.pdf