Πολλοί από όσους παρακολουθούν μπάσκετ από την δεκαετία του ’80 και μετά, θα έχουν δικαιολογημένα σχηματίσει την εντύπωση ότι η Παρτιζάν είναι με διαφορά η καλύτερη Σερβική ομάδα στα καλαθοσφαιρικά τεκταινόμενα της χώρας. Και αυτό παρά την κυριαρχία του Ερυθρού Αστέρα τις τελευταίες σαιζόν και την παρουσία του στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας το 2015-16 ως τελευταία ομάδα από την συγκεκριμένη χώρα. H πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική σε επίπεδο τίτλων, ο Ερυθρός Αστέρας έχει μόλις ένα λιγότερο πρωτάθλημα από την Παρτιζάν στις λίγκες της Σερβίας και Γιουγκοσλαβίας από το 1945, κατέκτησε τα περισσότερα πρωταθλήματα στην λίγκα της πρώην Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, δώδεκα σε αριθμό. Στην Αδριατική λίγκα απέχει 2 πρωταθλήματα από την πρώτη Παρτιζάν με 4 έναντι 6 του αιωνίου αντιπάλου της, και στο Σερβικό Κύπελλο η διαφορά είναι ελάχιστη, με 7 η Παρτιζάν και με 6 ο Ερυθρός Αστέρας.
Το ματς αυτό της οπαδικής αδερφικής φιλίας μεταξύ Ολυμπιακού και Ερυθρού Αστέρα, έρχεται 9 ημέρες μετά την δραματική εξασφάλιση της πρόκρισης στο Europa League από τον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό στο τελευταίο ματς του ομίλου μέσα στο Καραϊσκάκη εναντίον του ίδιου αντιπάλου με 1-0. Κάτι που ελπίζει να επαναλάβει και ο μπασκετικός Ολυμπιακός, με την διαφορά ότι πρέπει να το κάνει εκτός έδρας, και χωρίς το ματς στο Βελιγράδι να είναι do or die για την συνέχεια της ευρωπαϊκής πορείας του Ολυμπιακού.
Δυστυχώς όμως μια πιθανή ήττα θα ήταν καταστροφική για τις όποιες φιλοδοξίες του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα, μετά το κακό ξεκίνημα που πραγματοποίησε η ομάδα του Πειραιά και τις 2 τζάμπα ήττες σε Μόναχο και ΟΑΚΑ, όπου δεν εξαργυρώθηκαν με ροζ φύλλα αγώνα οι καλές εμφανίσεις της ομάδας.
Οπότε ουσιαστικά και η μπασκετική αναμέτρηση μεταξύ των 2 ομάδων έχει και αυτή ως έναν βαθμό τον χαρακτήρα do or die για τους 2 μονομάχους, και ειδικότερα τον Ολυμπιακό.
Το επόμενο εμπόδιο στον δρόμο του Ολυμπιακού για τα προημιτελικά, εξασφάλισε την συμμετοχή του στην Ευρωλίγκα του 2020 υπό τις οδηγίες του Μίλαν Τόμιτς, χάρη στο πλεονέκτημα έδρας που είχε στην Αδριατική λίγκα, το όποιο του έδωσε την πολυτέλεια απλά να εκμεταλλευτεί την έδρα της στα πλέι-οφ χωρίς να χρειαστεί να πάρει ούτε μια εκτός έδρας νίκη.
Τελείωσε δε με εντυπωσιακές νίκες τις σειρές των ημιτελικών και Τελικών με απόλυτα κυριαρχικές επικρατήσεις εναντίον των Παρτιζάν και Μπούντουτσνοστ αντίστοιχα, ξεπερνώντας τις απώλειες των Ragland και Περπέρογλου που προέκυψαν κατά την διάρκεια εκείνων των σειρών αγώνων. Ίσως κάποιοι υποβάλλουν ένσταση για τις εκτός παρκέ δραστηριότητες που προηγήθηκαν του πέμπτου και τελευταίου τελικού της Αδριατικής ως απάντηση σε αυτά που προηγήθηκαν στο Μαυροβούνιο. Όπως γνωρίζουμε όμως με δυσάρεστο τρόπο από τον ελληνικό αθλητισμό γενικότερα, είναι ίσως απαραίτητος ο λεγόμενος βαλκανικός τρόπος διοίκησης και δράσης, ώστε να προστατευθεί η δικιά σου ομάδα, ακόμα και αν εμπεριέχει καφρίλα.
Πριν από την έναρξη της φετινής χρονιάς, το πλάνο του Ερυθρού ήταν θεωρητικά να εξοπλιστεί ενόψει του ενισχυμένου ανταγωνισμού που θα προέκυπτε από τις μεταγραφικές κινήσεις της Παρτιζάν. Πιο συγκεκριμένα, πρώτον να διατηρήσει αρκετούς βασικούς παίκτες από τον περσινό κορμό των επιτυχιών όπως και συνέβη με Covic, Perperoglou, Lazic, Faye, Baron, Dobric, Simanic και Ojo. Δεύτερον, να προσθέσει καλαθοσφαιριστές με μπόλικη εμπειρία σε Ευρωλίγκα και στο υψηλό επίπεδο του Ευρωπαϊκού μπάσκετ στα πρόσωπα των Kuzmic, D. Brown, Gist και Jenkins και να βασιστεί στον Lorenzo Brown ως κεντρικό άξονα. Τρίτον, να προσπαθήσει μέσω της άμυνας να καταστήσει τον εαυτό του ανταγωνιστικό στα παιχνίδια της Ευρωλίγκας. Τέλος, να δώσει παράλληλα την ευκαιρία στον Μίλαν Τόμιτς να δοκιμαστεί σε αυτό το επίπεδο ώστε να διευκολύνει όλους μας να βγάλουμε περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα για την προπονητική του αξία.
Είχαμε όμως μια μικρή παρέκκλιση και κάποια από τα παραπάνω δεν ευοδώθηκαν στην πράξη όπως είχαν εικάσει οι άνθρωποι των πρωταθλητών Αδριατικής.
Καθώς έχουν ήδη περάσει ήδη 3 προπονητές από τον πάγκο με Milan Tomic, Andrija Gavrilović και Dragan Sakota, μετά τις πρώτες 11 αγωνιστικές της ABA League είναι εκτός πρώτης τετράδας (6η), ο απολογισμός των πρώτων 14 παιχνιδιών στην Ευρωλίγκα είναι μόλις 5 νίκες και 9 ήττες. Βασικοί παίκτες έλειψαν ή βρέθηκαν ακόμα και κοντά στον θάνατο, άλλοι ξένοι παίκτες δεν αποδίδουν ακριβώς όπως στο παρελθόν τους, και στη θέση τέσσερα υπάρχει συσσώρευση με Derrick Brown, Simanic, Faye και Gist προκαλώντας κατά συνέπεια φυσιολογικά προβλήματα εύρεσης αγωνιστικού ρόλου σε κάποιους από τους power forward της ομάδας, όσο και αν ο Gist περνάει χρόνο αγωνιζόμενος ως σέντερ.
Είναι αλήθεια ότι ο συντάκτης του κειμένου δεν διαθέτει ούτε κατά προσέγγιση τις λογοτεχνικές ικανότητες του μέλους αυτής της ερυθρόλευκης ιστοσελίδας Figure8. Επιτρέψτε μου όμως να χρησιμοποιήσω για τις ανάγκες του κειμένου τον Ιανό.
Θεό Ρωμαϊκής μυθολογίας με τα 2 πρόσωπα και, με κάπως αυθαίρετη μεταφορά, να του αντιστοιχήσω την μπασκετική εικόνα του Ερυθρού Αστέρα, που παρουσιάζει και αυτός 2 διαφορετικά πρόσωπα στην φετινή περιπέτεια του στα Ευρωπαϊκά σαλόνια. Γιατί όσο και απίστευτο να μοιάζει βάσει της φετινής μέτριας Ευρωπαϊκής πορείας, αν εξαιρέσουμε τις αναλαμπές απέναντι σε ομάδες με καλό υλικό όπως οι Φενέρ, Αρμάνι και Χιμκι, ο Ερυθρός Αστέρας είναι μια από τις ισχυρότερες αμυντικές ομάδες της περιόδου 2019-20 αριστεύοντας τηρουμένων των αναλογίων στο αμυντικό κομμάτι.
Αυτό οφείλεται στην στελέχωση του ρόστερ, με περιφερειακούς ικανούς να αναλωθούν σε ειδικές αμυντικές αποστολές (τους Jenkins, Dobric και Lazic), τον Lorenzo Brown να έχει τα εχέγγυα για 2-way παίκτης και την περιφερειακή γραμμή να συμπληρώνεται με τους mobile ψηλούς των Σέρβων αλλά και τα πιο μεγάλα κορμιά Ojo και Kuzmic. Τελικά αποδεικνύεται και μέσω της στατιστικής, όπως δείχνουν οι ανά 40 λεπτά παρακάτω στατιστικές:
Μετά λοιπόν από 13 αγωνιστικές ο Ερυθρός μπορεί να παινεύεται για θέσεις στην στατιστική κατάταξη όπως της καλύτερης άμυνας, της πέμπτης στα μπλοκ, της δεύτερης στα κλεψίματα ανάμεσα στις 18 ομάδες της Ευρωλίγκας, μαζί με την τρίτη θέση στο Drtg από τα advanced statistics.
Εικόνα που έρχεται σε τρανταχτή αντίθεση με την επιθετική εικόνα των Σέρβων στον ίδιο αριθμό παιχνιδιών, οι όποιοι ενδεικτικά είναι η χειρότερη ομάδα σε επίθεση ανά 40 λεπτά και σε Ortg, η προτελευταία στις ασσίστ, η 16η σε ευστοχία στα τρίποντα, η τελευταία σε ευστοχία διπόντων και η 15η σε προσπάθειες εντός παιδιάς, έχοντας το χαμηλότερο ποσοστό ευστοχίας (FG%). Αν μάλιστα σε αυτά τα αριθμητικά δεδομένα προσθέσουμε ότι επίσης σε ανά 40 λεπτά στατιστική δεν διακρίνεται στα συνολικά ριμπάουντ (11η), τις προσπάθειες βολών (12η) και στην αναλογία ασσιστ-λαθών (16η), τότε δικαιολογείται η πορεία της συγκεκριμένης ομάδας μέχρι στιγμής.
Μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι είναι ευθύνη του αγωνιστικού σχεδιασμού του κατά τα άλλα αγαπητού σε εμάς Tomic.
Συνδυάζεται βέβαια με κάποιες ατυχίες που προέκυψαν στην πορεία, χωρίς να μπορεί να φέρει κανείς ως δικαιολογία για αυτήν εικόνα αγωνιστικής περιδίνησης γύρω από τα ίδια επιθετικά προβλήματα την προχωρημένη ηλικία κάποιων συντελεστών κρίνοντας από την συνολική δυνατή αμυντική απόδοση της ομάδας. Αλλά ούτε από το μπάτζετ σε μια Ευρωλίγκα που η Άλμπα για παράδειγμα είναι επίθεση πρότυπο παίζοντας σε υψηλούς ρυθμούς. Ακόμα περισσότερο όταν ο Ερυθρός Αστέρας, χωρίς να μπει στην οκτάδα του Eurocup το 2018-19, είχε το έβδομο καλύτερο Ortg ανάμεσα στις 24 ομάδες που συμμετείχαν, μπροστά π.χ. από Λοκομοτιβ και Ζενιτ, και με τον ίδιο προπονητή που έκανε αυτόν τον όπως αποδείχθηκε πιο αμυντικογενή από ότι χρειαζόταν φετινό σχεδιασμό.
Σε γενικές γραμμές το αγωνιστικό σχέδιο του Ερυθρού Αστέρα για αυτήν την σαιζόν περιελάμβανε ως βασικά συστατικά, πέρα της αμυντικής προσήλωσης, να χτιστεί γύρω από το κάθετο παιχνίδι του Lorenzo Brown, τα σουτ μετά από σκριν πάνω στην μπάλα και χωρίς μπάλα του Baron, αλλά και την δημιουργία αυτών των 2, που έχοντας περίπου το 50% σε usage, θα έψαχναν την πάσα ιδιαίτερα προς τα έξω στους σουτέρ. Οι Περπέρογλου και Kuzmic θα ήταν τα 2 άτομα που θα συνεισέφεραν με συνέπεια στο post-up παιχνίδι, ο Gist θα τελείωνε φάσεις μετά από ασσιστ και θα μάζευε επιθετικά ριμπάουντ. Ο Derrick Brown θα αξιοποιούσε την 1 εναντίον 1 ικανότητα του με πρόσωπο και θα είχαμε τον Davidovac ως τον glue guy της ομάδας, που παρά τα ταπεινά φετινά στατιστικά σε ασσιστ και σουτ, θα κατέβαζε με ασφάλεια την μπάλα ως φόργουορντ και θα ήταν ο κρυφός άσσος στο μανίκι για σχήματα με αυτόν ως τεσσάρι όταν απαιτείται ευελιξία ή να γυρίσει ο Ερυθρός Αστέρας ένα ματς που βρίσκεται πίσω στο σκορ.
Μερικές μεταβλητές σε αυτό τον θεωρητικό σχεδιασμό λειτούργησαν, όπως στην περίπτωση των Lorenzo Brown και Billy Baron, αλλά η θετική επίδραση των 2 αστέρων της ομάδας υποσκελίστηκε από την αρνητική επίδραση άλλων παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα λύσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν στο σουτ και ειδικότερα στο τρίποντο δεν αποδίδουν για διάφορους λόγους καθώς είτε είναι τραυματίες (Περπέρογλου), είτε αποδίδουν μέτρια (Faye, Lazic) είτε έχουν πέσει στο 0% από εκεί που ήταν γύρω στο 40% (Jenkins).
Ο τραυματισμός του Περπέρογλου, και το σοβαρό τροχαίο του Kuzmic αφαίρεσε σε σημαντικό βαθμό τις 2 αποτελεσματικότερες λύσεις παιχνιδιού με πλάτη, αναγκάζοντας τους Σέρβους να στηριχτούν κυρίως στο παιχνίδι με πρόσωπο.
Και επιπλέον οι Lorenzo Brown και Baron διαθέτουν και αρνητικές πτυχές στο παιχνίδι τους με τον πρώτο αν και αδιαμφισβήτητα βασικός πλέι-μεικερ της να είναι ο μόλις πέμπτος καλύτερος σε αναλόγια ασσιστ-λαθών μέσα στην ίδια την ομάδα του. Και τους 2 μαζί να διαθέτουν αδυναμίες που διευκολύνουν την άμυνα του αντιπάλου, αν καταφέρει ο τελευταίος να αποτρέψει τις διεισδύσεις του Lorenzo Brown, ρισκάροντας το σουτ του, και πετύχει ταυτόχρονα να μην αφήσει να ζεσταθεί ο Baron μέσω σουτ μετά από οποιοδήποτε σκριν.
Σε αυτά δεν πρέπει να παραλείψουμε με τίποτα φυσικά και την κατάσταση στην θέση του power forward, η όποια έχει εξελιχθεί σε ένα πραγματικό σίριαλ μπασκετικής προέλευσης. Χαρακτηριστικό του χάους, το δίδυμο Simanic-Derrick Brown, με τον 21χρονο Simanic να αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά στα περσινά πλει-οφ, αλλά να τίθεται εκτός rotation στην αρχή της σαιζόν, μετά την αποχώρηση Tomic να επανέρχεται ως ενεργό μέλος περιθωριοποιώντας τον Derrick Brown, μέχρι να αντιστραφεί πάλι το σκηνικό με την επιστροφή του Derrick Brown, η όποια άφηνε πάλι λιγότερο χώρο στον Simanic, τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο ματς στην Μόσχα όπου ο πρώην παίκτης της Εφές δεν συμπεριλήφθηκε στην δωδεκάδα. Παλινδρομήσεις που άγγιξαν και τον Gist, ο όποιος φάνηκε να είναι επίσης ένα βήμα εκτός ομάδας όταν βγήκε εκτός αποστολής στο ματς του Βερολίνου εναντίον της Άλμπα κατηγορούμενος για την απόδοση του στο χαμένο ντέρμπι με την Παρτιζάν.
Κάπως έτσι ο μόνος πραγματικά ευχαριστημένος σε αυτήν την ομάδα είναι ο Faye των 4,9 πόντων μέσο όρο, που στα 34 χρόνια του είναι ικανοποιημένος με τον τυποποιημένο ρόλο του stretch τεσσαριού, με γρήγορα πόδια και άλμα που καλύπτουν στο μέτρο του δυνατού τον αδύναμο κορμό, και το σχετικά λίγο παιχνίδι του με κάτω την μπάλα. Αν πάντως πρέπει να ξεχωρίσουμε κάποιον από αυτήν την front-line αυτός είναι ο πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού ο Gist, που επέστρεψε στο Βελιγράδι μετά από 9 χρόνια, αφού έχει πραγματοποιήσει την καλύτερη σαιζόν από τις 3 προσθήκες στην γραμμή των ψηλών, είναι ο τέταρτος σκόρερ της ομάδας με 7,7 ο πρώτος ανάμεσα στις θέσεις 4 και 5, αλλά και ο μοναδικός που μπορεί πραγματικά να καλύψει αμφότερες τις θέσεις των ψηλών.
Συνολικά όμως οι επιθετικές λύσεις στην γραμμή των ψηλών παραμένουν φτωχές λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Gist, ο όποιος έβρισκε συμβόλαια βασιζόμενος στην άμυνα και τελειώνοντας φάσεις από ασσιστ και επιθετικά ριμπάουντ, είναι η καλύτερη επιθετική λύση σε αυτές τις θέσεις. Αποτελεί ό,τι πιο απειλητικό σε σουτ υπάρχει στην θέση 5 με 20% τρίποντο και δεν επιφυλάσσει τόσο μεγάλη έννοια για τον αντίπαλο μέσω short roll ή post-up δημιουργίας, αν και επιχειρεί αναγκαστικά ο ίδιος κάποιες ίδιος ατομικές πρωτοβουλίες έλλειψη άλλων. Χρησιμοποιείται επίσης ως post-up σκαλοπάτι σε ορισμένες περιπτώσεις και σύμφωνα με το real gm είναι έκτος στο AST% (11,5) ανάμεσα στους power forward της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης.
Παρέα στον Gist όταν αυτός κατεβαίνει στην θέση του μπασκετικού φουνταριστού κάνουν οι Kuzmic και ο Ojo. Με τον Σέρβο να έχει να αφηγηθεί αρκετά για την βραχύβια θητεία του στους Golden State Warriors, την εμπειρία του με αφεντικό τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο και την παροιμιώδη ατυχία στην αρχή των περιόδων 2017-18 και 2019-20, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν πρέπει να σου κάνει ποδαρικό παραμονές Πρωτοχρονιάς.
Και τον Ojo να έχει και μια cult διάσταση, η όποια σε έναν εναλλακτικό κόσμο θα του έδινε την δυνατότητα να υποδυθεί τον ρόλο του John Coffey αντί του Michael Clarke Duncan στη ταινία The Green Mile ή θα μας πρόσφερε αξέχαστες στιγμές σε ένα από τα 3 brands του WWE raw, SmackDown και NXT, παλεύοντας μεταξύ των άλλων μαζί με τον Βασίλη Καββαδά σε μια μάχη μέχρι τελικής πτώσεως.
Ο Νιγηριανός όμως σέντερ των 2 μέτρων και 16 εκατοστών γλίτωσε τα σενάρια στα όρια υποτίμησης της νοημοσύνης του wwe universe. Και προσπαθεί να προσαρμοστεί στο επίπεδο της Ευρωλίγκας, κάνοντας σχετικά εύκολα φάουλ, και μένοντας μόνο 11 λεπτά και 58 δευτερόλεπτα στο παρκέ πετυχαίνοντας 4,8 πόντους μέσο όρο. Από την άλλη το κορμί του είναι ιδανικό για σκριν και ποστάρεται δύσκολα, βολεύοντας και για high-low συνεργασίες ως αποδέκτης τους. Παρόλα αυτά το ρολάρισμα του επιδέχεται βελτίωσης, όπως και το να κατανοήσει ότι οι πιο έξυπνες άμυνες της Ευρωλίγκας έχουν σαφώς μεγαλύτερα εφόδια για να μην χαμπαριάσουν από την δύναμη του όπως γινόταν στην Αδριατική Λίγκα. Μην ξεγελαστεί κανείς όμως από τις σινεφίλ και τις wwe αναφορές ή επειδή μοιάζει ατσούμπαλος, στους περσινούς τελικούς της Αδριατικής έβαλε πολύ δύσκολα σε ένα από τα μεγαλύτερα project στην θέση 5 και νυν NBAer Goga Bitadze, ο όποιος δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει με την Ηράκλεια δύναμη του Αφρικανού αντιπάλου του. Ένα σαφές δείγμα ότι πρέπει να τον υπολογίσουμε και ως μπασκετμπολίστα.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε θα ήταν ένα μεγάλο βήμα για το διπλό αν ο Ολυμπιακός ανέβαζε σε υψηλά επίπεδα το σκορ της συγκεκριμένης αναμέτρησης, ώστε να μην μπορεί να ακολουθήσει εύκολα ο Ερυθρός Αστέρας.
Καθώς η ομάδα του Sakota χάνοντας τους Lorenzo Brown και Πέρπερογλου, δεν πρέπει να ανταπεξέλθει μόνο χωρίς τις κορυφαίες λύσεις του σε κάθετο παιχνίδι και παιχνίδι με πλάτη αντίστοιχα, αλλά στερείται επίσης τον πρώτο και τον τρίτο σκόρερ σε μέσο όρο, τον κορυφαίο δημιουργό του με Brown, τον τρίτο καλύτερο (Περπέρογλου) σε ποσοστά στα τρίποντα (40%) με περισσότερες αθροιστικά προσπάθειες από τους 2 πιο εύστοχους (Derrick Brown και Simanic), και τον πρώτο σε κλεψίματα, κερδισμένα φάουλ ανά αγώνα και PIR (Lorenzo Brown).
Απώλειες δυσβάσταχτες για την ήδη προβληματική επίθεση του Ερυθρού, παρά το ότι τα πάει καλά στην ανανέωση επιθέσεων έχοντας πριν τον καταστροφικό αγώνα με ΤΣΣΚΑ 8,7 επιθετικά ριμπάουντ ανά 40 λεπτά (7η θέση μέχρι τότε). Ιδιαίτερα όταν πρέπει να βρεθεί και ο αντικαταστάτης στην οργάνωση για το χρονικό διάστημα που θα λείψει ο Brown. Οι διαθέσιμοι υποψήφιοι για να καλύψουν αυτό το κενό είναι ο Jenkins που τείνει σε αρκετές περιπτώσεις να εκτελεί με σουτ μετά από on the ball screen ή να μπουκάρει αντί να δημιουργεί. Ο γιος του προέδρου Filip Covic, ο όποιος βοήθησε αρκετά στα πλέι-οφ της Αδριατικής πέρσι με p’n’r και ντράιβ, αλλά υπάρχει υπόνοια πως ο χρόνος συμμετοχής του είναι απόρροια της συγγενικής σχέσης με την διοικητική ηγεσία. Και ο Billy Baron που στα πλει-οφ της ΑΒΑ League αντιμετώπισε μια παρόμοια κατάσταση όταν χωρίς Ragland, έπρεπε να αναλάβει αυξημένες αρμοδιότητες πλέι-μεικερ. Ο τελευταίος τα πήγε αρκετά καλά σε αυτήν την έκτατη κατάσταση, μοίρασε 24 ασσίστ σε 8 αγώνες, έδωσε λύσεις σε σουτ και σκοράρισμα, έκανε λίγα λάθη στα εντός έδρας ματς των πλέι-οφ, αναδείχθηκε MVP των τελικών.
Η μοναδική μαύρη κηλίδα στην αγωνιστική απόδοση ήταν τα 8 λάθη σε 2 αγώνες που προκάλεσαν οι χετζ-αουτ άμυνες στην base-line από την Μπουντούσνοστ στους αγώνες του Μαυροβουνίου. Ανεξαρτήτως όμως ποιος θα αναλάβει το χρίσμα από τον Lorenzo Brown στο διάστημα που δεν θα δίνει το παρών στις 4 γραμμές του γηπέδου, ο Ερυθρός Αστέρας θα είναι μπροστά σε ξεκάθαρο δίλημμα, να χρησιμοποιήσει μαζί με τον Baron τον πιο κλασσικό πλέι-μεικερ της ομάδας Covic ώστε να απελευθερωθεί ο Baron για έναν ρόλο περισσότερο σουτέρ διακινδυνεύοντας τις εξαιρετικές αμυντικές επιδόσεις των 13 αγωνιστικών που παραθέσαμε σε αυτό το κείμενο; Ή να διαλέξουν δίπλα στον Baron έναν πιο αμυντικογενή διατηρώντας το δυνατό σημείο της ομάδας την αμυντική επάρκεια αλλά και επιβαρύνοντας επιπλέον τον Baron;
Από την πλευρά του ο Ολυμπιακός οφείλει να μην πάει σε καμία περίπτωση με την νοοτροπία ότι είναι βατό παιχνίδι, θα παίξουμε σε φιλική ατμόσφαιρα, και θα πάρουμε με κάποιον τρόπο το ματς. Γιατί αυτό θα ήταν εγγυημένα το πρώτο βήμα για το κίτρινο φύλλο αγώνα.
Για παράδειγμα πλην των Lorenzo Brown, Baron και Περπέρογλου, όλοι οι υπόλοιποι στις θέσεις 1 έως 3 δεν δημιουργούν μέχρι στιγμής σε μεγάλο βαθμό για τον εαυτό τους και τους άλλους, αλλά πρέπει να κάνουν το step-up και να προσφέρουν περισσότερο του αναμενόμενου. Όπως ο Covic των 9 ασσιστ στην Μόσχα, και τα τεσσάρια της ομάδας απέναντι στην γνωστή ερυθρόλευκη αμυντική τρύπα του power forward, ο Kuzmic των 4,2 πόντων μέσο όρο είχε απολογισμό στα 2 τελευταία ματς 15 πόντους και 14 ριμπάουντ και δείχνει να επανέρχεται σταδιακά στα φυσιολογικά στάνταρ του και οι σουτέρ που αναφέρθηκαν παραπάνω στο κείμενο μαζί με τον Dobric, δεν αποκλείεται να βρεθούν στην ημέρα τους και να ανεβάσουν το ποσοστό του Αστέρα από τα 6,75, αυξάνοντας και τις πιθανότητες για νίκη. Υπόθεση που επιβεβαιώνεται από το μικρότερο τρίποντο ποσοστό ευστοχίας που είχαν οι Σέρβοι στα κερδισμένα ευρωπαϊκά παιχνίδια τους, έχοντας ως μίνιμουμ ποσοστό ευστοχίας σε 4 από αυτά 36,8% σε προσπάθειες 3 πόντων, τον αγώνα της Λιθουανίας να είναι απλά η περίφημη εξαίρεση στον κανόνα. Και συνολικά σε 8 από τα 14 παιχνίδια τους να τελειώνουν με τουλάχιστον 36,8%.