Φαντάσου φίλε αναγνώστη ότι βρίσκεσαι σε ένα δωμάτιο, για την ακρίβεια ένα ατελιέ σε μια φωτεινή σοφίτα. Παρατηρείς το φως να απογυμνώνεται στα μάτια σου, μέσα από τους σκισμένους καμβάδες, τα πεταμένα σωληνάρια στο πάτωμα, τα ταλαιπωρημένα πινέλα, δοχεία με μπογιά πάνω σε μια καρέκλα, ένα ζευγάρι πιτσιλωτά παπούτσια και τα απειράριθμα έργα που στολίζουν τους τοίχους – εν δυνάμει πηγές έμπνευσης. Υπνωτιστικό. Ο ζωγράφος στέκεται όρθιος μπροστά στο καβαλέτο του, που στηρίζει τον καμβά. Απέναντι του ένα μοντέλο, με μισοριγμένη μια εσάρπα στο κατά τα άλλα γυμνό κορμί, ποζάρει. Ο ζωγράφος ξιφομαχεί με το πινέλο του, άλλοτε με νευρικές και κάποιες φορές με ήρεμες κινήσεις, σχηματίζει το έργο του. Η ένταση στη σοφίτα όλο και μεγαλώνει, το μοντέλο δείχνει να κουράζεται και ο καλλιτέχνης μας βάζει τις τελευταίες πινελιές.
Η προσμονή σου φίλε μπασκετόγαυρε να δεις ολοκληρωμένο του δημιούργημα όλο και μεγαλώνει. Έρχεται η στιγμή της αποκάλυψης. Ο ζωγράφος μας στρέφει πλέον τον πίνακα προς το μέρος μας και… ω θεοί του Θρύλου και του Ολύμπου, τι είναι αυτό που αντικρίζουμε; Είναι η ολόγυμνη γυναίκα που στεκόταν απέναντι μας όλη αυτή την ώρα ή είναι κάποια μπετονιέρα; Διακρίνεται συγκεκριμένη μορφή ή είναι χάος; Είναι τέχνη ή δεν είναι αυτό; Και τελικά τι είναι τέχνη; Και ακόμα πιο… τελικά, τι είναι μπάσκετ; Είναι μπάσκετ αυτό που βλέπουμε το 2022 ή δεν είναι; Κι αν δεν είναι, τι φταίει; Φταίει η ποιότητα των χρωμάτων και των μοντέλων; Φταίνε οι συγκυρίες, ή οι παίκτες της ομάδας; Τρέμει το χέρι του προπονητή; Είναι μεγάλος καλλιτέχνης ή όχι; Τελικά μπορώ να προκριθώ ή δεν μπορώ; Και τα διλλήματα σωρό…
Δε μπορώ να περιγράψω καλύτερα το βαθμό αβεβαιότητας μου για την ομάδα αυτό το τελευταίο μήνα. Στέκομαι μπροστά σε αυτό το ιμπρεσιονιστικό τοπίο και παρατηρώ, προσπαθώντας με τα ανεκπαίδευτα μάτια μου να κρίνω την ομάδα. Βλέπω και τους συνοπαδούς δίπλα μου, που δυσκολεύονται και αυτοί. Για την ακρίβεια, ο καθένας μας κάτι προσλαμβάνει από τον φετινό θρύλο, κάπου επικεντρώνεται. Ο καθένας μας βλέπει αυτό που θέλει να δει και κατά βάση όλοι τσακωνόμαστε, γύρω γύρω από τον φετινό Ολυμπιακό, για το αν αυτό που βλέπουμε είναι τέχνη ή όχι. Αν οι πρωταγωνιστές είναι καλλιτέχνες ή δεν είναι, και αν θα πιάσει τελικά στην προσεχή έκθεση καλή τιμή ο πίνακας ή θα μείνει στα απούλητα και θα καταλήξει να κοσμεί τον λουτροκαμπινέ της μπασκετικής μας ιστορίας. Κριτικός τέχνης σίγουρα δεν είμαι, οπότε προσωπικά στο παρόν κείμενο θα αποφύγω προβλέψεις και κυρίως «βεβαιότητες», αλλά θα προσπαθήσω να προσφέρω την δική μου προσλαμβάνουσα από τον φετινό Ολυμπιακό, στη χρονική συγκυρία που βρίσκεται η ομάδα μετά από ένα διπλό στη Μπασκόνια και λίγο πριν τα κρίσιμα παιχνίδια που ακολουθούν, ρίχνοντας τα δικά μου κέρματα στο… ερυθρόλευκο juke box!
Και το πρώτο κέρμα πηγαίνει στη ισπανική μας εκστρατεία που απέφερε μια πικρή ήττα και μια αλλοπρόσαλλη νίκη. Το να χάνεις στη Μαδρίτη από τη Ρεάλ φυσικά δεν είναι ντροπή, αλλά ο τρόπος σίγουρα αφήνει ένα τεράστιο «γαμώτο». Είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια νίκη-δήλωση ισχυρής παρουσίας, που θα έδινε εκτός από ένα πολύτιμο βαθμό και γενναίες δόσεις αυτοπεποίθησης στη ομάδα. Όταν αισθάνεσαι δυνατός και νικητής, παίζεις και ως γεννημένος νικητής. Οι νίκες σε τέτοιες έδρες λειτουργούν όπως το κουδουνάκι στο σκύλο στο περιβόητο πείραμα του Pavlov. Ξυπνάνε το πεινασμένο πνεύμα της ομάδας και λειτουργούν ως παρακαταθήκη για την επόμενη φορά. Αυτή ντε, στα play off. Aυτή που ελπίζουμε να έρθει μετά από 4 χρόνια απουσίας.
Η ομάδα παρουσιάστηκε πολύ έτοιμη στο πρώτο ημίχρονο, αλλά δυστυχώς πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων ό,τι έχτισε με το ξεκίνημα της τρίτης περιόδου. Στη συνέχεια το παιχνίδι πήγε πόντο-πόντο, σχεδόν μέχρι το τελευταίο λεπτό, όποτε η ομάδα έκανε λάθος ό,τι θα μπορούσε να κάνει λάθος. Λάθος επιλογές στην επίθεση, άστοχα σουτ, κακές άμυνες και κυρίως όχι ειδική αντιμετώπιση του φινάλε του παιχνιδιού. Η λέξη «ειδικά» νομίζω ότι αποτελεί και το σημείο κλειδί της ήττας. Όταν αντιμετωπίζεις την Ρεάλ εκτός έδρας, πρέπει κάθε κατάσταση που διαμορφώνεται να αντιμετωπίσεις ειδικά. Για παράδειγμα, να αλλάξεις το καθιερωμένο ροτέισον στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου, αφήνοντας στο παρκέ αυτούς που έφεραν τη διαφορά στο πρώτο, να κάνεις αλλαγές «αμερικάνικου football» στο τέλος του παιχνιδιού για μια άμυνα ή μια επίθεση και να σχεδιάσεις ειδικά συστήματα, ώστε να πετύχεις ένα κρίσιμο καλάθι. Δεν μπορώ να καταλάβω π.χ. γιατί ο Σλούκας δεν ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο, ή γιατί ο Walkup έμεινε στο παρκέ 1:20 πριν την λήξη για την επίθεση, ενώ μάλιστα είχε προηγηθεί time out!
Θα κερδίζαμε αν γινόταν αυτά; Μπορεί και πάλι όχι. Θα είχαμε καλύτερες πιθανότητες; Πιστεύω ναι. Το μπάσκετ δεν έχει βεβαιότητες και μαγικές λύσεις. Είναι μια διαρκής προσπάθεια να δημιουργήσεις καταστάσεις, που σου δίνουν σε κάθε φάση ή σε όλο το παιχνίδι καλύτερες προοπτικές και πιθανότητες. Χάσαμε τελικά και τα απόνερα της ήττας έφτασαν μέχρι την Χώρα των Βάσκων. Βλέπετε, το κάθε αποτέλεσμα σε ακολουθεί στο επόμενο παιχνίδι, όπως οι γλάροι ακολουθούν την ψαρόβαρκα. Κάνουν σβούρες πάνω από το κεφάλι της ομάδας και πολλές φορές, σε περίπτωση ήττας, διαταράσσουν και με το κράξιμο τους την ηρεμία των πρωταγωνιστών.
Ήταν περίεργο το παιχνίδι με την Baskonia. Φανερά υπήρχε νευρικότητα στην ομάδα, που αγωνίστηκε χωρίς αυτοπεποίθηση και με μεγάλο άγχος. Παίκτες κι προπονητής βρέθηκαν σε μάλλον κακή μέρα, με αποτέλεσμα σε εύκολα θέματα να δώσουμε λάθος απαντήσεις. Αυτό που τίθεται ως ερώτημα είναι βέβαια είναι αν υπάρχει καλοδουλεμένο πλάνο, που εκτελείται λάθος, ή υπάρχει κακό σχέδιο. Ιμπρεσιονιστικό. Θολό σχέδιο, μη παραστατικό, που ο κάθε παίκτης αφήνεται στις ικανότητες του να το εκτελέσει όπως αυτός αισθάνεται καλύτερα. Δεν έχω απάντηση. Αφήνω τον καθένα σας να κρίνει. Ακόμα όμως και έτσι, με όχι καλή απόδοση, ήρθε μια πολύτιμη νίκη γιατί το χτεσινό παιχνίδι ήταν πραγματικά οριακό. Ο Σλούκας ήταν καλός δημιουργός και κακός εκτελεστής χτες, ο Fall είχε περισσότερες καλές από κακές στιγμές, ο Walkup έμοιαζε σαν γιαπωνέζος τουρίστας χαμένος στα στενά της Μυκόνου, μέχρι που βρήκε τον χάρτη στην τελευταία περίοδο, o Dorsey σε κακό φεγγάρι αλλά με το επιθετικό ταλέντο παρόν και ο Vezenkov αναζητάει την προσοχή και την αγάπη ώστε να αξιοποιήσει πλήρως τις επιθετικές του ικανότητες. Κορυφαίος ο Παπανικολάου που και καλές άμυνες έπαιξε και τα τριποντάκια του έβαλε, είχε πρόγραμμα!
Το επόμενο κέρμα πηγαίνει εκεί που έχουν πάει σχεδόν όλα στην φετινή σεζόν, δηλαδή στο ερώτημα πόσο αποτελεσματικό είναι το ροτέισον, αν εκμεταλλεύεται το προπονητικό σταφ τις ικανότητες των παικτών με τον καλύτερο τρόπο και αν χρειάζεται μεγαλύτερη παρεμβατικότητα, εναλλαγή και προσαρμοστικότητα. Εν αρχή είναι ο λόγος, αγαπητοί φίλοι. Το πρώτο πράγμα που οφείλει να εξετάσει ο προπονητής είναι αν οι καλύτεροι του παίκτες πατάνε περισσότερη ώρα στο παρκέ και μάλιστα παίζοντας την περισσότερη ώρα μαζί. Στην περίπτωση μας υπάρχει η ιδιαιτερότητα, ο καλύτερος μας παίκτης, ο Σλούκας, να μην βρίσκεται πολύ ώρα ταυτόχρονα με το θεωρητικά καλύτερο δυάρι, τριάρι, τεσσάρι και πεντάρι της ομάδας. Και το ενδιαφέρον δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η επιλογή, αλλά το γεγονός ότι δεν έχει επιχειρηθεί καν. Ούτε και στο παιχνίδι με τη Ρεάλ, για παράδειγμα, που μπαίνοντας στο δεύτερο ημίχρονο όφειλες να βάλεις στο παρκέ τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό, αυξάνοντας τις πιθανότητες να διατηρήσεις και γιατί όχι και να αυξήσεις τη διαφορά.
Αλλά και όλη τη σεζόν δεν επιχειρήθηκε ένα σχήμα που θα ξεκινούσε τα παιχνίδια, για παράδειγμα, με Σλούκα, Dorsey, Παπανικολάου, Vezenkov, Fall και κλασσικά σταδιακά από το 7ο-8ο λεπτό, ανάλογα με τις συνθήκες, θα γίνονταν οι απαραίτητες αλλαγές ώστε αυτό το σχήμα να βρεθεί στα τελευταία 5-6 λεπτά του ημιχρόνου πάλι μαζί στο παρκέ. Ανάλογα και στο δεύτερο ημίχρονο, και πάντα με όποια επιπλέον αλλαγή ή παρέμβαση απαιτούσαν οι ανάγκες του παιχνιδιού και η κατάσταση που θα βρίσκονταν οι παίκτες. Δεν ξέρω αν θα ήταν κάτι τέτοιο πιο λειτουργικό σαν ροτέισον από αυτό που βιώνουμε, αλλά ειλικρινά ποιος το ξέρει αν δεν το δοκιμάσει; Το ξέρει ο Μπαρτζώκας και από που; Ή έχει βαφτιστεί στην μαρμίτα της μπασκετικής σοφίας ή πάσχει από προπονητικό λουμπάγκο ή υπάρχει μια πραγματικότητα που μας διαφεύγει, και χωρίς κανείς μέχρι τώρα να έχει βρεθεί να μας εξηγήσει το “γιατί” δεν έχει δοκιμαστεί καν.
Επίσης, η εικόνα που έχω για αλλαγές και παρέμβαση σε σχήματα, είναι παρόμοια με αυτή του ανεκδότου που είχαμε σκαρφιστεί στο σχολείο στον τόπο μου για να πικάρουμε τα κορίτσια για την εμφάνιση τους. Ο θεός έφτιαξε το σύμπαν, τους γαλαξίες, τους πλανήτες κλπ και άφησε τελευταία τη Γη. Έφτιαξε μετά τις θάλασσες, τα βουνά, τα ζώα και άφησε τελευταίους τους Ανθρώπους. Έφτιαξε πρώτα τους άντρες, Αμερικάνους, Αφρικανούς, Ασιάτες, Ευρωπαίους κλπ. Άφησε τελευταίες τις γυναίκες για να τις περιποιηθεί, να είναι ωραίες. Έφτιαξε Αμερικανίδες, Ασιάτισσες, Ευρωπαίες με μεγάλη φροντίδα. Τις έπλαθε όμορφες. Τελευταίες άφησε τις Ελληνίδες. Περιποιήθηκε τις Αθηναίες, τις Θεσσαλονικιές, τις Πατρινές κλπ. Όλες τις έπλαθε με μεράκι, χάρη και ομορφιά. Τελευταίες άφησε αυτές του τόπου μου, όμως, και επειδή είχε κουραστεί, τις πέταγε άφτιαχτες όπως να’ ναι.
Αυτός ακριβώς αισθάνομαι πολλές φορές ότι είναι ο τρόπος που γίνονται οι αλλαγές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Νιώθω ότι πετάει τους παίκτες κάποιες φορές στο παρκέ όπως όπως. Χωρίς σχέδιο. Δεν λέω φυσικά ότι έχω δίκιο, ούτε ότι ο προπονητής δεν κάνει λογικές σκέψεις. Αλλά το παρκέ τον διαψεύδει, πάρα πολλές φορές. Ίσως χρειάζεται καλύτερη διαχείριση, λέω εγώ με το φτωχό μου το μυαλό. Αλλά ακόμα και αυτό, μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ιμπρεσιονιστικού φετινού μας τοπίου και κάποιος άλλος συνοπαδός ίσως να το βλέπει διαφορετικά.
Τελευταίο κέρμα στο σημερινό juke box θα πάει στο debate που έχει ανοίξει σχετικά με την αναγκαιότητα προσθήκης κάποιου παίκτη. Κατά τη γνώμη μου, γενικά παίκτης χρειάζεται όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά ή όταν πηγαίνουν… πολύ καλά, όσο και αν το τελευταίο δημιουργεί απορίες. Αυτό που εννοώ είναι ότι είτε χρειάζεσαι προσθήκη για να σώσεις οτιδήποτε αν σώζεται, είτε για να προσθέσεις κάτι επιπλέον σε ένα καλοδουλεμένο σύνολο, ώστε να μπορέσεις να τον εντάξεις γρήγορα και εύκολα. Εμείς δεν είμαστε σε κανένα από τα δύο στάδια, ίσως. Για την ακρίβεια, όπως είπα και στη αρχή, κοιτάω και ξανακοιτάω τον πίνακα που σχεδίασε ο καλλιτέχνης και άκρη δεν βγάζω. Σε αυτή την περίπτωση, λειτουργεί το αξίωμα του «κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε».
Και ο δικός μας γάιδαρος, ή ελέφαντας στο δωμάτιο, κατά την ταπεινή που άποψη, βρίσκεται στο κενό στη θέση 5. Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στον Hassan πιστεύω. Μακάρι δηλαδή το παιδί να πάρει τα πάνω του και να βοηθήσει αργότερα, αλλά φοβάμαι μη συμβεί ότι με το Karpathia που έφτασε στον Τιτανικό να βοηθήσει, όταν είχε πιάσει πάτο. Ένα πεντάρι λοιπόν, αθλητικό, με μέγεθος και ικανότητες στο p’n’r παιχνίδι, τόσο επιτιθέμενος, όσο και αμυνόμενος σε αυτό. Θα βολευτούν οι περιφερειακοί μας και θα αποκτήσει πολύτιμη βοήθεια και ο μοναδικός πραγματικά ψηλός που έχουμε, ο Fall. Η ρακέτα ειδικά στο τέλος της σεζόν, στα δύσκολα, πρέπει να είναι το δυνατό σου σημείο και όχι αυτό που προσπαθείς να μακιγιάρεις με αλχημείες, τύπου φέρελπι Hassan, Livio στο 5 και Acy που έχει να παίξει δύο χρόνια μπάσκετ. Θυμηθείτε την Ρεαλ προ τριών ημερών, πως κάλυψε τη διαφορά, με Goss και Herteul στην περιφέρεια μεν αλλά, με τα θηρία στη ρακέτα δε. Εμείς πέραν των 2 μέτρων και 18 εκατοστών του Fall δεν διαθέτουμε τίποτα που να φοβίζει πίσω και τίποτα που προβληματίζει τους αντιπάλους μπροστά. Αμ και θολός να είναι ο πίνακας, νομίζω ότι ο περισσότερος κόσμος της ομάδας θα συμφωνούσε με αυτό.
Περίεργο πράγμα η τέχνη. Θυμάμαι ένας φίλος μου αφηγούταν την ιστορία ενός σπουδαστή, εκκολαπτόμενου καλλιτέχνη, στην Σχολή Καλών Τεχνών. Είχε να παραδώσει μια σύνθεση στα πλαίσια του μαθήματος μοντέρνας σύνθεσης ή κάτι τέτοιο. Του έλειπε όμως η έμπνευση και, σε συνδυασμό με κάτι συναισθηματικά θέματα, έφτανε η προθεσμία και έργο γιοκ. Τελικά παραμονές της ημέρας που θα έπρεπε να παραδώσει το έργο του, χώρισε, και αναγκάστηκε να μετακομίσει από το σπίτι που συζούσε με την καλή του. Φόρτωσε τα πράγματα του σε ένα τρίκυκλο που εκτελούσε μεταφορές και στη ερώτηση του οδηγού «που πάμε φίλε;» ο καλλιτέχνης μας απάντησε «Στη σχολή καλών τεχνών». Έφτασε στο προαύλιο το τρίκυκλο, άδειασε με ανατροπή τα πράγματα, έκανε μερικές ανακατατάξεις ο δικός μας και φώναξε τον καθηγητή του. «Ιδού κύριε καθηγητά, το έργο μου, ο αποχωρισμός». Και μαζεύτηκε όλη η σχολή πάνω από τις οικοσκευές του φίλου και συζητούσαν επί μέρες αν αυτό ήταν τέχνη ή όχι.
Ε, και κάπως έτσι και εμείς συζητάμε επί μήνες αν και πόσο καλοί είμαστε, αν και πόσο μακριά θα φτάσουμε, αν είναι καλοί οι παίκτες και αν ο Μπαρτζώκας είναι μεγάλος μπασκετικός καλλιτέχνης ή όχι. Και ξέρετε κάτι, μπορείτε να σκεφτείτε τελικά κάτι καλύτερο στην καθημερινότητα μας; Περίεργο πράγμα η τέχνη, περίεργο πράγμα και το μπάσκετ αλλά ακόμα πιο μέγα μυστήριο ο Ολυμπιακός. Υπάρχει καλύτερη ενασχόληση από το μπάσκετ και τον Ολυμπιακό; Και τέλος-τέλος υπάρχει πιο ειδικός στα θολά τοπία της ομάδας του από έναν Μπασκετόγαυρο;