(O Weekendman έχει πάρει φόρα και γράφει… όχι απλά κείμενα αλλά μικρές εγκυκλοπαίδειες! Όμως τι να τον κάνουμε, όταν ξεκινήσει είναι πολυγραφότατος και μιλάει για ζητήματα που μας ενδιαφέρουν. Με αυτό του κείμενο που θα το σπάσουμε σε 2 μέρη αναλύει τα οφέλη, τα μειονεκτήματα και τους μύθους σχετικά με τον Ελληνικό κορμό παικτών στο Ελληνικό μπάσκετ και ιδιαιτέρως στον Ολυμπιακό).
-ο-
Εκτιμώ την προσπάθεια που έγινε στα κείμενα που γράφτηκαν για το #MextiTelous. Και συνιστώ σε όσους δεν τα έχουν τυχόν διαβάσει, να το κάνουν. Και όχι μόνο επειδή εντελώς τυχαία είμαι μέλος αυτής της διαδικτυακής παρέας. Αλλά γιατί σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν και αυτοί που καλώς ή κακώς απορρίπτουν την ανάγνωση, είτε αυτή είναι κείμενα για δευτερεύοντα πράγματα σαν την αθλητική επικαιρότητα, είτε αφορά την λογοτεχνία. Για αυτά τα άτομα, είμαι εγώ εδώ.
Και μπορώ να παρομοιάσω την κατάσταση στο Ελληνικό μπάσκετ με ένα επεισόδιο του South Park. Όπου είχε καταλήξει ένας Λαγός στην κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως Πάπας. Και κατά αντιστοιχία το ίδιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε οποιοδήποτε πόστο έχει εξουσία η ΕΟΚ. Π.χ. για παράδειγμα στην ΚΕΔ να τοποθετηθούν 5 δεκαοχτούρες ώστε να εξοικονομηθεί ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Αφού στην ουσία πρόκειται για διακοσμητικά άτομα, που ακολουθούν την θέληση του πράσινου αφεντικού για να το έχουν ευχαριστημένο. Η συγκεκριμένη κατάσταση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό καθρέφτη της συνολικής λειτουργίας της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης και όχι μόνο του παραμάγαζου της ΚΕΔ.
Μια παρενέργεια πάντως που θα μπορούσε να προκύψει από την #mexritelous προσπάθεια του Ολυμπιακού να αλλάξει κάτι στο Ελληνικό μπάσκετ, είναι ότι νιώθει πια λιγότερο δεσμευμένος να περιοριστεί αυστηρά στο να έχει έξι ξένους. Ακόμα και αν τελικά μείνει με κάποια «πολιτική» παρέμβαση στην Basket League, κάτι που καλό είναι να μην γίνει, χωρίς τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό μπασκετικό οικοδόμημα. Και λέμε να μην γίνει γιατί χορτάσαμε από συμμετοχές σε αυτό θέατρο σκιών. Εάν κανένας άλλος δεν βλέπει αυτό που βλέπουμε εμείς, καλύτερα να συνεχίσουν χωρίς εμάς. Η ανοχή μας στον παραλογισμό και την παρανομία τελείωσε και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Επιστρέφοντας στην ουσία, η ενδεχόμενη έλλειψη του περιορισμού των ξένων στον σχηματισμό του ρόστερ σίγουρα θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε στον κύριο μας στόχο, που είναι η Ευρωλίγκα. Και η όποια Ελληνική διοργάνωση εν τέλει συμμετέχουμε θα πρέπει να χρησιμοποιείται για αυτό που πραγματικά προορίζεται η πλειονότητα των παρακμιακών πρωταθλημάτων όπως η Basket League. Δηλαδή ένα development league με στόχο την προπόνηση και εξέλιξη για τους μικρούς (Ποκουσέφσκι και Αρσενόπουλο), ή χρόνο συμμετοχής για όσους δεν παίζουν τόσο πολύ στην Ευρώπη.
Ομολογουμένως η περίοδος 2018-19 δεν ήταν στο σύνολο της ό,τι καλύτερο. Κυρίως για τους υποστηριχτές του σταθερού Ελληνικού κορμού ως μοντέλο λειτουργίας για τον μπασκετικό Ολυμπιακό. Με τα οικονομικά θέματα να γιγαντώνουν τα όποια αγωνιστικά προβλήματα, και να μας διαλύουν τα αποδυτήρια ενώ μέχρι τότε ο Ολυμπιακός ήταν ανταγωνιστικός ακόμα και για τετράδα. Αλλά και να μας υπενθυμίζουν πιο έντονα από ποτέ πως πρέπει να αποδεχτούμε ότι Σπανούλης και Πρίντεζης πλησιάζουν στο τέλος της καριέρας τους.
Υπάρχουν όμως οι ακραίες περιπτώσεις, όπως η αφεντιά μου, που βλέπαμε περίεργα όνειρα σχετικά με τον μπασκετικό Ολυμπιακό. Με την Ελληνική «κλίκα» των παικτών του Ολυμπιακού να πολεμάει μέχρι θανάτου σε μια αρένα για την πρωτοκαθεδρία στην ομάδα με τους Ξένους της, εξαπολύοντας μέχρι και λιοντάρια (ενίοτε και με δημοσιογραφικές πένες) εναντίον τους. Και στο τέλος ο χαρακτήρας τηλεοπτικής μυθοπλασίας Νταινέρις Ταργκάρυεν να περνάει από εκεί παρέα με το κατοικίδιο της. Και να καίει όλους τους μονομάχους, ίσως και συμβολικά για την αγωνιστική κατάληξη της χρονιάς 2018-19. Μετά ξύπναγα αλαφιασμένος ίσως γιατί είχα την ευκαιρία να τα πω με την Νταινερις από κοντά και την έχασα..
Ανεξάρτητα όμως από την πλακίτσα – εάν το Ελληνικό μπάσκετ ήταν ένας υποψήφιος εργαζόμενος σε μια εταιρία, το βιογραφικό του θα ήταν ένα ισχυρότατο όπλο και θα ήταν περιζήτητο παντού. Ξεκινώντας από τις πολλές επιτυχίες των μικρών Εθνικών ομάδων που δείχνουν ότι βγαίνουν συνεχώς ταλέντα. Συνεχίζοντας με τις διακρίσεις της μεγάλης Εθνικής με παρουσίες σε τελικούς και ημιτελικούς και μερικά μετάλλια, αλλά και ενθυμούμενοι και τις ανάλογες κατακτήσεις σε επίπεδο Συλλόγων με τα 19 ευρωπαϊκά τρόπαια. Και με αποκορύφωμα να έχουμε σήμερα τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Έναν Μπασκετμπολίστα υποψήφιο για MVP κανονικής περιόδου στο ΝΒΑ στην καλύτερη λίγκα στον κόσμο! Πριν μερικά χρόνια αυτό θα ήταν αντικείμενο θαυμασμού… αλλά εμείς το προσπερνάμε αφού έχουμε σημαντικότερα ζητήματα:
Π.χ. Mπορούμε να κάνουμε μια πενταμελή επιτροπή με μόλις δύο άτομα;
Και αυτό είναι ένα σοβαρό μαθηματικό πρόβλημα που ήδη απασχολεί την ακαδημαϊκή κοινότητα δηλαδή η αναστροφή του Θεωρήματος Βαμβακούλα για λογαριασμό της ΚΕΔ. Ευελπιστούμε να πιάσει το πρόβλημα ο Κ. Δασκαλάκης που έλυσε και τον γρίφο του Νας.
Εγώ λέω να κάνουμε μια τριμελή επιτροπή με πέντ’-έξι άτομα. -Νίκος Βαμβακούλας
Μέχρι να δοθεί όμως λύση το ΑΣΕΑΔ υποστηρίζει πως ναι μπορούμε. Και αυτό είναι το μεγαλείο της Ελλαδάρας μας! Να κάνουμε όλα τα παράλογα και μετά να ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει..
Προχωρώντας σε λιγότερο πολύπλοκα ζητήματα. Δυστυχώς όλοι έχουμε περισσότερες ή λιγότερες εμπειρίες από αναζήτηση εργασίας. Και στην διάρκεια μιας συνέντευξης είναι εύκολο να ανατραπούν οι καλές εντυπώσεις των εγγράφων που φέρουμε για να πιστοποιήσουμε την μέχρι τώρα επαγγελματική μας πορεία. Και όπως είναι γνωστό σε όλους εμάς τους «παροικούντες στην Ιερουσαλήμ».
‘Ολα τα παραπάνω θετικά του Ελληνικού μπάσκετ είναι μόνο η βιτρίνα. Καθώς ζούμε στην χώρα που το αφεντικό του Ελληνικού μπάσκετ, είναι ένας παράγοντας με ιδέες ανάλογα παρωχημένες της ηλικίας του.
Οι δε υπόλοιποι Ελληνικοί σύλλογοι με εξαίρεση τους Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, δεν παρουσιάζονται εδώ και χρόνια ανταγωνιστικοί σε διεθνές επίπεδο (εκτός αν θεωρούμε το Basketball Champions League μεγάλη διοργάνωση λόγω τίτλου). Και η Εθνική μας, η περιβόητη «επίσημη αγαπημένη», έχει να πάρει μετάλλιο από το 2009 βάζοντας υποψηφιότητα για την επίσημη ξεχασμένη. Έχοντας ταυτόχρονα αποκομίσει από την συνύπαρξη Παπαλουκά, Διαμαντίδη και Σπανούλη μόλις 3 μετάλλια. Απολογισμός μάλλον πολύ φτωχός. Ειδικά, όταν μιλάμε για τρεις από τους κορυφαίους γκαρντ της Ευρώπης στην ίδια ομάδα.
Αλλά επειδή μπορεί να μας διαβάζουν μικρά παιδιά, και ίσως να ταραχτούν από όλα αυτά τα παράλογα που κάποιοι τα βρίσκουν τόσο λογικά.
Να μην ανησυχείτε παιδάκια αυτά γίνονταν στο παρελθόν, πλέον το Ελληνικό μπάσκετ τα πάει περίφημα και λειτουργεί ορθολογικά! Όποιος δεν το πιστεύει ας ρωτήσει τον επίτιμο φίλαθλο μεγάλης ομάδας των Αθηνών που κάνει φιέστες με 1 ευρώ για να μην μείνει μόνος του, άσχημο πράγμα η μοναξιά. Είναι και ο μόνος που τα βλέπει όλα καλώς καμωμένα – αυτός και αυλικοί του.
Ας πούμε όμως μια ιστορία που δεν έχει σχέση όλα αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Μια ιστορία που θα διαρκέσει αρκετά. Και έχει τον τίτλο:
Ο Ελληνικός Κορμός στην εποχή των ξένων.
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια υπήρξε μια μακρά περίοδος, όπου δεν επιτρεπόταν ξένοι στο Ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ. Και είχαν δικαίωμα συμμετοχής – μόνο 2 ξένοι (στα ευρωπαϊκά μόνο ματς) των Ελληνικών ομάδων. Κάνοντας έτσι απολύτως ζωτική την ύπαρξη καλής Ελληνικής βάσης για τις ομάδες πρωταθλητισμού. Θα ανέμενε μάλιστα κανείς ότι ο Άρης εκείνης της χρονικής περιόδου θα ήταν απόλυτα ευχαριστημένος από αυτήν την συνθήκη που επικρατούσε όσον αφορά τους ξένους. Αφού ακόμα και με την εισαγωγή του ενός ξένου από το 1987-1988 μέχρι το 1991-1992, δεν ήταν εύκολο να αλλάξουν οι συσχετισμοί. Και αυτό γιατί ο Άρης είχε μεθοδικά μαζέψει την καλύτερη εγχώρια βάση παικτών για σειρά ετών.
Ήταν όμως αυτό αρκετό για την δημιουργία μιας μεγάλης ομάδας σε διεθνές επίπεδο;
Το αφιέρωμα στον Γιάννη Ιωαννίδη από την εκπομπή Σπορ Ιστορίες με τον Δημήτρη Χατζηγεωργίου παρουσιαστή απέδειξε το αντίθετο. Γιατί μπορεί η βάση Ελλήνων με προεξέχοντες Γκάλη και Γιαννάκη, να χάρισε τίτλους και δημιούργησε μια αυτοκρατορία (εντός των τειχών) για λογαριασμό του Άρη – αλλά δεν το έβλεπαν όλοι έτσι. Π.χ. είχαμε εκ μέρους του Γ. Ιωαννίδη παράπονο, επειδή οι τότε κανονισμοί στην Ελλάδα απέτρεπαν στο να έρθουν καλύτεροι ξένοι στην ομάδα της Θεσσαλονίκης, ώστε να έκανε ο Άρης το βήμα παραπάνω. Και να μην αρκεστεί στις τρεις συμμετοχές στα Φάιναλ Φορ του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών και σημερινής Ευρωλίγκας, ένα όχι μικρό κατόρθωμα για το μέγεθος του Ελληνικού μπάσκετ εκείνη την εποχή.
Σε αυτό προσθέστε και ότι οι πολλές Ελληνικές ομάδες για να ενισχύσουν τις ομάδες τους, βρήκαν παραθυράκια στους νόμους και έφερναν Ελληνο-Αμερικάνους ή ελληνοποιούσαν παίκτες από την πρώην Ενιαία Γιουγκοσλαβία με τα πιο ονομαστά παραδείγματα τους Πρέλεβιτς και Σούμποτιτς για ΠΑΟΚ και Άρη. Και δημιουργώντας έτσι ένα εύφορο έδαφος, για την εισαγωγή περισσότερων “ξένων” τα ερχόμενα χρόνια.
Βλέπετε, ζούσαμε σε ένα περιβάλλον που μόλις μας είχε ανοίξει η όρεξη – μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987 – για ακόμη περισσότερες επιτυχίες. Και μπορεί εν τέλει να ήταν ειρωνεία για την θεώρηση Ιωαννίδη ότι ο Άρης ήταν λιγότερος ανταγωνιστικός σε Φάιναλ Φορ με το καλύτερο δίδυμο ξένων που είχε μέχρι τότε με Μάικ Τζόουνς και Στόγιαν Βράνκοβιτς. Αλλά στην ουσία δεν είχε άδικο σε αυτά που έλεγε. Όσο και αν ήταν πιθανό να άλλαζε τις ισορροπίες του Ελληνικού πρωταθλήματος ένας δεύτερος ξένος.
Ειδικά τα 2 πρώτα Φάιναλ Φορ του Άρη οριοθέτησαν τους περιορισμούς – με εμφατικό τρόπο. Για τους αντιπάλους του Άρη αρκούσε το τρικ όπου ένας ψηλός παίκτης μάρκαρε τον Γκάλη. Ο θρυλικός καυγάς του Γιαννάκη στο Μόναχο με τον Μαγκί χάλασε το τότε ευνοϊκό μομέντουμ στο F4 του 1989. Και η αδύναμη συγκριτικά στελέχωση των θέσεων 3 έως 5 δημιουργούσε αξεπέραστα εμπόδια για τον Άρη σε αυτό το επίπεδο. Τόσο γιατί ένας Σούμποτιτς δεν μπορούσε να ματσάρει έναν Μακάντου για παράδειγμα, όσο και γιατί στην γραμμή ψηλών ο μόνος που μπορούσε να συνεισφέρει στην άμυνα και να αντιμετωπίσει τις γεμάτες γραμμές ψηλών Τρέισερ και Μακάμπι ήταν ο τίμιος Λυπηρίδης. Ο οποίος Λυπηρίδης έκανε ότι δεν μπορούσε ο Σούμποτιτς απέναντι στον Μακαντού αμυντικά, αλλά εκτός από άτεχνος επιθετικά ήταν και ευάλωτος στον καταλογισμό φάουλ εις βάρος του.
Με αποτέλεσμα η όποια θετική επίδραση του ως ρολίστας να έχει και περιορισμένη χρονική διάρκεια μέσα στο παρκέ, με ανάλογες αρνητικές συνέπειες για τον Άρη. Φυσικά όμως κάθε πράγμα έχει το τέλος του και ο Άρης σαν κάθε αυτοκρατορία είχε αρχίσει να μπαίνει στην περίοδο της αγωνιστικής παρακμής. Έτσι και η σαιζόν 1991-1992 θα σηματοδοτούσε μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στο τέλος μιας εποχής και την έναρξη μιας νέας. Γιατί αυτή η χρονιά είναι το πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ μετά από τόσες προσπάθειες και δάκρυα, σπάζοντας το σερί του Άρη. Η τελευταία χρονιά που θα είχαμε μόνο έναν ξένο, εξαίροντας πάντα ελληνοποιημένους και λοιπούς γνήσιους ή και μη ομογενείς. Και η πρώτη φορά που ένας ξένος θα έκανε πραγματικά τόσο σημαντική διαφορά.
Καθόλου κατά σύμπτωση, ο Γιάννης Ιωαννίδης που ήθελε καλύτερους ξένους στον Άρη είχε την τύχη και την γνώση να επιλέξει στην επόμενη ομάδα του έναν τέτοιο στο πρόσωπο του Ζάρκο Πάσπαλι. Ο Μαυροβούνιος τον δικαίωσε και με μια ταπεινή βάση γηγενών παικτών δίπλα του, άλλαξε σε μια σαιζόν επίπεδο τον Ολυμπιακό. Κυριαρχώντας επί της ΑΕΚ των διεθνών Παταβούκα και Γαλακτερού, του Άρη με πολλούς από το ρόστερ των τίτλων, τον Πανιώνιο των Γάσπαρη, Φάνη Χριστοδούλου, αλλά και τον Παναθηναϊκό που είχε αρχίσει το παιδομάζωμα με Οικονόμου, Μυριούνη, Αλβέρτη συν μερικούς έμπειρους όπως οι Γκέγκος, Πεδουλάκης, Ανδρίτσος, Σκορπολίθας και τον μετέπειτα NBAer Αντόνιο Ντέιβις ως ξένο.
Μαζί με όλα αυτά ήρθε και την αύξηση των ξένων σε δύο. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, εκτός από το μέχρι νεωτέρας τέλος στην μάχη του ιστορικού υλισμού, θα άνοιγε τον δρόμο για να δοθούν Ελληνικά διαβατήρια και σε κατοίκους από τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες. Έστω και αν στις περιπτώσεις Σοκ και Κοουσμα η ελληνική πατέντα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις διοργανώσεις της Fiba.
Αυτό όμως που δεν μπορούσε να αποτραπεί με τίποτα ήταν η ραγδαία άνοδος του Ελληνικού μπάσκετ, οι δύο ξένοι ανέβασαν κατακόρυφα το επίπεδο του Ελληνικού πρωταθλήματος με ονόματα σαν τους Τάρπλεϊ, Λέβινγκστον, Κόμαζετς, Βράνκοβιτς, Πάσπαλι, Μπέρι, Μπόμπαν Γιάνκοβιτς να γεμίζουν τις κερκίδες και να δημιουργούν τηλεοπτικό κοινό. Το πρωτάθλημα από εκεί που ήταν υπόθεση των δύο ομάδων της Θεσσαλονίκης, άρχισε να διεκδικείται από πέντε ομάδες, τους Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ, Πανιώνιο και Άρη. Η Ελλάδα την περίοδο 1992-1993 βρέθηκε λίγα εκατοστά μακριά, όσα η γραμμή που πάτησε (;) ο Πάσπαλι στο Λιμοζ, από το να έχει δύο ομάδες στο Φάιναλ Φορ του ΣΕΦ.
Κάτι που θα το ζούσαμε όμως τις αμέσως δύο επόμενες σαιζόν με Ολυμπιακό-Παναθηναϊκό σε Τελ Αβιβ και Σαραγόσα. Μια περίοδος απόλυτης ακμής που κράτησε τέσσερα χρόνια μέχρι την σαιζόν 1995-96. Από κοντά ακολούθησε και η Εθνική μας που επανήρθε στην τετράδα των διοργανώσεων. Εκμεταλλευόμενη και συγκυρίες όπως η διάλυση Ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και Σοβιετικής Ένωσης, το ότι η Λιθουανία δεν έπαιξε στο Ευρωμπάσκετ του 1993 και στο Μουντομπάσκετ του 1994 και ο αποκλεισμός της Γιουγκοσλαβίας μέχρι το 1994 από τις διεθνείς διοργανώσεις. Όπως επίσης το κοινό που την υποστήριζε σε χώρες με ισχυρή Ελληνική ομογένεια σε Γερμανία και Καναδά και το εντός έδρας Ευρωμπάσκετ του 1995.
Σε αυτήν την περίοδο αν και ο αιώνιος αντίπαλος ο Παναθηναϊκός κέρδιζε αρκετές εντυπώσεις με τις μεταγραφές ξένων και Ελλήνων. Αδιαμφισβήτητα ο Ολυμπιακός και ο Γιάννης Ιωαννίδης είχαν στο ρόστερ τους Έλληνες που βοήθησαν. Από τους συμπληρωματικούς στο rotation σαν τον Σταμάτη (με το καλό σουτ) που έπαιξε μάλιστα καλή άμυνα στον Γκάλη στον τρίτο τελικό του 1993, μέχρι τις πιο βασικές λύσεις του ρόστερ όπως ο Σιγάλας. Ένας αμυντικός που μπορεί να συμπεριληφθεί κάλλιστα σε μια λίστα με τους τοπ-5 κορυφαίους Έλληνες αμυντικούς όλων των εποχών. Και που μεταξύ των άλλων χάρισε δύο πρωταθλήματα (1994, 1995) και μια πρόκριση στους 4 του Παγκοσμίου (1994) με προσωπικές αμυντικές παρεμβάσεις στο τέλος. Τον κυρίαρχο Έλληνα ψηλό Π. Φασούλα που είχε την αντίστοιχη επίδραση του Σιγάλα αλλά στο κομμάτι των ψηλών αντί της περιφερειακής άμυνας.
Επιπλέον είχε τον Ευθύμη Μπακατσιά, ένα γρήγορο πλέι-μεικερ που ήταν καλός και αυτός στην άμυνα, και κυρίως με ύψος δύο μέτρα στην εποχή που οι βασικοί ανταγωνιστές είχαν τους σαφώς πιο κοντούς οργανωτές (π.χ. Κόρφα και Σοκ). Τέλος, είχε τον Δημήτρη Παπανικολάου, που τότε μπορούσες να πεις ότι ήταν κάτι σαν τον Κώστα Παπανικολάου της εποχής μας τηρουμένων των αναλογιών, ως προς την αθλητικότητα και την δημοφιλία που είχε ακόμα ανάμεσα στους φιλάθλους του Ολυμπιακού, επιτρέποντας με την χρήση του ως τεσσάρι και έμμεσα οφέλη για τον Ολυμπιακό.
Η δυνατότητα που προσέφερε ο Φον Δημητράκης με το να καλύπτει 3 θέσεις (SG,SF,PF) επέτρεψε να πάει το 1997 ο Σιγάλας στο 3 και να δημιουργηθεί το σχήμα Τόμιτς-Ρίβερς στα γκαρντ που άλλαξε την ροή της σαιζόν υπέρ του Ολυμπιακού αλλά και να καταστρέψει τα σχέδια του Μ. Μάλκοβιτς μια σαιζόν νωρίτερα. Με τον τότε προπονητή του Παναθηναϊκού να προέρχεται από χρονιές που δυσκόλευε τον Ολυμπιακό με την επιεικώς σκληροτράχηλη Λιμόζ (highlight η επιλογή της ζώνης στους τελικούς του ’96) και με τον Ντόμινικ Γουίλκινς στο 4 να έχει ένα φαινομενικά μις-ματς υπέρ του. Μία υπόθεση που επιβεβαιώθηκε στον αγώνα του Κυπέλλου, όπου ο Μπέρι δεν μπορούσε να τον μαρκάρει, με αποτέλεσμα μια άνετη ήττα για τον Ολυμπιακό.
Ο Ιωαννίδης όμως διέγνωσε το πρόβλημα και στα επόμενα ματς με Γουίλκινς ως παόυερ φόργουορντ κατέβαζε τον Παπανικολάου ως τεσσάρι, δίνοντας την ευκαιρία στον Σιγάλα να πάει πάνω στον Ντομινίκ στις αλλαγές. Κίνηση που απέδωσε αρκετά σε όσα παιχνίδια πρόλαβε να παίξει ο σταρ του ΝΒΑ απέναντι στους ερυθρόλευκους, με τον Σιγάλα να είναι δύσκολος αντίπαλος για οποιοδήποτε επιχειρούσε να του επιτεθεί κατά πρόσωπο, και τον Αμερικάνο να χρειάζεται να βρίσκει λύσεις με ποστ παιχνίδι, ή με σκριν εκτός μπάλας για να ξεφύγει από τις δαγκάνες του Σιγάλα.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να έβαλαν το λιθαράκι σε τίτλους, νίκες ή προκρίσεις του μπασκετικού Ολυμπιακού.
Αλλά αυτές οι χρυσές σελίδες της Ολυμπιακής μπασκετικής Ιστορίας, δύσκολα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δίχως ξένους υψηλής ποιότητας όπως ο Ζάρκο Πάσπαλι τον συν-αναμορφωτή του μπασκετικού τμήματος μαζί με τον Ιωαννίδη, αλλά και τους Γουολτερ Μπέρι, Έντι Τζόνσον και Ντέιβιντ Ρίβερς και, ακόμη πιο σημαντικό, δίχως την Ελληνοποιημένη βάση των πρώην Γιουγκοσλάβων.
Και είναι αλήθεια πως πολλά μπορείς να πεις και για τους τρεις αλλά ενδεικτικά οι Νάκιτς και Τόμιτς ήταν από τις λίγες λύσεις παικτών που σούταραν αποτελεσματικά από μακριά στο αρκετά προσανατολισμένο πλάνο για Inside game του Ιωαννίδη. Με τον Τόμιτς μάλιστα να παραμένει για παρά πολλά χρόνια στον Ολυμπιακό, και να αποδεικνύεται περισσότερο δεμένος με τον Ολυμπιακό από ότι αρκετοί Έλληνες που πέρασαν αλλά δεν έδεσαν με την ομάδα.
Στους δε ψηλούς ο Τάρλατς διευκόλυνε το χτίσιμο της άμυνας του Ολυμπιακού που έμοιαζε γεμάτη παντού, έχοντας στην μπροστινή γραμμή τον Σιγάλα και στην πίσω τους Φασούλα και Τάρλατς να περιμένουν με το αμυντικό παιχνίδι τους πάνω από την στεφάνη, πάντα έτοιμοι να τρέξουν στον αιφνιδιασμό. Ειδικά στους ψηλούς η Ελληνοποιήση του Τάρλατς ήταν ζωτικής σημασίας – και για πρακτικούς λόγους. Ο Ολυμπιακός είχε δύο και τρεις ψηλούς κλάσης έτσι ώστε να μην υπάρχουν πολλές ομάδες που θα μπορούσαν να τον πληγώνουν εύκολα με φάουλ μέσα στο Post, όπως π.χ. γινόταν με Βράνκοβιτς στον Παναθηναϊκό, αλλά και διότι οι λύσεις της Εθνικής Ελλάδος πίσω από τον Φασούλα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Για να το καταλάβει κανείς καλύτερα – στο Παγκόσμιο του 1994 πίσω του είχε τον ανήλικο Ρεντζιά και τον Τσέκο, τον Δ. Καββαδά εκείνης της εποχής, αλλά με ακόμη λιγότερο μπασκετικό ταλέντο.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στο πρώτο σύγχρονο πρωτάθλημα του Ολυμπιακού ουσιαστικά τέσσερα άτομα κουβαλούσαν τον Ολυμπιακό επιθετικά και ήταν όλοι τους ξένοι, όπως και στους επόμενους τελικούς μέχρι το ’95-’96. Το ποσοστό των Ελληνικών πόντων έναντι των συνολικών πόντων της ομάδας στους τελικούς ήταν ενδεικτικά 1994 22,1% έναντι 33,3% του ΠΑΟΚ συμπεριλαμβάνοντας και τον Κορφα στους Έλληνες, αν και για πολύ καιρό δεν έπαιζε στην Ευρώπη. Το 1995 28,19% έναντι 38,74%. Και το 1996 για μια ακόμη φορά κάτω από το 30% με 28,93% απέναντι στο 46,12%. Με την αναφορά πως οι Μπέρι, Βολκόβ και Τάρλατς δεν ήταν για διαφόρους λόγους παρόντες ή στο 100% της κατάστασης τους το 1996, 1995 και 1994 αντίστοιχα.
Αλλά αν η παράθεση απλών στατιστικών αδικεί σε κάποιο βαθμό την χρησιμότητα των Έλληνων παικτών που αναφέρθηκαν για λόγους σαν τους παραπάνω, το πιο ενδεικτικό παράδειγμα για το πνεύμα της εποχής με τα αρκετά εξώγαμα όπως χαρακτήριζαν τότε τους Ελληνοποιημένους, είναι ένα ρεπορτάζ του Mega Channel μετά την κατάκτηση του Μουντομπάσκετ Εφήβων. Με τον Νικό Παπαδογιάννη να κινείται στα όρια του μπασκετικού Εθνικισμού και που έχει αναλυθεί πολύ ωραία από μια άλλη μπασκετική γωνιά το Hoopfiction. Το δικό μου σχόλιο πάνω σε αυτό να είναι δύο πράγματα, να θυμηθώ:
- Πόσο παρανοϊκά σημαντικό ήταν το Ελληνικό μπάσκετ για εμάς τότε, γεμίζοντας με 18.000 άτομα αγώνες Εφήβων.
- Αλλά και πόσο υπερβολικοί και αχάριστοι υπήρξαμε στην προσφορά των ξένων παικτών και προπονητών στο ελληνικό μπάσκετ, με μια εκ των υστέρων πιο ψύχραιμη ματιά.
Από την μια υπήρχε μια δικαιολογημένη πικρία από την χαμένη ευκαιρία με την Γιουγκοσλαβία στο εντός έδρας για εμάς Ευρωμπάσκετ του 1995, αλλά και για την διαιτητική βοήθεια που είχαν οι γείτονες σε αρκετούς μεγάλους αγώνες. Ναι ήταν υπαρκτό το θέμα με όσους Γιουγκοσλάβους έπαιρναν Ελληνικό διαβατήριο ενώ δεν ήταν Έλληνες, όμως αυτό δεν ήταν αποκλειστικά Ελληνική πατέντα αλλά μάλλον η απάντηση σε αντίστοιχες πρακτικές των Ισπανών και Ιταλών που έδιναν εγχώρια διαβατήρια σε Λατινοαμερικάνους συνήθως και τους Ισραηλινούς που έδιναν στους Αμερικάνους Ισραηλινό διαβατήριο.
Από την άλλη όμως εισαγάγαμε τεχνογνωσία προπονητών και παικτών από την πρώην Γιουγκοσλαβία και δευτερευόντως από την πρώην Σοβιετική ένωση, δύο μεγάλες σχολές με τεράστια παράδοση στο μπάσκετ.
Οι Ελληνοποιήσεις και οι πολλοί ξένοι προπονητές λοιπόν δεν είχαν μόνο αρνητικές πτυχές για το Ελληνικό μπάσκετ, αλλά του έδωσαν την ευκαιρία να βελτιωθεί τακτικά, να οργανωθεί καλύτερα και να φέρει επιτυχίες από πολλές ομάδες και σε βάθος χρόνων.
Αυτό όμως δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με όσα θα προκαλούσε από την επόμενη χρονιά ο νόμος Μπόσμαν. Που άνοιξε τα σύνορα και επέτρεψε την ελεύθερη μετακίνηση των ξένων που είχαν διαβατήριο χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι μέσα σε ένα βράδι ο περιορισμός των μόνο δύο ξένων μπήκε στο περιθώριο και άνοιξε την πόρτα στις πραγματικές λεγεώνες των ξένων.
Τρανταχτά παραδείγματα εκείνης της περιόδου ήταν η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός. Η πρώτη παρά το γεγονός ότι είχε μόλις ένα χρόνο πριν είχε επενδύσει σε τρεις παίκτες από την χρυσή γενιά των Εφήβων με Μπαρλά, Χατζή και Κακιούζη, με τον ερχομό του Ιωαννίδη άλλαξε ρότα, εκμεταλλεύτηκε τα δεδομένα και βρέθηκε με τρεις Ιταλούς, δύο Αμερικάνους και έναν Δανό. Έφτασε στους τελικούς με τους Έλληνες να έχουν μόλις 18,18% μερίδιο στους συνολικούς πόντους της ομάδας, ενώ παρόμοιο σκηνικό να επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά με τελικούς Ευρωλίγκας, Κυπέλλου και παρουσία στα ημιτελικά της Α1, με την ίδια παρουσία Ελλήνων. Με την σημαντική διαφορά, το ότι βγήκε λαγός από το Καπέλο του Ιωαννίδη, με τον Ρώσο Αλεξέι Λεντκοβ να γίνεται Ιάκωβος Τσακαλίδης και να φτάνει μάλιστα μέχρι το ρόστερ της Εθνικής στο Παγκόσμιο του 1998.
Ο Παναθηναϊκός από την άλλη με το 73-38 να τον βαραίνει, διέλυσε την ομάδα που πήρε το Κύπελλο πρωταθλητριών στο Παρίσι, έστω και με τον αμφισβητούμενο τρόπο που ήρθε. Και γέμισε και αυτός το ρόστερ του με ξένους. Με ελάχιστους Έλληνες (τους Κόρφα, Αλβέρτη και Οικονόμου) να μένουν ανέπαφοι από αυτήν την καταιγίδα αλλαγών. Σε αντίθεση όμως με την ΑΕΚ, η σαιζόν των πράσινων πήγε κατά διαόλου, η αναβίωση της συνταγής Ομπράντοβιτς του 1994, δηλαδή ψηλοί με σουτ όπως ο Φεράν Μαρτίνεθ για να τραβήξουν τους Φασούλα και Τάρλατς έξω από το ζωγραφιστό, δεν ήταν παρά μια κακή απομίμηση.
Έτσι η απόφαση του Ολυμπιακού να διατηρήσει την ομάδα των επιτυχιών, παρά το ότι ο Ιβκοβιτς ήθελε για παράδειγμα να αλλάξει τον Ρίβερς με τον Ντίνκινς, έφερε φυσιολογικά την συνέχιση της κυριαρχίας εντός των συνόρων. Μαζί με την επιβράβευση για την ευρωπαϊκή συνεπή παρουσία, με τον ερχομό της Ερυθρόλευκης Ευρωλίγκας. Μάλιστα ήταν η πρώτη φορά που στους Ελληνικούς τελικούς, μετά την επάνοδο του Ολυμπιακού στο υψηλό επίπεδο όπου το ποσοστό των Ελληνικών πόντων πέρασε το όριο του 30% με 35,70%.
Αυτή όμως έμελε να ήταν η τελευταία σαιζόν με αισθητή Ελληνική παρουσία στον Ολυμπιακό, καθώς θα ακολουθούσαν αρκετές με τους Έλληνες να είναι λιγότερο ή περισσότερο σε περιορισμένο ρόλο. Την ίδια ώρα που ο Παναθηναϊκός θα έκανε το δικό του πάθημα-μάθημα και θα εξελλήνιζε περισσότερο την ομάδα του, οι αντίστοιχοι του Ολυμπιακού είτε γερνούσαν όπως ο Φασούλας ή ήθελαν να πάνε εξωτερικό όπως ο Σιγάλας και ο Παπανικολάου, με τον δεύτερο να αναγκάζεται να επιστρέψει στο μέσο της σαιζόν 97-98. Οι άλλοι απλά δεν ήταν για επίπεδο Ολυμπιακού π.χ. Μπακατσιάς, Γαλακτερός. Κατά συνέπεια οι μόνοι Έλληνες που έπαιζαν στον τότε Ολυμπιακό της περιόδου 97-99 ήταν οι Παπανικολάου και Φασούλας, μαζί με τον Σούλη στα πλέι-οφ του 1999, και αυτός επειδή ο τραυματισμός του Ομπέρτο είχε αφήσει χώρο για λίγα λεπτα συμμετοχής.
Θα μπορούσε κανείς να ρίξει την ευθύνη για τις αποτυχίες είτε στην διάλυση της ομάδας που κέρδιζε τίτλους ή στην μη παρουσία Ελλήνων που θα καταλάβαιναν τις ιδιαιτερότητες της φανέλας και του Ελληνικού πρωταθλήματος. Όμως στον αθλητισμό μετράει ο ορθολογισμός πάνω από Ελληνικές ψυχές και άλλα τέτοια ηρωικά τσιτάτα για τις μάζες. Και ο Ίβκοβιτς είχε στήσει και τις δύο χρονιές δύο ορθολογικές ομάδες, που θα ήταν ακόμα καλύτερες αν δεν τραυματιζόταν ο Μπένετ, ένας παίκτης που θα αποδεικνυόταν από τους καλύτερους πλέι-μεικερ της Ισπανικής Λίγκας στα επόμενα χρόνια, που αντικαταστάθηκε από τον Χόκινς.
Η πορεία της ομάδας το 97-98 (μέχρι να έρθουν τα μαζικά προβλήματα τραυματισμών) έδινε πολλές υποσχέσεις. Μάλιστα το 98-99 η ομάδα φτάνει πάλι πειστικά σε Φάιναλ Φορ στο Μόναχο, όπου και έπεσε θύμα της φανταστικής Ζαλγκίρις του Γιόνας Καζλάουσκας (ενός ακόμα ταβερνιάρη σύμφωνα με τους παντογνώστες Έλληνες οπαδούς) αλλά και να επιτύχει το πλεονέκτημα έδρας στους ελληνικούς τελικούς. Η απουσία του Κόμαζετς όμως λόγω τραυματισμού έκανε να χάσει τον ρυθμό της η ομάδα όταν επανήλθε. Αυτό που έκανε όμως πραγματικά την διαφορά στην σειρά των τελικών ήταν οι ξένοι του Παναθηναϊκού, με Σκοτ, Μποντιρόγκα και Ράτζα μεταξύ των άλλων, που μετέτρεψαν σε μάγκες τους μέχρι τότε λούζερ Αλβέρτη και Οικονόμου με δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, σε μια περίοδο όπου ο Ολυμπιακός έπρεπε να αρκεστεί στους Χόκινς, Γκολντγουαιρ και Κόμαζετς.
Δικαιολογίες θα υπάρχουν πάντοτε π.χ. θα έλεγε κάποιος αν ο Ίβκοβιτς δεν ήθελε να παροπλίσει τον Φασούλα, τότε θα μάρκαρε αυτός τον Ράτζα στα τελευταία λεπτά του κρίσιμου πέμπτου τελικού αντί του Ρότζερς και δεν θα είχαμε τα καλάθια του Ντίνο που έκαναν την διαφορά ανάμεσα στον πρωταθλητισμό και το να μείνεις με άδεια χέρια. Με παρόμοιο τρόπο όπως έκανε ο Σκοτ στον τελευταίο τελικό της προηγούμενης χρονιάς. Και αν το ματς της κανονικής περιόδου, έδινε πατήματα για τέτοιες υποθέσεις – η ουσία παρέμεινε ότι ο Παναθηναϊκός είχε κάνει έτσι η αλλιώς τις καλύτερες επιλογές στις θέσεις των μη κοινοτικών ξένων. Και ακόμα και εάν ο Ομπέρτο έπαιζε, δεν θα ήταν έτοιμος για την ίδια αμυντική αποστολή όπως ο Φασούλας απέναντι στον Ράτζα.
Η χρονιά αυτή πάντως είχε κάνει ξεκάθαρο ότι το Ελληνικό μπάσκετ βρισκόταν σε τέλμα. Με την Εθνική ομάδα να εξευτελίζεται με κάθε τρόπο στους μικρούς Τελικούς, ακόμα και αν ο αντίπαλος (Κροατία) δεν ήθελε να βρεθεί στο ίδιο βάθρο με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας το 1995. Γεγονός που φυσικά και συνδεόταν με την σταδιακά όλο και λιγότερη χρήση Ελλήνων παικτών από τις Ελληνικές ομάδες και τα αποτελέσματα της αλόγιστης ξενομανίας που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου να γίνονται φανερά στο Ευρωμπασκετ της Γαλλίας του 1999, διατηρώντας πάντως και κάποιες καλές δικαιολογίες.
Διότι η Εθνική Ελλάδος είχε κάνει καλές εμφανίσεις στα φιλικα και έχασε στο κρίσιμο σημείο αρκετούς βασικούς με Λιαδέλη, Αλβέρτη και Οικονόμου. Αλλά αυτές οι συγκυρίες απλά ανέδειξαν και το έλλειμμα βάθους στο Ελληνικό μπάσκετ. Σε τέτοιο βαθμό που αρκούσε στο τέλος της σαιζόν ο Βασίλης Σούλης να παίξει σκόρπια λεπτά στον Ολυμπιακό στα Ελληνικά πλέι-οφ με μέγιστο χρόνο 8 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα και συνολικά 9 πόντους σε 5 τελικούς για να βρει μια θέση στην Εθνική.
Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε με τον Γιάννη Ιωαννίδη την επόμενη σαιζόν, αντιθέτως χειροτέρευσε με τον Φασούλα να αποσύρεται. Αυτή την φορά είδαμε περισσότερους Ελληνοποιημένους στον Ολυμπιακό από ποτέ με Βουκσεβιτς, Νάκιτς, Τάρλατς, Τόμιτς και Ζεβροσένκο και τον Δ. Παπανικολάου να μένει ο μόνος ενεργός Έλληνας.
Την ίδια ώρα η ΑΕΚ έδειχνε ένα διαφορετικό δρόμο βασιζόμενη κατά βάση σε Έλληνες, ασυνήθιστο για τα δεδομένα της εποχής. Με τον Ίβκοβιτς να αποδεικνύει όπως αρκετές φορές στην καριέρα του (Πανιώνιος 1995-96, Εθνικής Σερβία 2009-2011, Ολυμπιακός 2011-12) ότι μπορεί να πάει κόντρα στο ρεύμα. Το έκανε με το να προωθήσει ταλέντα, όπως οι παλιότεροι Κακιούζης, Χατζής, Τσακαλίδης ή νεότερους όπως ο Ντικούδης που ανέβηκε αγωνιστικό επίπεδο σε εκείνη την σαιζόν. Αλλά και με το να αναμορφώνει καριέρες όπως αυτή του Κορωνιού, που η πρώτη αποτυχημένη χρονιά του μακριά από το Περιστέρι, δημιούργησε τους πρώτους ψίθυρους ότι δεν κάνει για μεγαλύτερες ομάδες, με την δεύτερη να σβήνει τις μέτριες εντυπώσεις της πρώτης.
Εκτός όμως από το γεγονός ότι αυτή η σαιζόν πρόσφερε για μεγάλο μέρος της την συγκλονιστική μάχη μεταξύ των τριών μεγάλων του Κέντρου, με τον ΠΑΟΚ να κάνει την έκπληξη και να χώνεται ανάμεσα τους στα πλέι-οφ, ταυτόχρονα ήταν και η τελευταία με επιθέσεις 30 δευτερολέπτων, γεγονός σημαντικό που θα οριοθετούσε την αρχή μια άλλης περιόδου για το Ευρωπαϊκό μπάσκετ.
(Στο 2ο μέρος θα συνεχίσουμε ξεκινώντας από την περίοδο που τα 24″ άλλαξαν τους συσχετισμούς και την φιλοσοφία δημιουργίας των ρόστερ)