Ερυθρόλευκος Λαός

Weekendman

Η Πανδημία είναι μια σπάνια, δυσάρεστη κατάσταση που έτυχε να ζήσει η ανθρωπότητα σε τέτοια έκταση για πρώτη φορά έπειτα από 100 χρόνια. Με αρνητικές συνέπειες, όπως θανάτους και καταστροφή οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Παράλληλα όμως, μας δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε περισσότερο το ιατρικό προσωπικό, την επιστήμη γενικότερα, την σημασία ενός ισχυρού συστήματος δημόσιας υγείας όπως και την ομορφιά της λεγόμενης καθημερινής ρουτίνας, χωρίς να ωραιοποιηθεί ασφαλώς η ανισότητα και η ασχημία του κόσμου που δεν θα εξαλειφθούν τόσο εύκολα και γρήγορα. Στον αθλητικό μικρόκοσμό η ήττα από τον Παναθηναϊκό επισφράγισε πιθανότατα αυτό που ουσιαστικά είχε πραγματοποιηθεί στο Κάουνας, όταν ο Ολυμπιακός αυτοκτόνησε αγωνιστικά χάνοντας ένα σίγουρο ματς. Δηλαδή τον σχεδόν μηδενισμό των ελπίδων για οκτάδα την ώρα που βγαίνει αυτό το κείμενο. Μια τέτοια αγωνιστική αποτυχία επιφέρει αρνητικά συναισθήματα στους φιλάθλους, τους δίνει όμως παράλληλα την ευκαιρία να ασκήσουν 2 αγαπημένα τους χόμπι. Να ξεκινήσουν μεταγραφολογία χωρίς να αισθάνονται τύψεις, και να αρχίσουν τα κατηγορώ κατά πάντων. Η πρόσφατη ανανέωση του Mckissic ικανοποίησε την επιθυμία των φιλάθλων για χρονική επιμήκυνση της ερυθρόλευκης θητείας του εντυπωσιακού swingman.

Με αφορμή όμως τέτοια περιστατικά το Red Point Guard θα υπενθυμίσει μέσω 11 ιστορικών παραδειγμάτων γιατί ίσως δεν θα πρέπει να παίρνουμε αποφάσεις με βάση τα θέλω του μπασκετικού προλεταριάτου. Αφού δεν είναι λίγες φορές που η λαϊκή βούληση αποδεικνύεται περισσότερο ή λιγότερο λανθασμένη.

Και αποδεδειγμένα δεν αρκεί να είναι κάποιος αγαπητός στον κόσμο ή να φέρνει τίτλους για να είναι σωστή η παραμονή του στην ομάδα. Όσο και αν ο κόσμος που ακολουθεί μια ομάδα, δεν αποτελεί τον κύριο παράγοντα ο όποιος διαμορφώνει τις αγωνιστικές εξελίξεις, κρίνοντας από την πολιτική των Αγγελόπουλων και τους παίκτες που έφυγαν από τον Ολυμπιακό για καλύτερες οικονομικές απολαβές.

 

Δημήτρης Παπανικολάου

Την σεζόν (1995-96) ο Ολυμπιακός αποφασίζει μετά από 4 χρόνια με ξένους κορυφαίας ποιότητας στην θέση 3, τους Paspalje και Johnson, να πορευθεί με Nakic, τον νεοφερμένο Γαλακτερό ενώ δοκίμασε στην αρχή της σεζόν σαν small-forward τον Berry. Και είχε επίσης ένα νεαρό παιδί που μας συστήθηκε για τα καλά την προηγούμενη χρονιά, στην Ελληνική Α1 και στην Εθνική Εφήβων, τον Δημήτρη Παπανικολάου, που υπολογίζονταν ως τρίτη λύση στην θέση 3. Θεωρητικά όλα αυτά δεν του υπόσχονταν εγγυημένα μεγάλο χρόνο συμμετοχής. Κάτι όμως οι απώλειες βασικών παικτών μέσα στην χρονιά, κάτι ότι ο Γαλακτερός ήταν σε καθοδική πορεία στην καριέρα του, βάλτε το πείσμα και την μαχητικότητά του (των 90’s αφού έχουμε και αυτόν των 2010’s), βοήθησαν τον Παπανικολάου να κερδίσει χρόνο συμμετοχής, τίτλους και την αγάπη του κόσμου στα 2 πρώτα χρόνια του στον Ολυμπιακό. Όχι παράλογο, καθώς παράλληλα με τα αθλητικά προσόντα ήταν θεαματικός παίκτης για την εποχή, ακόμη περισσότερο επειδή τέτοια αθλητικά προσόντα δεν ήταν συνήθη σε Έλληνα.

Ο Παπανικολάου θα εξελισσόταν σε έναν από τους παίκτες σήμα-κατατεθέν του Ολυμπιακού την περίοδο (1995-2002), μέχρι να αλλάξει ομάδα και να πάει στον Μακεδονικό το (2002-03). Η θητεία του όμως θα μπορούσε να ήταν σαφώς πιο βραχύβια, καθώς μετά το triple-crown του 1997 η Kinder Bologna του έκανε πρόταση. Μεταφέρθηκαν, σύμφωνα με τον ίδιο, λανθασμένες πληροφορίες ότι δεν τον ήθελε ο Ivkovic. Και προσπάθησε να αποδεσμευτεί νωρίτερα από τον Ολυμπιακό, χωρίς να περιμένει τον νόμο με τον οποίο έπρεπε να γίνει 21 χρονών για να μείνει ελεύθερος. Ο δικηγόρος του, του είπε πως δεν χρειαζόταν να περιμένει μέχρι τον Φλεβάρη του 1998 που θα γινόταν 21. Ο Παπανικολάου ανακοίνωσε την αποχώρηση του το καλοκαίρι. Οι 2 πλευρές δεν υποχωρούσαν, οι διαφορές θα λυνόταν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, αλλά μετά από 5 μήνες, ένα τηλεφώνημα του Κόκκαλη που τον κάλεσε στο σπίτι του και μια επικοινωνία με τον Ivkovic εκεί, έπεισαν τον Δημήτρη Παπανικολάου να επιστρέψει στον Ολυμπιακό. Αποκατέστησε έτσι την σχέση του με τους ερυθρόλευκους και παρέμεινε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας, παρά την έλλειψη τίτλων με μόλις 1 το 2002, από το 1997 και μετά, παίζοντας στις θέσεις 3 και 4, με την χρησιμοποίηση του στο 4 να ήταν ένα πολύ χρήσιμο κόλπο ευέλικτων σχημάτων που ωφέλησε τον Ολυμπιακό κατά διαστήματα. Μάλιστα έκανε και δηλώσεις πως δεν ήθελε να φορέσει ποτέ την φανέλα του Παναθηναϊκού. Παρακολούθησε ματς του Ολυμπιακού όταν ήταν παίκτης του Μακεδονικού. Όλα αυτά όμως δεν εμπόδισαν να πάει τελικά στον Παναθηναϊκό του Obradovic το (2003-04), πετώντας στα σκουπίδια όλα τα χρόνια και την αγάπη των ερυθρόλευκων φιλάθλων προς τον Φον Δημητράκη. Εκεί, με εξαίρεση την πρώτη χρονιά, ήταν εντελώς συμπληρωματικός και ας έβαλε μερικά καλάθια στον πέμπτο τελικό του 2007. Άφησε τότε πίσω τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του, μέχρι να αποσυρθεί το 2011 στο Περιστέρι.

 

David Rivers

Όπως και ο Παπανικολάου ήρθε και αυτός το (1995-96), με εμπειρία τελικών ΝΒΑ το 1989, αλλά και έχοντας στεφθεί πρωταθλητής Γαλλίας το 1995. Ένας πραγματικά πολύ γρήγορος παίκτης, με εκπληκτική ντρίμπλα που έδινε ξεχωριστή ποιότητα σε σχέση με τους Tomic, Μπακατσιά, Ελληνιάδη που ήταν τα προηγούμενα χρόνια σε εκείνη την θέση, με τους Tomic, Μπακατσιά να παραμένουν ακόμα στο ρόστερ. Παρόλα αυτά, οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένοι όταν ανακοινώθηκε το όνομα του. Πρώτον γιατί ο Παναθηναϊκός είχε φέρει ολόκληρο Dominic Wilkins, δεύτερον επειδή δημιουργήθηκε η προσδοκία ότι θα ερχόταν ο NBAer Dock Rivers, και αντί για αυτόν ήρθε ο περισσότερο άσημος σαν όνομα David Rivers. Η σεζόν είχε happy end με το (73-38) επί του Παναθηναϊκού. Η αποτυχία όμως στην Ευρώπη και το ομολογουμένως άναρχο παιχνίδι του Ρίβερς είχε ξεσηκώσει την γκρίνια των οπαδών του Ολυμπιακού. Και με την αλλαγή προπονητή από Ιωαννίδη σε Ivkovic ο Rivers κινδύνευε να χάσει την θέση του στον Ολυμπιακό, με δεδομένο ότι ο Ντούντα ήθελε να φέρει μαζί του από τον Πανιώνιο τον Byron Dinkins. Ο Malkovic όμως άρπαξε τον “Βύρωνα” στον Παναθηναϊκό και η ιστορία θα γραφόταν σε τελείως διαφορετικό μονοπάτι από ότι αρχικά. Το κακό ξεκίνημα του Ολυμπιακού το (1996-97) ειδικά στην Euroleague, επανάφερε τις θρυλικές επιστολές διαμαρτυρίας στο Φως και για τον «κωλοτούμπα Rivers» μεταξύ των άλλων. Το τέλος όμως είναι γνωστό, στο δεύτερο μισό της χρονιάς ο Tomic βρήκε την θέση του σε πεντάδες δίπλα σε Rivers. Ο Αμερικάνος έκανε μια από τις πιο ηγετικές χρονιές παίκτη στην ιστορία του Ολυμπιακού και πήρε όλους τους τίτλους, φεύγοντας για την Fortirudo Bologna. Η ιστορία, αν σταματούσε εκεί, θα διατηρούσε την υστεροφημία του «ποταμού» στο καλύτερο δυνατό σημείο όσο αφορούσε το κεφάλαιο Ολυμπιακός. Ο Rivers όμως υπέπεσε στον πειρασμό της νοσταλγίας, μαζί με τον Ολυμπιακό, επέστρεψε το (2000-01), δεν ήταν ο ίδιος πια σε ηλικία 36 ετών. Και θα θυμόμαστε ουσιαστικά από την δεύτερη θητεία στον Ολυμπιακό τον πρώτο μυθικό ημιτελικό του με το Περιστέρι, όταν ανέτρεψε το πλεονέκτημα έδρας της ομάδας-έκπληξης εκείνης της σεζόν.

 

Σοφοκλής Σχορτσιανίτης

Ο Σχορτσιαρνίτης ήταν ένας από τους αρκετούς Έλληνες παίκτες που ωφελήθηκαν από την σταδιακή οικονομική παρακμή και μείωση των μπάτζετ, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι τα μέσα της. Μια από τις ομάδες που έδιναν ευκαιρίες στους Έλληνες ήταν ο Ηρακλής των Λάζαρου Παπαδόπουλου, Δημήτρη Διαμαντίδη, Νίκου Χατζηβρέττα και φυσικά Σοφοκλή Σχορτσιανίτη. Ο τελευταίος έκανε ντεμπούτο σε πολύ νεαρή ηλικία ως ανήλικος, και πιο συγκεκριμένα σε ηλικία 15 χρόνων επτά μηνών και 25 ημέρων, ένα ρεκόρ που κράτησε μέχρι να το σπάσουν οι Γιώργος Παπαγιάννης και Λευτέρης Μαντζούκας. Το 2003 επιλέχθηκε στο Draft του ΝΒΑ από τους Clippers. Αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της τότε ελληνικής καλαθόσφαιρας. Αλλά όταν ήρθε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2005 δεν ήταν και κίνηση που προκάλεσε πάταγο. Αναπόφευκτη εξέλιξη μετά από 2 χρονιές σε Cantu και Άρη, που στην καλύτερη για τον Σόφο είχαν σκαμπανεβάσματα. Συνδυαζόμενο με την κατάσταση του Ολυμπιακού, ο οποίος στα πρώτα χρόνια των Αγγελόπουλων προσομοίαζε στερεοτυπικές καταστάσεις σε αμερικάνικες σειρές και ταινίες, όπου όπως ο nerd τύπος έτρωγε χυλόπιτες από μια τσιρλίντερ του σχολείου. Το ίδιο στερεοτυπικά δεχόταν ο Ολυμπιακός απορρίψεις από τους καλούς Έλληνες παίκτες. Μαζεύοντας ως aftermath της αδιαφορίας Κόκκαλη (στα τελευταία χρόνια του συγκεκριμένου επιχειρηματία) ό,τι περίσσευε, δηλαδή τους Παπαμακάριο, Χατζή, Μπάρλο, Βασιλόπουλο και Σχορτσιανίτη. Μια ακόμα ένδειξη ότι η άφιξη Σχορτσιανίτη ήταν απλά ένα λαχείο για την ομάδα του Πειραιά ήταν και η στελέχωση των ψηλών που φανέρωνε πολλά. Ο Ολυμπιακός είχε φέρει 3 ξένους ψηλούς, με Zukauskas, Rancik και Zizic, κρατώντας και τον Αγαδάκο που μπορούσε να παίξει στο 5. Η σεζόν όμως (2005-06) δεν γλίτωσε από τα κλασσικά ζητήματα ατυχίας που απασχολούν τον Ολυμπιακό.

Ο Rancik παρουσίασε προβλήματα με την καρδιά του και έφυγε όπως ήρθε, ο Zukauskas διεύρυνε τις γνώσεις μας σε ιατρικούς όρους με ρήξη τενόντων στροφικού πετάλου δεξιού ώμου. Κερδισμένος ήταν αναγκαστικά ο, εν μέρει αφρικανικής καταγωγής, Σχορτσιανίτης. Ο Kazlauskas βρήκε το κουμπί του, τον δάμασε και ακολούθησε μια break out σεζόν. Η οποία συνοδεύτηκε από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις αγάπης προς έναν μπασκετμπολίστα που έχουμε δει ποτέ στον Ολυμπιακό, από φιλάθλους που δίψαγαν για Έλληνες σταρ, και ταυτόχρονα μέσω του Σόφο εκπλήρωναν την φαντασίωση ενός Έλληνα Shaquille O’Neal – δίπλα στην πόρτα τους. Όμως αυτό που μας επιφύλαξε το μέλλον έπειτα από εκείνη την σεζόν και το Παγκόσμιο του 2006 με τον Σχορτσιανίτη να διακρίνεται και με την Εθνική Ανδρών, ήταν μια πολύ μεγάλη ταλαιπωρία. Ένα πακέτο που περιείχε κόντρες με προπονητές, απουσίες ή περιορισμένες χρονικά συμμετοχές, περιττά κιλά, νοσηλεία σε κλινική στην Ελβετία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τα κιλά. Και τον Σχορτσιανίτη να παίζει ουσιαστικά 2 μόνο κανονικές σεζόν στον Ολυμπιακό από το 2005 μέχρι το 2010, αυτές του (2005-06) και του (2009-10). Και την δεύτερη επειδή είχε κάνει εκπληκτικό Eurobasket το 2009 στην Πολωνία. Αυτή η χρονιά του (2009-10) ήταν και η τελευταία του Σόφο με τον Ολυμπιακό. Στην συνέχεια της καριέρας του αντάμειψε τον κόσμο και την διοίκηση του Ολυμπιακού για την ιώβεια υπομονή, με μεταγραφή στον Παναθηναϊκό κάποια χρόνια αργότερα, το (2012-13). Συμμετείχε σε Final 4 της Euroleague με την Maccabi, κατακτώντας το τρόπαιο. Είχε μια καριέρα που δεν εξελίχθηκε άσχημα, αν και έδειχνε να είχε μεγαλύτερο ταβάνι. Ενδεχομένως να νιώθει πιο μετανιωμένος από ότι αντίστοιχα ένας άλλος πρώην σέντερ του Ολυμπιακού, ο Μπουρούσης. Θα πρέπει όμως να δεχτεί χαρακτηρισμούς τύπου ένας από τους μεγαλύτερους απατεώνες που φόρεσαν τα ερυθρόλευκα. Αν και ο συντάκτης του κειμένου θα έδινε ως συμβουλή να μην ειπωθεί κάτι τέτοιο μπροστά του για εμφανείς σωματικούς λόγους.

 

Matt Lojeski

Το κλίμα το καλοκαίρι του 2013, παρά τις 2 συνεχόμενες κατακτήσεις Euroleague ήταν νοσηρό και αρκετά εσωστρεφές. Η απώλεια του πρωταθλήματος και η εξωαγωνιστική αδράνεια των Αγγελόπουλων, απέναντι στην επικοινωνιακή προσπάθεια δυσφήμησης περί ντοπαρισμένου Ολυμπιακού από τον Παναθηναϊκό με την συνδρομή Ιωαννίδη και Στέφανου Χίου είχαν δημιουργήσει ήδη ένα αρνητικό κλίμα. Το πραγματικό κερασάκι στην τούρτα ήταν οι αποχωρήσεις βασικών στελεχών του ευρωπαϊκού back-to-back. Είτε του Hines είτε του Antic, που δεν ταίριαζε τα χνώτα του με Μπαρτζώκα, είτε του Παπανικολάου που κατευθύνθηκε στην Barcelona. Αυτό φυσικά προκάλεσε γκρίνια στους οπαδούς και φιλάθλους του Ολυμπιακού. Και κατά συνέπεια όσοι θα αντικαθιστούσαν τους συγκεκριμένους παίκτες θα είχαν έξτρα δύσκολο έργο ώστε να κερδίσουν την καρδιά των φιλάθλων του Ολυμπιακού.

Ο Matt Lojeski ήταν ένας από αυτούς και είχε και ίσως και την πιο δυσχερή αποστολή από όλους. Γιατί αντικαθιστούσε τον Κώστα Παπανικολάου, ένα παιδί του εγχώριου κορμού και παίκτη που με τις θεαματικές και μαχητικές ενέργειες έδινε αυτό το κάτι που ξυπνούσε και βελτίωνε την ψυχολογία της ομάδας και της εξέδρας. Και παράλληλα ο Βελγοχαβανέζος είχε ως μεγαλύτερη μπασκετική εμπειρία το Βέλγιο στα 28, με εντελώς διαφορετικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά από τον Παπανικολάου, ως ένας περισσότερο επιθετικογενής και guard/forward παίκτης σε αντίθεση με τον Παπανικολάου, που ήταν γνωστός για τις αμυντικές δυνατότητες και η θέση του ήταν αποκλειστικά small forward. Τα πάντα όμως κρίνονται στο παρκέ. Και σε αυτό ο Lojeski διέψευσε με εμφατικό τρόπο όλες τις Κασσάνδρες, όχι μόνο παίζοντας καλά αλλά μένοντας 4 χρόνια κάνοντας τον εαυτό του έναν από τους πιο μακροβιότερους ξένους του Ολυμπιακού, δοκιμάζοντας σχεδόν κάθε προϊόν της ερυθρόλευκης μπουτίκ στον ίδιο και στην οικογένεια του σε όλο το χρονικό διάστημα που έμεινε στον Ολυμπιακό. Δυστυχώς οι τραυματισμοί που έβγαζε με σχετική ευκολία, σε συνδυασμό ότι το (2016-17) δεν βιαζόταν κιόλας να γυρίσει στους αγωνιστικούς χώρους ανάγκασαν τον Ολυμπιακό να τον αφήσει, ενώ σε φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να παραμείνει μέχρι το τέλος της καριέρας του εδώ. Ο Lojeski όμως λάτρεψε τον τρόπο ζωής στην Ελλάδα και πέρασε στην συνέχεια της καριέρας του σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, κάνοντας εμάς να αναρωτηθούμε τι θα γινόταν κιόλας αν δεν αγόραζε όλη την ερυθρόλευκη μπουτικ.

 

Nikola Milutinov

Ο ερχομός του δεν έφερε απαραίτητα αρνητικές αντιδράσεις, ήταν ένα σερβικό ταλέντο, είχε εμπειρία στην Euroleague παρά το ότι ήταν μόλις 21 χρονών και θα μοιραζόταν την θέση ως τρίτη επιλογή μαζί με άλλους 2 ξένους σέντερ, Hunter και Young, διαμορφώνοντας μια κατάσταση μικρού ρίσκου. Ο Dunston είχε όμως διαφορετική γνώμη, τραυμάτισε σοβαρά άθελα του τον Young, αναγκάζοντας τον τελευταίο να μείνει θεατής σε όλο το υπόλοιπο της χρονιάς. Και όπως ξέρουμε πια, για να μην επανέλθει ποτέ στα στάνταρ που υποσχόταν η σεζόν του στην Galatasaray και τα πρώτα ματς του στον Ολυμπιακό. Το πρόβλημα έγινε ακόμα μεγαλύτερο με την ανικανότητα του Ολυμπιακού να φέρει ικανό αντικαταστάτη, με τον Son James να φεύγει όσο γρήγορα ήρθε και να έχουμε χαρακτηριστική καθυστέρηση, μετά την αποχώρηση του πρώην σέντερ της Maccabi, να ακούγεται ο Bargnani και τελικά να έρχεται ο Hackim Warrick, παίκτης που δεν κάλυπτε σε καμία περίπτωση την άμυνα όπως υποτίθεται θα έκανε ο Patrick Young. Και ο οποίος δεν πρόλαβε να διορθώσει πολλά πράγματα στην Euroleague και δεν είχε σημαντικό ρόλο στα ελληνικά Play Off. Ο Milutinov ήθελε δεν ήθελε, βούτηξε στα βαθιά, πήρε πρωτάθλημα σαν ο σέντερ πίσω από τον Hunter. Χωρίς όμως να πείσει τον κόσμο με μόλις 3.7 πόντους μέσο όρο στην Ευρωλίγκα, <hedge out> αμφιβόλου αποτελεσματικότητας στην άμυνα και τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, που είχαν καλομάθει στους ευέλικτους αθλητικούς σέντερ, να τους κακοπέφτει ένας πιο κλασσικός μπασκετικά δεινόσαυρος. Αμφιβάλλοντας μερικοί από αυτούς πως τον επέλεξαν οι Spurs ή το αν αρκεί να τον επιλέξουν οι Spurs ως εγγύηση για μεγάλο μπασκετικό μέλλον. Χρειάστηκε να φτάσουμε προς το τέλος της δεύτερης σεζόν το (2016-17) ώστε σιγά-σιγά ο Milutinov να αρχίζει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των φιλάθλων του Ολυμπιακού. Και τις 3 επόμενες χρονιές να κάνει σεζόν οι όποιες θα έσβηναν από τις αναμνήσεις των φιλάθλων του Ολυμπιακού σχόλια όπως καλύτερα να πάει δανεικός και θα του εξασφάλιζαν την μεταγραφή στην CSKA.

 

Dusan Ivkovic

Το να αντικαταστήσει κάποιος τον Ιωαννίδη μετά από όσα έκανε στη πρώτη θητεία του στον Ολυμπιακό, η οποία τελείωσε με ένα (73-38) εναντίον του τότε πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκό, και έφερε 4 πρωταθλήματα και μια δεύτερη θέση από εκεί που ο Ολυμπιακός ήταν χαμένος στην μετριότητα, απαιτούσε μεγάλη αυτοπεποίθηση από τον διάδοχο. Γνώριζε ότι πολύ δύσκολα θα κέρδιζε στην σύγκριση με τον με διαφορά καλύτερο τότε προπονητή του Ελληνικού πρωταθλήματος, και μια εμπορική φιγούρα της λίγκας. Ο Ivkovic είχε 2 θητείες στον Ολυμπιακό. Στην πρώτη έχουμε ήδη καλυφθεί αρκετά από την αντίστοιχη αναφορά στην θητεία Rivers. Με τον προβληματικό Ολυμπιακό του πρώτου μισού, και τις γνωστές σε όλους μας αλλαγές που έφεραν τους 3 τίτλους. Ήταν μια σεζόν που ο Ολυμπιακός διατήρησε σε μεγάλο μέρος τον κορμό των επιτυχιών των προηγούμενων χρόνων, αντί όμως για αυτόματο πιλότο, τα αρνητικά αποτελέσματα τσίγκλησαν την χαρακτηριστική ελληνική ανυπομονησία, είχαμε αστειάκια τύπου Ύπνοβιτς. Τελικά όμως, παρά το triple-crown εκείνης της σαιζόν, ο Ivkovic θα έφευγε ως αποτυχημένος δίχως να φέρει τίτλο τα επόμενα 2 έτη, παρά το γεγονός ότι έχτισε πολύ ορθολογικά τις ομάδες του. Τόσο το (1997-98) με Hawkins, Vuksevic, Karnisovas, Rodgers να δίνουν αρκετά ικανοποιητικό spacing, και την ομάδα να δείχνει στους πρώτους μήνες τις μεγάλες δυνατότητες της, όσο και το (1998-99) που είχε κατακτήσει το πλεονέκτημα έδρας στην κανονική περίοδο του Ελληνικού πρωταθλήματος, και είχε φτάσει πολύ πειστικά στο Final 4 του Μονάχου το 1999.

Υπήρχαν σίγουρα κάποιες δικαιολογίες, όπως η αποχώρηση βασικών στελεχών του βασικού κορμού, το ότι ο Φασούλας μεγάλωσε, οι πολλές ατυχίες και τραυματισμοί το (1997-98) ακόμα και πριν την έναρξη της επίσημης σαιζόν, όπως στην περίπτωση του σχετικά άγνωστού Bennett, στο πρόσωπο του οποίου ο Ολυμπιακός έχασε έναν από τους κορυφαίους πλει-μεικερ του ισπανικού πρωταθλήματος τα επόμενα χρόνια. Αλλά κανένας δεν είναι άσφαλτος όπως θα έλεγε η Άντζελα Δημητρίου ή αλάνθαστος όπως θα λέγαμε οι πιο μορφωμένοι, το ‘99 δεν δικαιώθηκε με την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Komazec, τον παραγκωνισμό του Φασούλα, έχασε πολύ εύκολα από την Zalgiris στον ημιτελικό της Euroleague. Και με αυτόν έσπασε η κατάρα του ΣΕΦ για τον Παναθηναϊκό σε ματς τίτλου. Το τελευταίο θα μπορούσε να μην είχε συμβεί αν έπαιζε ο Oberto στους τελικούς, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Radja, επειδή ακριβώς μπορούσε να παίρνει φάσεις κοντά στο καλάθι με αντίπαλο τον Rodgers, σκόραρε μερικούς πολύ κρίσιμους πόντους στον πέμπτο τελικό που έδωσαν την ευκαιρία στον Παναθηναϊκό να πάρει το πρωτάθλημα εκείνη την σεζόν του (1998-99). Το μόνο όμως που μπορούμε να κάνουμε πια είναι να εκδώσουμε επιτέλους αυτό το βιβλίο με όλα τα What if σενάρια που συνδέεται με απουσίες, τραυματισμούς και άλλους λόγους που δεν άφησαν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικούς παίκτες να δώσουν το παρόν.

Τα χρόνια πέρασαν ο Ολυμπιακός έζησε μια δύσκολή περίοδο, επανήλθε οικονομικά και αγωνιστικά. Και το χαμένο πρωτάθλημα του 2010 με τον περιβόητο εως διαβόητο τρίτο τελικό σε συνδυασμό με τα κρούσματα φανερής απειθαρχίας στο Final 4 του Παρισιού το 2010, αποτέλεσε την αιτία για να φύγει ο Γιαννάκης και να επιστρέψει ο Ivkovic. Ο Ντούντα στην δεύτερη θητεία του είχε την τύχη με τον ερχομό του Σπανούλη να ολοκληρώσει μια περιφερειακή ντριμ τιμ με Teodosic, Παπαλουκά, Σπανούλη και συμπληρωματικούς τους Halperin και Gordon, φαινόταν να του βγαίνει η αρχικά ερωτηματικό επιλογή του Keselj με όσα έκανε ο Σέρβος forward με την Εθνική του στο Mundobasket του 2010 στην ίδια σέρβικη ομάδα με τους Teodosic, Ivkovic επίσης παρόντες. Και θα διέθετε και τον Nesterovic που αν και φοβόταν μια μερίδα των φιλάθλων του Ολυμπιακού ότι θα βγει συνταξιούχος, έδωσε δωρεάν μαθήματα για το πώς παίζεται η θέση 5. Και όμως σε μια τέτοια χρονιά που πήρε πλεονέκτημα έδρας σε Ελλάδα και στα προημιτελικά Euroleague, τελικά το δεύτερο μέρος της θητείας του θα ήταν πιο πετυχημένο στις σαφώς πιο δύσκολες συνθήκες του (2011-12). Είναι γεγονός ότι ο ερχομός του Ivkovic εξισορρόπησε αρκετά το προπονητικό μειονέκτημα έναντι του Obradovic, που είχε ριζώσει στον κυριότερο εγχώριο αντίπαλο. Και πάλι όμως στην περίοδο (2010-12) ο Ivkovic είχε αρκετές αστοχίες, με τον Keselj να αποδίδει αρκετά χειρότερα από ότι στην Εθνική του, με τον Παπανικολάου να είναι άγουρος ακόμα, και να πληρώνει ο Ολυμπιακός αυτήν την έλλειψη στο 3 στα προημιτελικά με Siena μέσω του Herston, έχασε Βασιλόπουλο και Nesterovic το (2010-11) που θα έφταναν για κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ο Nilssen ήταν μια από τις χειρότερες μεταγραφές που ήρθαν στον Ολυμπιακό, έστω και ως μίζα για να έρθει πακέτο μαζί με Σπανούλη που ήταν πελάτες του ίδιου μάνατζερ, και παρολίγο να φέρει Rasic αντί για Law στα μισά της σεζόν (2011-12).

Όλα τα παραπάνω όμως τα κάλυπτε φυσικά το σε γενικές γραμμές καλό κοουτσάρισμα, με πειστικές εμφανίσεις του Ολυμπιακού στην πλειοψηφία των εγχώριων ντέρμπι εκείνη την διετία, αναγκάζοντας τους διαιτητές σε αυξημένη απόδοση και παρέμβαση στους ελληνικούς τελικούς του 2011, κατόρθωσε να επιβάλει πειθαρχία μην διστάζοντας να θέσει για 1 μήνα εκτός αγώνων τον Μπουρούση μεταξύ των άλλων. Και φτιάχνοντας βέβαια μια ομάδα με περιορισμένο μπάτζετ το (2011-12), από εκεί που θα ήταν ευχαριστημένη με απλή παρουσία στους 16 της Euroleague και να χάσει αξιοπρεπώς στους ελληνικούς τελικούς να πάρει πρωτάθλημα και Euroleague. Σίγουρα απαιτείται και τύχη ώστε αγωνιστικά να συμπέσουν η απίθανη βελτίωση Πρίντεζη, να βγουν επιλογές μεσούσης της σαιζόν και να ήμασταν παράλληλα στην τελευταία σαιζόν των Παύλου και Θανάση Γιαννακόπουλου με ότι σήμαινε στο εξωαγωνιστικό κομμάτι συγκριτικά με το (2010-11). Ίσως όμως ο Ivkovic θέτει δυνατή υποψηφιότητα για το πρόσωπο που επέστρεψε περισσότερο από όσο άλλον τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς φιλάθλων πίσω στο πρόσωπο τους. Μιλάμε για τον άνθρωπο που δεν βολεύεται μόνο με τεράστια μπάτζετ, αλλά του αρέσει να φτιάχνει και ομάδες από τον Πανιώνιο του (1995-96), και την ΑΕΚ του (1999-00) στην Εθνική Σερβίας και τον Ολυμπιακό του (2011-12). Ένα τέτοιο άτομο δεν θα χαμπάριαζε από χαρακτηρισμούς random, φιλάθλων είτε τον λέγανε Ύπνοβιτς το ’97, είτε γέρο στην δεύτερη θητεία του.

 

Κεφάλαιο Ισραηλινοί προπονητές

This slideshow requires JavaScript.

Όταν ήρθε ο Gherson θα ήταν ανόητο να ισχυριστεί κανείς ότι δεν χάρηκε με την άφιξη του, καθώς αυτός και ο Mace ήταν τα πρώτα μεγάλα ονόματα μετά από χρόνια. Το ίδιο έγινε πάνω-κάτω με Blatt. Ο κόσμος και το περιβάλλον του Ολυμπιακού είχε κορεστεί από την τετραετία Σφαιρόπουλου και επιθυμούσαν, όπως και το (2006-07) με Gherson, να δοκιμάσουν ένα διαφορετικό στυλ πιο μακριά από το λεγόμενο σκεπτόμενο μπάσκετ που είναι συνυφασμένο με την ελληνική καλαθόσφαιρα. Παρά όμως τις δικαιολογημένα τεράστιες προσδοκίες της αρχής συμπερασματικά αν απλοποιούσαμε τα πράγματα και οι 4 σεζόν με Ισραηλινό προπονητή ήταν όλες τους ξεκάθαρα αποτυχημένες ειδικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα ήταν άδικο και ελλιπές να κάνουμε μια μαύρη ή άσπρη αποτίμηση των πεπραγμένων τους. Το σίγουρο είναι ότι από την μια πλευρά, ο Gherson επέδειξε από τα καλύτερα κοουτσαρίσματα προπονητή στην ιστορία του μπασκετικού Ολυμπιακού στο σύνολο αγώνων απέναντι στον Παναθηναϊκό και ο Blatt είχε τον Ολυμπιακό ανάμεσα στις θέσεις 4 εως 6 στην πρώτη ερυθρόλευκη χρονιά του στην Euroleague πριν μεσολαβήσουν τα θέματα των πληρωμών, και έφερε καλές ατομικές μονάδες από το κατώτερο επίπεδο που διακρίθηκαν στην Euroleague στις μετέπειτα ομάδες τους σαν τους Baldwin, Punter και LeDay. Και από την άλλη, πέρα των απογοητευτικών ευρωπαϊκών εμφανίσεων επι Gherson, είχαμε τον Blatt να προχωράει σε έναν από τους πιο μπερδεμένους σχεδιασμούς ρόστερ το (2019-20) που έχουμε δει σε ομάδες Ολυμπιακού, να υπερφορτώνει την θέση 3 και στις 2 σεζόν, και να δείχνει λανθασμένη επιμονή να θέλει να βγάλει τον LeDay στην θέση του σέντερ.

Η ουσία είναι πάντως ότι ούτε ο Ολυμπιακός ήταν έτοιμος για τους Ισραηλινούς ούτε οι Ισραηλινοί για τον Ολυμπιακό όπως απέδειξε η καμένη γη που άφησαν αμφότεροι οι 2 μεγάλοι προπονητές πίσω τους, ανεξαρτήτως της έκτασης της ευθύνης τους. Πόσο μάλλον όταν για παράδειγμα το (2005-06) ο Ολυμπιακός είχε δώσει ένα preview για το (2011-12), με υπερβάσεις, ενέργεια άμυνα αιφνιδιασμούς και βασιζόμενος γύρω από έναν παίκτη, με τον Edney αναλογικά σε ρόλο Σπανούλη. Πράγματα που διαφοροποιήθηκαν με τον Gherson που ήταν κυρίως θιασώτης της επίθεσης. Η διάλυση του αχίλλειου τένοντα του Macijauskas σε εκείνο το χωρίς υπερβολή καταραμένο φιλικό με την Scafati, δεν θα μας επιτρέψει να μάθουμε ποτέ ούτε εκ των υστέρων αν θα ήταν εφικτό να εκπληρωθούν τα σχέδια επι χάρτου του Pini Gherson.

 

Acy Law IV

Εάν κάποιος σας έλεγε για παίκτη που αγωνίστηκε τραυματίας σε έναν ευρωπαϊκό τελικό του 2012, δεν έπαιξε στους 2 πρώτους ελληνικούς τελικούς του 2012, στα ελληνικά play-off του 2013 ήταν τόσο ανεύθυνος που έπαθε δηλητηρίαση/γαστρεντερίτιδα και έχασε κυριολεκτικά ή ουσιαστικά τους τότε τελικούς με τον Παναθηναϊκό και τα προβλήματα με τα γόνατα τον ταλαιπωρούσαν από τις αρχές της τρίτης χρονιάς του στον Ολυμπιακό, τον έβγαλαν νοκ-αουτ από τα μέσα εκείνης της σαιζόν του (2013-14). θα ήσασταν επιφυλακτικοί αν δεν ξέρατε το όνομα του ή δεν είχατε επαφή με το μπάσκετ του Ολυμπιακού. Όταν όμως πρόκειται για τον Acy Law έναν από τους καλύτερους 2-way παίκτες που πέρασαν από τον Ολυμπιακό, clutch χωρίς να χρειάζεται να παίρνει πάντα πολλές προσπάθειες, τότε τα πράγματα διαφοροποιούνται και είναι δύσκολο για τον κόσμο και την ομάδα να τον αποχωριστεί και να μην λειτουργήσει συναισθηματικά. Με έναν παίκτη που είχε κάνει εμφάνιση πολυτιμότερου παίκτη στον Τελικό της Euroleague το 2013 στο Λονδίνο, ο οποίος για να έρθει στον Ολυμπιακό τον χειμώνα του 2012, είχε πληρώσει ο ίδιος το buy-out που απαιτούταν. Ενώ βρισκόμασταν σε ένα καλοκαίρι του 2013 που ο Ολυμπιακός θα πήγαινε χωριστούς δρόμους με Hines, Παπανικολάου και Antic. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν ο Ολυμπιακός προχώρησε σε ένα λεγόμενο λελογισμένο ρίσκο. Που δεν βγήκε, αλλά αν ξαναέδιναν την επιλογή στον κόσμο του Ολυμπιακού και ανάμεσα τους στον συντάκτη αυτού του κειμένου θα έκανε ξανά το ίδιο ελπίζοντας με κάποιον μαγικό τρόπο να άλλαζε το σενάριο προς ευνοϊκότερα μονοπάτια.

 

Joey Dorsey

Σε μια φυσιολογική ομάδα, η απόκτηση των Law και Dorsey, μαζί με την βελτίωση της ομάδας και τους τίτλους που έφεραν, θα σήμαινε αυτόματα απόλυτη δικαιολόγηση ανανέωσης των συμβολαίων τους χωρίς «Ναι μεν αλλά». Θα αισθανόμασταν επίσης προνομιούχοι για τις συγκυρίες του lock-out στο ΝΒΑ που τους έφεραν στην Ευρώπη, και μετά για ότι δεν έπαιξαν αρκετά καλά για να παραμείνουν στις πρώτες ευρωπαϊκές ομάδες τους, αλλά να συνεχίσουν στον Ολυμπιακό και να αλλάξουν ριζικά τα πράγματα στην ομάδα του Πειραιά και κατά επέκταση στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ο Ολυμπιακός όμως δεν είναι μια φυσιολογική περίπτωση ομάδας. Είναι ο οργανισμός που ο νέος ακριβοπληρωμένος αστέρας παθαίνει ρήξη αχίλλειου τένοντα στο πρώτο φιλικό (Macijauskas), ένας άλλος μέχρι τότε σιδερένιος παθαίνει κάτι στην προθέρμανση πριν τον πρώτο επίσημο Ευρωπαϊκό αγώνα και τελειώνει ουσιαστικά την καριέρα του στον Ολυμπιακό (Tillie), και ένας τρίτος καταστρέφεται η γενικότερη καριέρα του από τον προκάτοχο στην θέση που παίζει (Patrick Young). Δεν είναι άξιο απορίας πως τα πράγματα εξελίχθηκαν με το χειρότερο δυνατό σενάριο.

Και αν στην περίπτωση του Law το τέλος της καριέρας του ήταν σχετικά φυσιολογικό λόγω των γονάτων του, το κεφάλαιο Dorsey μας προετοίμασε ένα δραματικό και ταυτόχρονα κωμικό φινάλε της καριέρας του. Όσοι ήταν μέσα στην ομάδα γνώριζαν τις ιδιοτροπίες του χαρακτήρα του, δεν έδωσαν την πρέπουσα όμως σημασία, τοποθετώντας μια βόμβα στα θεμέλια της ομάδας την ώρα που ο αμέριμνος ερυθρόλευκος λαος πανηγύριζε για την παραμονή του. Ακόμα όμως και σε αυτό το πλαίσιο θα περίμενε κανείς το πολύ-πολύ αν αποχωρούσε να γινόταν εξαιτίας μιας χειροδικίας ή προστριβής με μέλος της ομάδας. Και όχι λόγω δημοσιεύσεων στο Facebook που όσο και αν ήθελε κάποιος να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία δεν άφηναν περιθώριο για παραμονή. Ο Ολυμπιακός δεν πλήρωσε ευρωπαϊκά την αποπομπή του Dorsey κατακτώντας ευρωπαϊκά back-to-back. Περισσότερο όμως οδυνηρό από τους χαμένους τίτλους στην Ελλάδα ήταν η αντικατάσταση Dorsey με τον Josh Powell. Μια διαρκή ζωντανή υπενθύμιση του λάθους που έγινε επειδή ο Ολυμπιακός εμπιστεύτηκε τον Αμερικανό.

 

Mardy Collins

Σεζόν (2013-14). Ο Law ήθελε να κάνει επέμβαση στο λαβωμένο γόνατο του. Η επέμβαση καθυστέρησε επειδή οι γιατροί του Ολυμπιακού και αυτοί του Law είχαν διαφορετική άποψη, και οι Αγγελόπουλοι έδιναν την εντύπωση στον Law, ότι το μόνο που ήθελαν πια στην σχέση τους με τον Αμερικάνο guard ήταν να γλιτώσουν χρήματα, αν πιστέψουμε τον ίδιο τον Law. Η ζωή όμως συνεχίζεται και ο Ολυμπιακός έπρεπε να βρει αντικαταστατή του Acy. Ο εκλεκτός ήταν ο Mardy Collins, που επέλεξε ο Μπαρτζώκας απλά επειδή του άρεσε σε ένα φιλικό απέναντι στην Montegranaro και έμελλε να μείνει στην μνήμη των φιλάθλων του Ολυμπιακού. Συνήθως αυτό λέγεται για παίκτες που είχαν ξεχωριστή απόδοση, ο Collins όμως ήταν από τις εξαιρέσεις, διαγράφοντας μια ιδιαίτερη πορεία στην καριέρα του στον Ολυμπιακό. Ξεκίνησε με μια από τις περισσότερο αργές προσαρμογές αλλοδαπών καλαθοσφαιριστών στον Ολυμπιακό, δεχόμενος αποδοκιμασίες από τον κόσμο σε έναν εντός έδρας αγώνα στο ΣΕΦ. Και αρχίζοντας μόλις στα προημιτελικά με την Real να δείχνει τα πρώτα σημάδια αγωνιστικής χρησιμότητας. Δείγματα που επιβεβαιώθηκαν στην συνέχεια στα ελληνικά play-off, όταν για παράδειγμα στον πρώτο τελικό είχε 7 pts, 8 rebs και 6 asts και στον τελευταίο 11 pts. Και τα οποία ενδεχομένως να του εξασφάλιζαν την παραμονή κόντρα σε όλες τις αρχικές προβλέψεις, αν έπαιζε καλύτερα στον τέταρτο μοιραίο τελικό και βοηθούσε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος σε εκείνο το matchball. Εφόσον όμως δεν τα κατάφερε θα τον θυμόμαστε για την φιλοτιμία του και μερικές αντιαθλητικές ενέργειες του, με κορυφαία οπαδικά αυτή στον Δημήτρη Διαμαντίδη. Τουλάχιστον κατόρθωσε να μην μπει το όνομα του δίπλα σε άτομα σαν τους Evrick Grey, Lavor Postell και Oliver Miller.

 

Θοδωρής Παπαλουκάς

Μια συνέπεια της εγκατάλειψης Κόκκαλη προς το μπασκετικό τμήμα του Ολυμπιακού, ήταν οι αρνήσεις από τους καλούς Έλληνες παίκτες τις όποιες προαναφέραμε. Μια άλλη συνέπεια ήταν επίσης ότι ο Ολυμπιακός για να καταφέρει να προσελκύσει πάλι τους κορυφαίους παίκτες έπρεπε να τους πληρώσει μάλλον περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Κατά συνέπεια τα πόσα που έλαβαν αντιστοιχούσαν περισσότερο στην μέχρι τότε καριέρα τους πάρα για όσα έκαναν στον Ολυμπιακό. Τέτοια περίπτωση ήταν ο Nikola Vujcic, υπήρχαν και άλλες σαν τον Childress και τον Kleiza που πήραν υπέρογκα πόσα, αλλά έπαιξαν και σε πολύ υψηλό επίπεδο. Και βέβαια είχαμε ενδιάμεσες σαν τον Θοδωρή Παπαλουκά τον όποιο φυσιολογικά περίμεναν σαν μεσσία με όσα είχε κάνει σε Εθνική και CSKA Moscow, αλλά τα αποτελέσματα της επιστροφής έκαναν και κάνουν ακόμα τους φιλάθλους να είναι επιφυλακτικοί μήπως επαναληφθεί το ίδιο με Σλούκα. Ο Παπαλουκάς επιστρέφοντας πάλι στον Ολυμπιακό μετά την σαιζόν (2001-02) έδειξε αρκετές στιγμές την μεγάλη κλάση του σε κρίσιμα ματς, όπως μας συνήθιζε. Χαρακτηριστικά μερικά τέτοια παιχνίδια ήταν στα προημιτελικά και στον ημιτελικό της Euroleague το 2009. Τα 2 ματς του Final 4 του 2010. Το Top16 του 2011 με εκπληκτικές επιδόσεις στις asts και με το τρίποντο μέσα στην Fenerbahce που εξασφάλισε το πλεονέκτημα έδρας στον Ολυμπιακό στα προημιτελικά της Euroleague, αλλά και το αποχαιρετιστήριο ματς του στον Ολυμπιακό, όπου σε πολλούς έμειναν οι 2 άστοχες βολές του σε πολύ κρίσιμο σημείο του τέταρτου τελικού, αλλά μέχρι τότε είχε κάνει μια μεγάλη εμφάνιση με 7 pts, 6 asts, βγάζοντας μια δυνητική άμυνα νίκης στον Nicholas με τάπα και κερδίζοντας φάουλ που αν έβαζε τις βολές θα γινόταν ο ήρωας του ματς. Επειδή όμως τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα, οι αγωνιστικές αποτυχίες και ότι η ομάδα κατέκτησε 2 Euroleague αμέσως μόλις ο Παπαλουκάς έφυγε του κόλλησαν μοιραία την στάμπα του αποτυχημένου για τον οποίο ξοδεύτηκαν τζάμπα λεφτά.

Σε κάθε περίπτωση όμως η απώλεια τίτλων δεν ήταν μόνο ευθύνη του Παπαλουκά. Με παρουσία Βασιλόπουλου ο συντάκτης του κειμένου πιστεύει με αρκετά μεγάλη σιγουριά ότι ο Ολυμπιακός θα πέρναγε στον τελικό του Βερολίνου του 2009 ακόμα και με τον Μπουρούση να αγωνίζεται με πυρετό. Στον πρώτο ελληνικό τελικό πραγματοποιήθηκε ένα ξεκάθαρο non-call πάνω στον Παπαλουκά που στέρησε από τον Ολυμπιακό ένα πιθανό 1-0, σε μια σειρά που ήταν έτσι και αλλιώς δύσκολο να κερδηθεί παρά το πλεονέκτημα έδρας, χωρίς Βασιλόπουλο και με τον Παπαλουκά να τραυματίζεται στον τρίτο τελικό και να δίνει το παρών με χάντικαπ στον τέταρτο τελικό. Το 2010 είχαμε τον διαβόητο διαιτητικά τρίτο τελικό. Τον Παπαλουκά να τραυματίζεται πάλι στον τρίτο τελικό. Και να αφήνει ανεξέλεγκτο τον εκνευρισμένο Teodosic στον τέταρτο τελικό. Και βέβαια το 2011 ο Παπαλουκάς, επειδή ο Keselj δεν κατάφερε να θυμηθεί τις επιδόσεις του 2011, και οι παρτενέρ του Σέρβου ήταν ο άπειρος Παπανικολάου, ο Βασιλόπουλος που τέθηκε πρόωρα νοκ-αουτ, ο Πελεκάνος και έπρεπε ταυτόχρονα να βολευτούν όλοι οι περιφερειακοί αστέρες, ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει και τον ρόλο του small-forward μια εγκληματική επιλογή που φάνηκε στα προημιτελικά με την Siena, αλλά και στην θετική επίδραση Παπαλουκά στον τέταρτο ελληνικό τελικό όταν έπαιξε στην κανονική του θέση, αυτή του point guard. Ο Παπαλουκάς δεν πήρε τους τίτλους που θα ήθελε αυτός και οι οπαδοί του Ολυμπιακού, τήρησε μια αρκετά οικουμενική στάση για παράδειγμα παίζοντας σε κοινή διαφήμιση με τον Διαμαντίδη μεταξύ των άλλων. Έκανε προσφυγή για τα δεδουλευμένα εναντίον της ΚΑΕ Ολυμπιακός. Αλλά από την άλλη πλευρά για να είμαστε δίκαιοι δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι απέρριψε 2 φορές τον Παναθηναϊκό για χάρη του Ολυμπιακού σε εποχές που δεν ήταν εύκολο να γίνει. Ειδικά αν θυμηθούμε ότι στο πρώτο παιχνίδι ως αντίπαλος του Ολυμπιακού το (2002-03) έτυχε εμετικής υποδοχής στον Κορυδαλλό.

 

Επίλογος

Διαλέξαμε 11 περιπτώσεις, στις όποιες θα μπορούσαν άνετα να συμπεριληφθούν και άλλες με την γκρίνια για το ρόστερ του περσινού Ολυμπιακού, που αποδείχθηκε ότι αν και κακοφτιαγμένο σύνολο είχε καλύτερες ατομικές μονάδες από όσοι φανταζόταν πολλοί, ή την άτυχη έμπνευση του οπαδού Ολυμπιακού να δώσει ερυθρόλευκο κασκόλ στον Jasikevicius, αυτός να το πετάξει και να δώσει έτσι ιδανική πάσα για οπαδική καζούρα αφού ο Λιθουανός υπέγραψε λίγο μετά στον Παναθηναϊκό. Αν θέλαμε να επεκτείνουμε την συζήτηση θα αντιπαραθέταμε και περιπτώσεις που η θέληση του λαού θα μπορούσε να γλιτώσει οπαδικά και αγωνιστικά από δυσάρεστες καταστάσεις με Hackett και πάνω από όλα Νίκο Οικονόμου που θεωρούταν ακόμα από τα καλά ονόματα του ελληνικού μπάσκετ στην θέση του power forward, αλλά ήταν και σε μια σχετική πτώση συγκριτικά με την καλή εποχή του στον Παναθηναϊκό, κάτι που αποδείχθηκε και με τα ερυθρόλευκα. Με τον Ζούρο στο τέλος να παραγκωνίζει τελείως τον Οικονόμου να χρησιμοποιεί στην θέση του τους Δορκοφίκη και Σούλη και να βγάζει από το ψυγείο τον De Miguel προς το τέλος των Play Off, σώζοντας την καριέρα του Βάσκου στον Ολυμπιακό. Αν κάποιος ήθελε να είναι ακραίος τα 11 παραπάνω παραδείγματα θα χρησίμευαν σε εκλογική εκστρατεία δεξιών κομμάτων ή την πολιτική προώθηση για την επαναφορά της Βασιλείας μιας χώρας με δημοψήφισμα. Τι είναι όμως τελικά ο κόσμος του Ολυμπιακού; Eίναι τύποι που πρέπει να εφαρμόσουμε το ad hominem και να μην λαμβάνουμε την άποψη τους ακόμα και αν φαίνεται σωστή απλά επειδή εκφράζεται από απλούς οπαδούς και δεν έχουν αξιοπιστία ως πρόσωπα;

Η παραπάνω είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι σύντομη. Όμως αν περιοριστούμε στο μπάσκετ και θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οι Έλληνες φίλαθλοι δεν έχουν στο DNA τους το μπάσκετ, είναι κυρίως ποδοσφαιρόφιλοι. Πράγμα που είχαμε ευκαιρία να το ζήσουμε όταν ο κόσμος του Ολυμπιακού επιφύλασσε κάποτε σχόλια σαν το κλασσικό “ότι παίζεται με τα χέρια είναι αυνανισμός”. Και στον υποτιθέμενο μπασκετικό κόσμο του Παναθηναϊκού, μαζευόταν μόλις 5000 άτομα στον πρώτο προημιτελικό με την Cibona το 2000. Μεταδιδόταν ευρωπαϊκά final 4 του Παναθηναϊκού από το Tempo και το Magic, και είχαμε μέτρια προσέλευση φιλάθλων στους ελληνικούς τελικούς του 2005 με αντίπαλο την ΑΕΚ σε αμφότερα τα γήπεδα των ΟΑΚΑ και Γαλατσίου. Γεγονότα που δεν αναιρούν ότι συγκριτικά με άλλες χώρες είμαστε πιο μπασκετικό έθνος, και η προσέλευση στα ματς της Euroleague είναι πάλι ικανοποιητική, μετά την κρίση στα τέλη του προηγούμενου με αρχές του τρέχοντος αιώνος. Αλλά υπενθυμίζουν το πόσο σχετικό είναι το οπαδικό και φίλαθλο ενδιαφέρον για τα αθλητικά γεγονότα. Σε ένα κλίμα που δεν χαρακτηρίζεται υγιές, όσο και επιεικής να είναι κάποιος.

Γενικά το φίλαθλο κίνημα στην Ελλάδα αν το δούμε κυνικά δεν χαρακτηρίζεται απαραίτητα ως το καλύτερο. Είναι σύνολα ανθρώπων με ομοφοβικά συνθήματα, προτροπή προς ερωτική συνεύρεση με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και πιο συγκεκριμένα μανάδες, που υμνούν πεσίματα σε αντιπάλους οπαδούς. Και προχωράνε σε φιλίες με οπαδούς άλλους ομάδων όχι μόνο στο πλαίσιο του «Ευ Αγωνίζεσθαι», ούτε μόνο για ειρηνικούς σκοπούς. Ακόμα το Ελληνικό οπαδικό κοινό δεν θα αναγνωρίσει πολλές φορές την αξία του αντιπάλου. Παρουσιάζει κυβίστηση στις απόψεις του. Και θα υποτιμήσει παίκτες της ίδιας του της ομάδας αρκετές φορές. Επιδεικνύοντας μέγιστη ασέβεια σε αθλητικά τοτέμ σαν τους Predrag Djordjevic και Βασίλη Σπανούλη. Με το παράδειγμα του SUPER 3 στον Άρη να δείχνει εκτός όλων των παραπάνω και την πεπερασμένη ικανότητα των Ελλήνων φιλάθλων, όπως και την διαφορά ανάμεσα στο προπονητή και μάνατζερ του καναπέ που έχουμε γίνει όλοι μας, αλλά και την πραγματική διαχείριση της ομάδας.

Υπάρχουν σίγουρα στιγμές που διαβάζει κανείς σχόλια υπερχειλίζουσας αρνητικότητας οπαδών του Ολυμπιακού, που κάνουν αυτόν που υπογράφει το συγκεκριμένο γραπτό να ήθελε να κάνει δίδυμο με κάποιον άλλον, και να αναβιώσουν τις εποχές Bud Spencer και Terence Hill μοιράζοντας ξύλο στον αχανή γκρινιάρικο κόσμο των social media. Που δεν έκανε το κόπο να γεμίσει το γήπεδο στο αποχαιρετιστήριο ματς του Ivkovic στο ΣΕΦ αλλά και στο επόμενο εντός έδρας παιχνίδι μετά το ευρωπαϊκό back to back. Το τανγκό όμως είναι χορός που απαιτεί 2 άτομα. Και φυσικά οι λίγοι τίτλοι για τμήμα του Ολυμπιακού, η γνωστή εξωαγωνιστική αδράνεια, και η μη διατήρηση βασικών και αγαπημένων παικτών σε συνδυασμό με το αλαζονικό our way στοιχίζει φυσιολογικά στην αποδοχή του καλαθοσφαιρικού τμήματος από τον κόσμο. Και ας κατάφεραν οι Αγγελόπουλοι να αποκαταστήσουν το όνομα του Ολυμπιακού, φτάνοντας στο ίδιο ουσιαστικό επίπεδο με Παναθηναϊκό σε final 4 και τελικούς Ευρωλίγκας. Πολλοί θα εστιάσουν ότι το πρόβλημα με αυτούς που προβαίνουν σε υπερβολικά σχόλια είναι η περισσότερο ή λιγότερο ασχετοσύνη τους με το άθλημα. Στην πραγματικότητα όμως δεν χρειάζεται να είσαι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, με κατάρτιση σε πολλαπλά επιστημονικά πεδία,  για να έχεις δικαίωμα να μιλάς ή  να κρίνεις λογικά την δουλειά κάποιου άλλου που δεν έχεις σπουδάσει εσύ. Παρά μόνο να κατανοήσεις πως οι αποφάσεις πρέπει να παρθούν στο τώρα. Και όχι εκ των υστέρων.

Η περσινή ομάδα ήταν μια καλή περίπτωση μελέτης. Όπου μπορεί κανείς χωρίς πολλή σκέψη να εκφράσει την άποψη ότι με Punter και Baldwin η φετινή ομάδα θα πήγαινε για μεγάλα πράγματα. Αλλά φυσικά ένα τέτοιο άτομο θα ξεχάσει ότι στην περίπτωση του Punter ο Ολυμπιακός είχε πραγματοποιήσει ένα άθλιο ξεκινήμα, ο Punter ήταν αναποτελεσματικός επιθετικά και μέτριος αμυντικά. Ο Ολυμπιακός χρειαζόταν επειγόντως δεύτερο πλει-μεικερ επειδή ο Μπολντγουιν δεν ανταποκρινόταν. Και ανάμεσα στο δίλλημα που τέθηκε μεταξύ Punter και Baldwin ο Ολυμπιακός έδιωξε αυτόν που κόστιζε τα λιγότερα λεφτά. Και ακόμη περισσότερο στην περίπτωση Baldwin, που ενώ ήταν γνωστό πως ο Bald είχε μεγάλο ταλέντο, θα έβαζε κανείς στοίχημα ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού θα ειρωνευόταν όλο το καλοκαίρι Μπαρτζώκα και Αγγελόπουλους αν αποφάσιζαν να τον κρατήσουν. Πόσο μάλλον όταν οι άσημοι Ellis και Mckissic κατάφεραν να πείσουν σε πολύ περιορισμένο αριθμό παιχνιδιών σε αντίθεση με τον Baldwin. Μεγεθύνοντας έτσι ακόμα περισσότερο την αποτυχία του Αμερικάνου περιφερειακού να διακριθεί στον Ολυμπιακό. Με την ομάδα του Πειραιά να κυμαίνεται  ασφαλώς σε ένα πιο χαμηλό επίπεδο από αυτό που συνηθίσαμε αλλά και πάλι η κατάσταση να είναι κάθε άλλο παρά YOLO , αντιθέτως να υπάρχει πίεση, και μικρό περιθώριο για παραμονή ξένων παικτών που απογοήτευσαν ειδικά και σε μια ομάδα που ο Ελληνικός κόρμος είναι πάνω από όλα.

Για τον συντάκτη του κείμενου είναι ξεκάθαρο ότι ηλεκτρονικές πρωτοβουλίες όπως αυτή για ανανέωση Mckissic είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελείς ακόμα και αν ολοκληρώνονται με επιτυχία, διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα ενός μελλοντικού σχεδιασμού που εύκολα αλλάζουν από την παραμονή, αποχώρηση ή προσθήκη ενός νέου παίκτη. Παρόλα αυτά χάρη σε αυτήν την Πανδημία και τον Covid-19 συνειδητοποιήσαμε ότι καλοί οι διοικητικοί παράγοντες που δίνουν τα λεφτά για να φέρνουν ποιοτικούς παίκτες. Ακόμα περισσότερο σημαντικοί οι αθλητές και τα τηλεοπτικά μέσα που γιγαντώνουν την σημασία του εκάστοτε αθλήματος. Ο κυριότερος όμως παράγοντας που παίζει ρόλο στην ομορφιά του αθλητισμού είμαστε εμείς ο απλός ο κόσμος, που γεμίζει τα γήπεδα και συντηρεί άμεσα μέσω των εισιτηρίων, και έμμεσα με το ενδιαφέρον του τις ομάδες τα πρωταθλήματα και τις διοργανώσεις είτε διεθνείς είτε εγχώριες. Τα άδεια γήπεδα συνεπώς τονίζουν ακόμα περισσότερο για ποιόν γίνεται πραγματικά όλο αυτό το αθλητικό πανηγύρι. Αν και κάποιος κακόπιστος θα ισχυριζόταν πως τα κίνητρα όσων αναλαμβάνουν ομάδες δεν είναι και τα πιο αγαθά, αλλά περιέχουν ξέπλυμα χρήματος, πολιτικές φιλοδοξίες, και χρησιμοποίηση ομάδων για εξυπηρέτηση των δικών τους επιχειρηματικών συμφερόντων. Σε αντίθεση όμως με τους αθλητικούς διοικητικούς παράγοντες που εναλλάσσονται ο κόσμος θα είναι αυτός που θα παραμένει πάντα στο πλευρό της ομάδας με τα καλά και τα κακά του. Και οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι ο αθλητισμός είναι μια δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου σαν το σινεμά το θέατρο ή ένα εστιατόριο, δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση ένας άνθρωπος να ακολουθεί μια ομάδα. Πρέπει και η ομάδα να του δίνει και ένα κίνητρο για να περάσει την ώρα μαζί της. Γιατί όσο και άσχημο και να φαίνεται στην εποχή της αυξανόμενης εμπορευματοποίησης και του αθλητισμού οι φίλαθλοι είναι και πελάτες.

 

5 1 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments
Next Post

Final 8 των Κυπέλλων

Μπορεί τη Δευτέρα να μην υπήρξε η καθιερωμένη ανάρτηση του EuroBall, καθώς […]

Subscribe US Now

0
Would love your thoughts, please comment.x
()
x